Выбрать главу

Κάποια στιγμή ο Ασλάν σταμάτησε και τα παιδιά κοίταξαν μέσα στο ποταμάκι. Κι εκεί, πάνω στα χρυσαφένια βότσαλα στην κοίτη του ποταμού, είδαν να κείτεται ο Βασιλιάς Κασπιανός, με το νερό να κυλάει από πάνω του και να τον σκεπάζει σαν υδάτινο γυαλί. Η μακριά λευκή γενειάδα του κυμάτιζε μέσα στο νερό σαν μακρύ φύκι. Σταμάτησαν κι οι τρεις κι έκλαψαν. Ακόμη και το Λιοντάρι έκλαψε: κόμποι μεγάλοι Λιονταρίσια δάκρυα, κάθε δάκρυ πιο πολύτιμο κι από ολάκερη τη Γη αν ήταν ένα μοναδικό στέρεο διαμάντι. Και η Τζιλ πρόσεξε ότι ο Ευστάθιος δεν έμοιαζε ούτε με μικρό παιδί που κλαψουρίζει, ούτε με κάποιο αγόρι που ’χει βάλει τα κλάματα και πάσχιζε να το κρύψει, αλλά με ώριμο άντρα που έκλαιγε. Τουλάχιστον, κάπως έτσι το καταλάβαινε: όμως πραγματικά, απ’ ό,τι έλεγε αργότερα, οι άνθρωποι σ’ εκείνο το βουνό δε φαίνονταν να έχουν κάποια συγκεκριμμένη ηλικία.

«Γιε του Αδάμ» είπε ο Ασλάν, «πήγαινε μέσα σ’ εκείνο το σύδεντρο και κόψε το αγκάθι που θα βρεις εκεί και φέρ’ το μου».

Ο Ευστάθιος υπάκουσε. Το αγκάθι ήταν κάπου τριάντα πόντους μακρύ και μυτερό σαν την άκρη σπαθιού.

«Χώσ’ το μέσα στην πατούσα μου, γιε του Αδάμ» είπε ο Ασλάν σηκώνοντας την μπροστινή δεξιά του πατούσα και τεντώνοντας την κατά τον Ευστάθιο.

«Πρέπει να το κάνω;» είπε ο Ευστάθιος.

«Ναι» απάντησε ο Ασλάν.

Τότε ο Ευστάθιος έσφιξε τα δόντια του κι έχωσε το αγκάθι μέσα στην πατούσα του Λιονταριού. Κι από κει έσταξε μια μεγάλη σταγόνα αίμα, πιο κόκκινη από κάθε τι κόκκινο που έχετε δει ποτέ ή φανταστεί. Και πιτσίλισε το νερό στο σημείο που βρισκόταν το νεκρό σώμα του Βασιλιά. Την ίδια στιγμή η θλιμμένη μουσική σταμάτησε. Και κάτι άρχισε ν’ αλλάζει στον πεθαμένο Βασιλιά. Η λευκή του γενειάδα έγινε γκρίζα, κι ύστερα κίτρινη, και κόντυνε ώσπου χάθηκε ολότελα: και τα σκαμμένα του μάγουλα στρογγύλεψαν και πήραν χρώμα και οι ρυτίδες του έγιναν απαλότερες, και τα μάτια του άνοιξαν, και μάτια και χείλη γέλασαν, και ξάφνου έδωσε έναν πήδο και στάθηκε μπροστά τους – ένας νιος, ένα αγόρι. (Μα η Τζιλ δεν μπορούσε να πει τι από τα δυο, γιατί, όπως ξανάπα, οι άνθρωποι στη χώρα του Ασλάν δεν έχουν συγκεκριμμένη ηλικία. Βέβαια ακόμα και στο δικό μας κόσμο συμβαίνει να βλέπεις πολύ χαζά παιδιά να συμπεριφέρονται σαν να ’ταν πιο μικρά και πολύ χαζούς ενήλικες σαν να ’ταν πιο μεγάλοι.) Ο Βασιλιάς λοιπόν έτρεξε κατά τον Ασλάν και τύλιξε τα δυο του χέρια γύρω από τον τεράστιο λαιμό του Ασλάν, μέχρι εκεί που φτάναν φυσικά: κι έσκασε κάτι δυνατά, βασιλικά φιλιά στον Ασλάν, κι ο Ασλάν του έδωσε άγρια Λιονταρίσια φιλιά.

Ύστερα ο Κασπιανός γύρισε κατά τα παιδιά. Ξέσπασε σε γέλια γεμάτος έκπληξη και χαρά.

«Τι βλέπω! Ο Ευστάθιος!» είπε. «Ευστάθιε! Να λοιπόν που τελικά έφτασες στο τέρμα του κόσμου. Τι απόγινε το δεύτερο καλύτερό μου σπαθί που το έσπασες πάνω στο θαλασσινό φίδι;»

Ο Ευστάθιος έκανε ένα βήμα προς το μέρος του με τα δυο του χέρια τεντωμένα, μα ύστερα έκανε πίσω με μια κάπως σαστισμένη έκφραση.

«Μα καλά, τι συμβαίνει;» τραύλισε. «Όλα αυτά είναι υπέροχα. Μα δεν είσαι; – θέλω να πω – δεν ήσουνα;»

«Έλα, άσε τις κουταμάρες τώρα» είπε ο Κασπιανός.

«Μα» είπε ο Ευστάθιος κοιτάζοντας τον Ασλάν. «Καλά, δηλαδή, δεν – εε – δεν πέθανε;»

«Βεβαίως» είπε το Λιοντάρι με μια πολύ ήσυχη φωνή, σχεδόν γελώντας (έτσι της φάνηκε της Τζιλ). «Πέθανε. Πολλοί άνθρωποι, καθώς ξέρεις, πεθαίνουν. Ακόμα κι εγώ. Είναι ελάχιστοι αυτοί που δεν πεθαίνουν.»

«Α» είπε ο Κασπιανός. «Καταλαβαίνω τι σε απασχολεί. Πιστεύεις ότι είμαι φάντασμα ή κάτι ακατανόητο. Μα δεν το βλέπεις λοιπόν; Θα ήμουνα φάντασμα μοναχά αν εμφανιζόμουνα τώρα δα στη Νάρνια· γιατί δεν ανήκω πλέον εκεί. Δεν μπορείς όμως να είσαι φάντασμα στην ίδια σου τη χώρα. Θα μπορούσα να εμφανιστώ σαν φάντασμα αν ερχόμουνα στον κόσμο το δικό σου. Τι να πω κι εγώ. Φαντάζομαι ότι ούτε και δικός σου είναι μια και τώρα βρίσκεσαι εδώ πέρα.»