Μια μεγάλη ελπίδα άναψε στις καρδιές των παιδιών. Όμως ο Ασλάν κούνησε το δασύτριχο κεφάλι του. «Όχι, αγαπημένα μου παιδιά. Σαν ξανασμίξουμε εδώ, θα είναι γιατί ήρθατε να μείνετε. Όμως τώρα όχι. Πρέπει να ξαναπάτε πίσω στον κόσμο τον δικό σας για λίγο.»
«Κύριε» είπε ο Κασπιανός, «είχα πάντα την επιθυμία να ρίξω μια ματιά στον δικό τους κόσμο. Είναι λάθος μου;»
«Δεν μπορείς να επιθυμείς λάθος πράγματα πια, γιε μου, εφόσον έχεις πεθάνει» είπε ο Ασλάν. «Και θα μπορέσεις να τον δεις τον κόσμο τους – για πέντε λεπτά του δικού τους χρόνου. Δε θα σου πάρει και περισσότερο χρόνο για να βάλεις κάποια τάξη εκεί.» Ύστερα ο Ασλάν εξήγησε στον Κασπιανό πώς ήταν ο κόσμος της Τζιλ και του Ευστάθιου όπου θα επέστρεφαν καθώς επίσης και όλα τα σχετικά με την Πειραματική Σχολή· φαινόταν να ξέρει όλα όσα ξέραν κι αυτοί.
«Κόρη μου» είπε ο Ασλάν στην Τζιλ. «Τράβα μια βέργα από κείνο το θάμνο και μάδησέ τη». Το έκανε κι αμέσως βρέθηκε να βαστάει στο χέρι της ένα όμορφο, καινούριο μαστίγιο.
«Τώρα, τέκνα του Αδάμ, βγάλτε τα σπαθιά από το θηκάρι» είπε ο Ασλάν. «Αλλά να χρησιμοποιήσετε μοναχά την πλευρά που δεν κόβει γιατί σας στέλνω ν’ αντιμετωπίσετε παιδιά και θρασίμια· όχι πολεμιστές.»
«Θα έρθεις μαζί μας, Ασλάν;» ρώτησε η Τζιλ.
«Θα δουν μοναχά την πλάτη μου» είπε ο Ασλάν.
Τους οδήγησε γρήγορα μέσα από το δάσος και πριν καλά καλά κάνουν μερικά βήματα, μπροστά τους είδαν να ορθώνεται ο μαντρότοιχος της Πειραματικής Σχολής. Τότε ο Ασλάν βρυχήθηκε με τόση δύναμη που τραντάχτηκε ο ήλιος πάνω στον ουρανό και καμιά δεκαριά μέτρα της μάντρας κατέρρευσαν μπροστά τους. Κοίταξαν μέσα από το κενό και είδαν κάτω χαμηλά τις πρασινάδες του σχολείου και την οροφή του γυμναστηρίου, όλα κάτω από τον ίδιο εκείνο μουντό φθινοπωρινό ουρανό που είχαν δει και πριν αρχίσουν οι περιπέτειές τους. Ο Ασλάν γύρισε το κεφάλι κατά την Τζιλ και τον Ευστάθιο και τους χάιδεψε με την ανάσα του και άγγιξε το μέτωπό τους με τη γλώσσα του. Ύστερα θρονιάστηκε στο κενό που είχε κάνει στο μαντρότοιχο γυρνώντας τη χρυσαφιά του πλάτη κατά την Αγγλία και το μεγαλόπρεπο πρόσωπό του κατά τις χώρες τις δικές του. Το ίδιο λεπτό η Τζιλ είδε όλους εκείνους τους τύπους που τους ήξερε από την καλή να τρέχουν κατά τη μεριά τους ανάμεσα στα δαφνόδεντρα. Οι πιο πολλοί της συμμορίας ήταν εκεί – η Αδέλα Πενιφάδερ κι ο Χολμόντελι Μέιτζορ, η Έντιθ Γουίντερμπλοτ, ο Σπότι Σόρνερ, το θηρίο ο Μπάνιστερ, και τα δυο αντιπαθέστατα δίδυμα, οι Γκάρετ. Ξαφνικά όμως μείναν όλοι τους κοκαλωμένοι. Τα πρόσωπά τους πήραν άλλη όψη κι όλη εκείνη η μοχθηρία, η προκλητικότητα, η βιαιότητα, και η ξιπασιά θαρρείς και κάναν φτερά και τώρα είχαν μια μοναδική έκφραση: τον τρόμο. Γιατί είδαν να ’χει πέσει ο τοίχος και στη θέση του να κάθεται ένα λιοντάρι τόσο μεγάλο όσο ένας μικρός ελέφαντας, και τρεις οπλισμένες σιλουέτες με ρούχα γυαλιστερά να ορμούν καταπάνω τους. Γιατί, έχοντας μέσα τους τη δύναμη που τους πέρασε ο Ασλάν, η μεν Τζιλ έφερνε βόλτα με μεγάλη μαστοριά το μαστίγιό της και συγύριζε τα κορίτσια, ο δε Κασπιανός κι ο Ευστάθιος, με την πλατιά μεριά του σπαθιού τους, κοπανούσαν τ’ αγόρια τόσο αποτελεσματικά, που μέσα σε δυο λεπτά, όλοι αυτοί που κάναν τον παλικαρά τρέχαν σαν τρελοί, και τους γδερνόταν το λαρύγγι απ’ τις φωνές: «Δολοφόνοι! Φασίστες! Λιοντάρια! Αυτό είναι άδικο». Και τότε κατέφθασε τρεχάτη και η κεφαλή του σχολείου (που, με την ευκαιρία, σας λέω πως ήταν γυναίκα), για να δει τι συνέβαινε. Και μόλις είδε το λιοντάρι και τον γκρεμισμένο τοίχο και τον Κασπιανό και την Τζιλ και τον Ευστάθιο (ούτε που τους αναγνώρισε αυτούς τους δυο) την έπιασε υστερία· γύρισε αμέσως σαν βολίδα πίσω στη σχολή και βάλθηκε να τηλεφωνάει στην αστυνομία και να τους αραδιάζει ιστορίες για κάποιο λιοντάρι που το ’χε σκάσει από κάποιο τσίρκο, και για κάτι δραπέτες κατάδικους που γκρέμισαν τους τοίχους του σχολείου και κρατούσαν σπαθιά στα χέρια τους. Μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία, η Τζιλ κι ο Ευστάθιος γλίστρησαν ήσυχα ήσυχα μέσα κι άλλαξαν τα λαμπερά τους ρούχα και φόρεσαν τα συνηθισμένα τους κι ο Κασπιανός ξαναγύρισε πίσω στο δικό του κόσμο. Κι ο τοίχος, με μια λέξη του Ασλάν, ξανάγινε όπως ήταν πριν. Όταν έφτασε το περιπολικό κι οι αστυνόμοι δεν είδαν πουθενά, ούτε λιοντάρι ούτε γκρεμισμένο τοίχο, ούτε κατάδικους, μόνο βρήκαν τη Διευθύντρια να ωρύεται σαν παρανοϊκή, έκαναν μια έρευνα για να βρουν άκρη. Όσο γινόταν η έρευνα βγήκαν στη φόρα ένα σωρό πράματα για την Πειραματική Σχολή και με την ευκαιρία, καμιά δεκαριά από κει μέσα φάγανε φύσημα. Μετά από αυτό το επεισόδιο, οι φίλοι της Διευθύντριας είδαν ότι δεν είχε χαΐρι ως Διευθύντρια, κι έτσι την κάνανε Επιθεωρήτρια για να χώνει τη μύτη της στη δουλειά των άλλων Διευθυντών. Κι όταν είδαν κι απόειδαν ότι και σ’ αυτό το πόστο δεν έκανε δουλειά της προκοπής, τη στείλανε στο Κοινοβούλιο κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.