Από το κατάστρωμα του πλοίου ήχησαν οι ασημένιες σάλπιγγες· Ποντικοί (Ποντικοί που Μιλάνε φυσικά) και Βαλτο-Ψηλολέλεκες δώσαν στα γρήγορα ένα σάλτο στη στεριά και το πλεούμενο άραξε. Μουσικοί που ήταν κρυμμένοι κάπου ανάμεσα στο πλήθος, άρχισαν να παίζουν ένα σοβαρό, θριαμβικό, σκοπό. Μόλις το γαλιόνι του Βασιλιά πλεύρισε, τα Ποντίκια στήριξαν πάνω του το μαδέρι.
Η Τζιλ περίμενε πότε θα κατέβει ο Βασιλιάς. Ωστόσο, έμοιαζε να υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Ένας κάτωχρος Ιππότης βγήκε στη στεριά και γονάτισε μπροστά στον Πρίγκιπα και στον Τράμπκιν. Για λίγα λεπτά, κι οι τρεις κόλλησαν τα κεφάλια κοντά το ’να στ’ άλλο και πιάσαν να μιλάνε, αλλά κανένας δεν μπορούσε ν’ ακούσει τι λέγαν. Η μουσική συνέχισε να παίζει· ωστόσο ένιωθες πως όλοι είχαν αρχίσει ν’ ανησυχούν. Ύστερα στο κατάστρωμα πάνω φάνηκαν τέσσερις Ιππότες που κρατούσαν κάτι και πήγαιναν αργά αργά. Όταν άρχισαν να κατεβαίνουν το μαδέρι, φάνηκε ξεκάθαρα τι κρατούσαν: το γερο-Βασιλιά, κάτωχρο κι ασάλευτο, πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Το ακούμπησαν κάτω. Ο Πρίγκιπας γονάτισε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Είδαν το Βασιλιά Κασπιανό που σήκωσε το χέρι για να ευλογήσει το γιο του. Κι όλοι ζητωκραύγασαν, αλλά με μισή καρδιά, γιατί όλοι ένιωθαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τότε ξαφνικά το κεφάλι του Βασιλιά έγειρε πίσω στα μαξιλάρια, η μουσική σταμάτησε κι έπεσε νεκρική σιγή. Ο Πρίγκιπας, γονατισμένος ακόμα δίπλα στο Βασιλιά, έριξε το κεφάλι πάνω στο κρεβάτι κι άρχισε να κλαίει.
Αμέσως ψίθυροι παντού και σούρτα φέρτα. Τότε η Τζιλ πρόσεξε ότι όλοι όσοι φορούσαν καπέλα, σκούφους, περικεφαλαίες ή κουκούλες τα έβγαλαν – το ίδιο κι ο Ευστάθιος. Ύστερα άκουσε να ’ρχεται από το κάστρο ένας θόρυβος σαν θρόισμα, σαν φτεροκόπημα· όταν γύρισε το κεφάλι της κατά κει είδε ότι είχαν κατεβάσει μεσίστιο το μεγάλο λάβαρο με το σήμα του χρυσαφένιου Λιονταριού. Κι ύστερα, αργά, σπαραχτικά, με τα έγχορδα και τα πνευστά να θρηνούν απαρηγόρητα, η μουσική ξανάρχισε: τούτη τη φορά μια μελωδία που σου ράγιζε την καρδιά.
Τα δυο παιδιά κατέβηκαν από την πλάτη των Κένταυρων (που ούτε που τους πήραν είδηση).
«Πόσο θα ’θελα να ’μουνα στο σπιτάκι μου!» είπε η Τζιλ.
Ο Ευστάθιος κούνησε το κεφάλι του, δεν είπε λέξη, μόνο δάγκωσε τα χείλη του.
«Ήρθα!» αντήχησε μια βαθιά φωνή πίσω τους. Γύρισαν κι είδαν το Λιοντάρι το ίδιο, τόσο λαμπερό κι αληθινό και δυνατό καθετί που δίπλα του άλλο στη στιγμή ξεθώριασε κι έσβησε. Και σε λιγότερο χρόνο απ’ όσο κρατάει μια ανάσα, η Τζιλ είχε κιόλας ξεχάσει το νεκρό Βασιλιά της Νάρνια και το μόνο που της ερχόταν στο νου ήταν ότι ο Ευστάθιος είχε πέσει από το βράχο εκείνο από δικό της φταίξιμο, πως είχε βάλει το χεράκι της για να γίνουν μαντάρα όλα τα σημάδια, κι ακόμα της ήρθαν στο νου όλοι οι τσακωμοί και οι καβγάδες τους. Και ήθελε να πει «Συγγνώμη», μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Τότε το Λιοντάρι με το βλέμμα του τράβηξε τα δυο παιδιά κοντά του κι έσκυψε και με τη γλώσσα του άγγιξε τα χλομά τους πρόσωπα και είπε:
«Μην σκέφτεστε τίποτε άλλο πια. Δε θα σας ξαναμαλώσω. Τη δουλειά για την οποία σας έστειλα στη Νάρνια την κάνατε.»
«Σε παρακαλούμε, Ασλάν» είπε η Τζιλ, «μπορούμε τώρα να πάμε στα σπίτια μας;»
«Μα γι’ αυτό ήρθα. Για να σας πάω στα σπίτια σας» είπε ο Ασλάν. Κι ύστερα άνοιξε ένα πελώριο στόμα και φύσηξε. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είχαν την αίσθηση ότι πετούσαν στον αέρα: αντίθετα, τους φάνηκε ότι αυτοί έμειναν ασάλευτοι κι ότι η άγρια ανάσα του Ασλάν έδιωξε μακριά το πλοιάριο και το νεκρό Βασιλιά και το κάστρο και το χιόνι και το χειμωνιάτικο ουρανό. Γιατί όλα αυτά πέταξαν μακριά, στον αέρα, ίδια δαχτυλίδια καπνού, και ξαφνικά βρέθηκαν να στέκονται στη λαμπερή λιακάδα, κατακαλόκαιρο, πάνω στην απαλή χλόη, ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, και δίπλα σ’ ένα δροσερό, κελαρυστό ρυάκι. Μετά διαπίστωσαν πως για μια ακόμα φορά βρίσκονταν πάνω στο Βουνό του Ασλάν, πιο ψηλά και πιο μακριά από το τέλος εκείνου του κόσμου όπου απλώνεται η Νάρνια. Όμως πράγμα παράξενο, η θρηνητική μελωδία για το Βασιλιά Κασπιανό συνεχιζόταν αν και κανείς τους δεν καταλάβαινε από πού ερχόταν. Περπατούσαν δίπλα στο ποταμάκι με το Λιοντάρι μπροστά τους: κι εκείνο ήταν τόσο όμορφο κι η μουσική τόσο θλιμμένη που η Τζιλ δεν ήξερε τι από τα δυο γέμισε με δάκρυα τα μάτια της.