Κάποιο βράδυ, ο Ευστάθιος έθαψε τα ωραία του ρούχα στα κρυφά στον κήπο του σχολείου, αλλά η Τζιλ τα δικά της τα παράχωσε κάπου μέσα στο σπίτι της και τα φόρεσε σ’ έναν αποκριάτικο χορό. Κι από κείνη τη μέρα κι ύστερα πολλά πράματα άλλαξαν προς το καλύτερο στην Πειραματική Σχολή, που έγινε ένα εξαιρετικό σχολείο. Από τότε, η Τζιλ κι ο Ευστάθιος γίνανε φιλαράκια.
Όμως για να ξαναγυρίσουμε στη Νάρνια, ο Βασιλιάς Ριλιανός έθαψε τον πατέρα του, τον Κασπιανό τον Ποντοπόρο, το Δέκατο μ’ αυτό το όνομα, και τον πένθησε. Ο ίδιος ο Ριλιανός βασίλεψε στη Νάρνια συνετά κι η χώρα γνώρισε ευτυχισμένες μέρες κατά τη βασιλεία του, αν κι ο Λασπομούρμουρος (που μέσα σε τρεις μέρες το πόδι του τού το ’φτιαξαν καινούριο) έλεγε και ξανάλεγε ότι τα λαμπερά πρωινά φέρνουνε βροχερά απομεσήμερα κι ότι δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι οι καλοσύνες κρατάνε για πάντα. Το άνοιγμα στην πλαγιά του λόφου έμεινε κενό, και συχνά τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, οι Ναρνιανοί πηγαίνουν εκεί με πλεούμενα και φανούς και κατεβαίνουν στη δροσερή υπόγεια θάλασσα και τραγουδώντας αρμενίζουν πέρα δώθε. Κι έχουν να λένε ιστορίες για πολιτείες που βρίσκονται πολλές οργιές πιο κάτω, στα σπλάχνα της γης. Αν ποτέ αξιωθείτε να βρεθείτε κι εσείς στη Νάρνια, μην το ξεχάσετε: ρίξτε μια ματιά σ’ αυτές τις σπηλιές.