«Σας παρακαλώ, και πώς θα γίνει αυτό;» ρώτησε η Τζιλ.
«Θα σου πω, Παιδί» είπε το Λιοντάρι. «Αυτά είναι τα σημάδια που θα σε οδηγούν στην έρευνά σου. Πρώτον: μόλις το Αγόρι, ο Ευστάθιος, φθάσει στη Νάρνια, θα συναντήσει έναν παλιό κι αγαπητό φίλο. Πρέπει να τον χαιρετήσει αμέσως· αν το κάνει αυτό, θα έχετε κι οι δυο σας μια μεγάλη βοήθεια. Δεύτερον: Θα κάνετε ένα ταξίδι στα νότια της Νάρνια, ώσπου να φθάσετε στην ερειπωμένη πόλη των αρχαίων γιγάντων. Τρίτον: σ’ αυτή την ερειπωμένη πόλη, θα βρείτε μια πέτρινη επιγραφή και θα πρέπει να κάνετε ό,τι λέει. Τέταρτον: θα αναγνωρίσετε το χαμένο πρίγκιπα (αν τον βρείτε) από αυτό που θα σου πω. Θα είναι το πρώτο πρόσωπο που θα συναντήσετε στα ταξίδια σας που θα σας ζητήσει κάτι στο όνομά μου, στο όνομα του Ασλάν.»
Καταπώς φαινόταν το Λιοντάρι είχε αποσώσει την κουβέντα του, κι έτσι η Τζιλ σκέφτηκε πως έπρεπε να πει κι αυτή κάτι. Είπε λοιπόν: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Κατάλαβα».
«Παιδί» είπε ο Ασλάν, κι η φωνή του ακούστηκε πιο γλυκιά απ’ όσο μέχρι εκείνη τη στιγμή, «μπορεί και να μην κατάλαβες τόσο καλά όσο νομίζεις. Όμως το πρώτο βήμα είναι να θυμάσαι. Επανάλαβέ μου, με τη σειρά, τα τέσσερα σημάδια».
Η Τζιλ έκανε μια προσπάθεια, αλλά δεν τα κατάφερε και πολύ σπουδαία. Χρειάστηκε λοιπόν να τη διορθώσει το Λιοντάρι και να τη βάλει να τα επαναλάβει ξανά και ξανά ώσπου τα είπε τέλεια. Το Λιοντάρι έδειξε μεγάλη υπομονή, τόσο που η Τζιλ βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει:
«Σας παρακαλώ, και πώς θα πάω στη Νάρνια;»
«Με την ανάσα μου» είπε το Λιοντάρι. «Θα φυσήξω και θα βρεθείς στα δυτικά του κόσμου, όπως έγινε και με τον Ευστάθιο.»
«Θα τον προλάβω για να του πω το πρώτο σημάδι; Αλλά φαντάζομαι δεν έχει και τόση σημασία. Αν δει κάποιο παλιό του φίλο, θα τον πλησιάσει και θα του μιλήσει, έτσι δεν είναι;»
«Δεν έχεις καιρό για χάσιμο» είπε το Λιοντάρι. «Γι’ αυτό πρέπει να σε στείλω αμέσως. Έλα. Περπάτα μπροστά μου προς την άκρη του γκρεμού.»
Η Τζιλ ήξερε πολύ καλά ότι αν δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο, ήταν από δικό της φταίξιμο. «Αν δεν είχα κάνει τις εξυπνάδες που έκανα, θα πηγαίναμε τώρα παρέα με τον Ευστάθιο. Και θα τις είχε ακούσει κι εκείνος όλες αυτές τις οδηγίες» σκέφτηκε. Έκανε λοιπόν ό,τι της είπε το Λιοντάρι. Ο γυρισμός πίσω στην άκρη του γκρεμού ήταν σκέτο κοψοχόλιασμα με το Λιοντάρι μάλιστα να περπατάει πίσω της κι όχι δίπλα της – και με τις μαλακές πατούσες του να μην κάνει θόρυβο καθόλου.
Πριν καλά καλά φτάσει κοντά στην άκρη του γκρεμού, άκουσε τη φωνή του πίσω της να λέει: «Στάσου ακίνητη. Σ’ ένα λεπτό θα φυσήξω. Όμως, πρώτα, να θυμάσαι, να θυμάσαι, να θυμάσαι τα σημάδια. Να τα λες από μέσα σου όταν σηκώνεσαι το πρωί, κι όταν πηγαίνεις για ύπνο, κι όποτε ξυπνάς μες στη νύχτα. Και το πιο παράξενο πράγμα να σου συμβεί, μην αφήσεις τίποτε να αποσπάσει τη σκέψη σου. Να ακολουθείς τα σημάδια. Και δεύτερον, σε προειδοποιώ. Εδώ πάνω στο βουνό, σου μίλησα ξεκάθαρα: αυτό δε θα το κάνω κάτω στη Νάρνια. Εδώ στο βουνό, ο αέρας είναι καθαρός και το μυαλό σου είναι κι αυτό καθαρό· καθώς θα κατεβαίνεις όμως για τη Νάρνια, ο αέρας θα πυκνώνει. Πρόσεχε μην τυχόν και σου φέρει σύγχυση αυτό. Και τα σημάδια που έμαθες εδώ, όταν τα δεις εκεί κάτω, δε θα είναι καθόλου όπως τα περιμένεις. Γι’ αυτό το λόγο είναι τόσο σημαντικό να τα έχεις αποστηθίσει και να μην παρασυρθείς από τα φαινόμενα. Τίποτε άλλο δε μετράει. Και τώρα, κόρη της Εύας, στο καλό».
Καθώς τέλειωνε τα λόγια τούτα, η φωνή του γινόταν όλο και πιο απαλή ώσπου έσβησε ολότελα. Η Τζιλ κοίταξε πίσω της. Τα ’χασε όταν είδε ότι ο βράχος βρισκόταν κιόλας πάνω από καμιά κατοσταριά μέτρα μακριά της, κι ότι το Λιοντάρι το ίδιο φαινόταν σαν μια λαμπερή χρυσαφιά κουκκίδα στην άκρη του γκρεμού. Είχε σφίξει τα δόντια της και τις γροθιές της περιμένοντας το φοβερό φύσημα από την ανάσα του Λιονταριού· όμως η ανάσα του ήταν τόσο απαλή που ούτε που αντιλήφθηκε ποια στιγμή έφυγαν τα πόδια της από τη γη. Και τώρα από κάτω, για χιλιάδες και χιλιάδες μέτρα, δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο αέρας.
Ένιωσε τρομοκρατημένη, αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Ο ένας λόγος ήταν πως ο κόσμος που είχε αφήσει πίσω της έμοιαζε κιόλας τόσο μακρινός, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Ο άλλος λόγος ότι αυτό το πέταγμα πάνω στην ανάσα του Λιονταριού ήταν ένα εξαιρετικά άνετο ταξίδι. Διαπίστωσε ότι είχε τη δυνατότητα να ξαπλώνει ανάσκελα ή μπρούμυτα και να στρίβει όπου ήθελε με την ίδια ευκολία όπως όταν είσαι μέσα σε νερό (αν φυσικά καταφέρνεις να επιπλέεις). Κι επειδή πήγαινε στη φορά της αναπνοής του Λιονταριού, δεν ένιωθε φύσημα ανέμου κι ο αέρας τής φαινόταν ευχάριστα ζεστός. Δεν υπήρχε καμία σχέση όπως όταν είσαι σε αεροπλάνο, γιατί απουσίαζαν ο θόρυβος και οι δονήσεις. Αν τύχαινε να μπει ποτέ η Τζιλ σε αερόστατο θα έβρισκε κάποια ομοιότητα· μόνο που εδώ ήταν καλύτερα.