«Δηλαδή αυτοί ξύπνησαν πολύ πιο αργά» είπε ο Ευστάθιος. «Πάω στοίχημα πως είναι περασμένες δέκα.»
«Α, όχι» είπε ο Όρουνς. «Εκείνοι ξύπνησαν πριν φέξει.»
«Ε, τότε θα χαζολόγαγαν ένα κάρο ώρες ώσπου να φάνε πρωινό» είπε ο Ευστάθιος.
«Καθόλου» είπε ο Όρουνς. «Αρχισαν να τρώνε μόλις ξύπνησαν.»
«Έλα, Παναγίτσα μου!» είπε ο Ευστάθιος. «Μα τι κατεβάζουν και δε λένε να τελειώσουν!»
«Μα, Γιε του Αδάμ, ίσια κι όμοια είστε; Οι Κένταυροι έχουν και ανθρώπινο στομάχι και αλογίσιο. Και φυσικά και τα δυο στομάχια απαιτούν το πρωινό τους. Έτσι, λοιπόν, πρώτα τρώνε πόριτζ και ψάρι και νεφρά και μπέικον κι ομελέτα και κρύο χοιρομέρι και τοστ και μαρμελάδα και καφέ και μπίρα. Έπειτα φροντίζουν την αλογίσια φύση τους. Έτσι λοιπόν βόσκουνε για καμιά ώρα και τελειώνουν μ’ ένα ζεστό χυλό, κάμποση βρώμη κι ένα σάκο ζάχαρη. Καταλαβαίνεις τώρα τι μεγάλο πρόβλημα είναι να καλέσεις στο σπίτι σου Κένταυρο για Σαββατοκύριακο. Μεγάλο, δε λες τίποτα.»
Εκείνη τη στιγμή, από το στόμιο της σπηλιάς ακούστηκαν οπλές αλόγου να χτυπούν πάνω σε βράχο. Τα παιδιά γύρισαν το κεφάλι κατά κει και είδαν τους δυο Κένταυρους, τον ένα με μια μαύρη και τον άλλο με μια χρυσαφένια γενειάδα να κυματίζει πάνω στο μεγαλόπρεπο γυμνό τους στέρνο. Έστεκαν και τους περίμεναν γέρνοντας λίγο το κεφάλι σαν να ’θελαν να δουν μέσα στη σπηλιά. Αμέσως η Τζιλ κι ο Ευστάθιος, σαν καλά παιδιά, αποτέλειωσαν το πρωινό τους μάνι μάνι. Δεν υπάρχει κανένας να ’χει πει πως οι Κένταυροι του φαίνονται αστείοι. Είναι σοβαρά, μεγαλόπρεπα πλάσματα, και κουβαλούν την αρχαία σοφία που τη μαθαίνουν από τ’ αστέρια· δεν είναι στο χέρι σου ούτε να τους εξαγριώσεις ούτε και να τους μαλακώσεις· έτσι όμως κι αγριέψουν τότε η οργή τους είναι σωστή θύελλα.
«Γεια χαρά, καλέ μου Λασπομούρμουρε» είπε η Τζιλ και ζύγωσε το κρεβάτι του Βαλτο-Ψηλολέλεκα. «Σου ζητάω συγγνώμη για κείνο το γρουσούζης που σου κολλήσαμε.»
«Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Ευστάθιος. «Ήσουνα για μας ο καλύτερος φίλος στον κόσμο.»
«Κι ελπίζω να ξαναϊδωθούμε» πρόσθεσε η Τζιλ.
«Δε βλέπω να ’χουμε και μεγάλες ελπίδες, πρέπει να πω» αποκρίθηκε ο Λασπομούρμουρος. «Εδώ αμφιβάλλω αν θα μπορέσω να ξαναδώ τη σκηνούλα μου. Κι εκείνος ο Πρίγκιπας – καλό παιδί – δε μου λέτε, σας φαίνεται εσάς γερή κράση; Σαν να στραπατσαρίστηκε μ’ όλα αυτά που πέρασε σ’ εκείνα τα λαγούμια, δε θέλει ρώτημα.»
«Βρε Λασπομούρμουρε!» είπε η Τζιλ. «Είσαι σκέτη απάτη! Δείχνεις στις μαύρες σου, λες κι είσαι σε κηδεία, και πάω στοίχημα ότι είσαι τρισευτυχισμένος. Και μιλάς σαν να τρέμεις από το φόβο σου, την ώρα που είσαι γενναίος λες κι είσαι κανένα – κανένα λιοντάρι.»
«Δε μου λέτε, μια και μιλάμε για κηδείες» άρχισε να λέει ο Λασπομούρμουρος, αλλά η Τζιλ που πίσω της άκουσε τους Κένταυρους να χτυπούν τις οπλές τους, τον άφησε άφωνο όταν του αγκάλιασε τον αδύνατο λαιμό με τα δυο της χέρια και του έσκασε ένα φιλί στο λασπιάρικο μούτρο του, ενώ ο Ευστάθιος του ξέρανε το χέρι από το σφίξιμο. Μετά, τρέξανε κι οι δυο βιαστικά κατά τη μεριά των Κένταυρων, κι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας, βούλιαξε στα μαξιλάρια λέγοντας μέσα του: «Κοίτα η Τζιλ! Αυτό ούτε στ’ όνειρό μου δε θα το περίμενα! Τι τα θες, τελικά είμαι ομορφούλης».
Δίχως αμφιβολία, το να πηγαίνεις καβάλα πάνω σ’ έναν Κένταυρο είναι μια μεγάλη τιμή (κι αν εξαιρέσουμε την Τζιλ και τον Ευστάθιο, δε φαντάζομαι να υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να του ’χει γίνει στις μέρες μας αυτή η τιμή). Είναι όμως και ταλαιπωρία σκέτη. Γιατί αν έχεις περί πολλού τη ζωούλα σου δεν προτείνεις να μπει σέλα πάνω σε Κένταυρο, αν πάλι καβαλάς γυμνή την πλάτη του, δεν καλοπερνάς· ιδιαίτερα αν τυχαίνει, σαν τον Ευστάθιο, να μην έχεις μάθει ποτέ σου ιππασία. Οι Κένταυροι ήταν ευγενέστατοι μ’ εκείνον τον τρόπο τους το γεμάτο σοβαρότητα, χάρη και ωριμότητα. Καθώς ορμούσαν μέσα στα δάση της Νάρνια, δίχως να στρέφουν τα κεφάλια, μιλούσαν στα παιδιά για τις ιδιότητες που έχουν τα βότανα και οι ρίζες, για την επίδραση των πλανητών, για τα εννέα ονόματα του Ασλάν και το νόημα που έχουν, και διάφορα τέτοια. Όσα και να τράβηξαν τα δυο παιδιά απ’ τον πόνο και το τράνταγμα, και τι δε θα ’διναν τώρα να ξανακάνουν εκείνο το ταξίδι: να ξαναδούν εκείνα τα ξέφωτα και τις πλαγιές που αστραποβολούσαν από το χιόνι της προηγούμενης νύχτας, ν’ ανταμώσουν σκίουρους και λαγούς και πουλιά που τα καλημέριζαν, ν’ ανασάνουν πάλι τον αέρα της Νάρνια και ν’ αφουγκραστούν τη φωνή των δέντρων της Νάρνια.
Έφτασαν κάτω στο ποτάμι που κύλαγε αστραφτερό και γαλάζιο στη χειμωνιάτικη λιακάδα, πολύ πιο κάτω από το τελευταίο γιοφύρι (που ’ναι χτισμένο στη Βερούνα, την ήσυχη, μικρή πολιτεία με τις κόκκινες στέγες). Στο πέραμα ανεβήκαν πάνω στο σλέπι· τους πέρασε αντίκρυ ένας περατάρης, καλύτερα να πω ένας περατάρης-ψηλολέλεκας, γιατί στη Νάρνια κάθε δουλειά που έχει σχέση με νερά και ψάρια γίνεται από τους Ψηλολέλεκες των Βάλτων. Σαν περάσαν το ποτάμι, πήραν το δρόμο που κατεβαίνει παράλληλα με το ποτάμι και τους έβγαλε ακριβώς στο Κάιρ Πάραβελ. Τη στιγμή ακριβώς που φτάναν, ξανάδαν εκείνο το λαμπερό πλοίο που είχανε δει την πρώτη μέρα που πάτησαν το πόδι τους στη Νάρνια. Ανέβαινε το ποτάμι γλιστρώντας πάνω στο νερό σαν πελώριο πουλί. Για μια ακόμη φορά, οι αυλικοί όλοι ήταν μαζεμένοι στο γρασίδι που απλώνεται ανάμεσα στο κάστρο και στο μόλο, περιμένοντας να καλωσορίσουν το Βασιλιά Κασπιανό που ξαναγύριζε στη γη του. Ο Ριλιανός, που είχε βγάλει τα μαύρα του τα ρούχα και τώρα φορούσε πορφυρό μανδύα πάνω από ασημένια πανοπλία, στεκόταν στην άκρη του μόλου, με το κεφάλι ξέσκεπο, έτοιμος να υποδεχτεί τον πατέρα του· κι ο Νάνος Τράμπκιν καθόταν δίπλα του στο μικρό θρόνο που έσερνε ο γαϊδαράκος. Τα παιδιά βλέπανε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρουν να πλησιάσουν τον Πρίγκιπα, διασχίζοντας όλο αυτό το πλήθος, και, όπως και να το κάνουμε, τώρα ένιωθαν και κάποια συστολή. Έτσι λοιπόν ρώτησαν τους Κένταυρους αν θα μπορούσαν να κάτσουν λίγο ακόμα στην πλάτη τους για να βλέπουν καλύτερα πάνω από τα κεφάλια των αυλικών. Και οι Κένταυροι δεν το αρνήθηκαν.