Όταν κοίταξε πίσω της, μόνο τότε αντιλήφθηκε για πρώτη φορά τις πραγματικές διαστάσεις του βουνού που είχε αφήσει. Απόρησε πώς κι ένα τόσο τεράστιο βουνό σαν αυτό, δεν ήταν σκεπασμένο από χιόνια και πάγους, «αλλά θα μου πεις τέτοια πράματα δε συμβαίνουν σε τούτο τον κόσμο» σκέφτηκε η Τζιλ. Ύστερα κοίταξε προς τα κάτω· σε τέτοιο ύψος όμως που βρισκόταν, δεν μπορούσε να καταλάβει αν πετούσε πάνω από γη ή θάλασσα, ούτε και με τι ταχύτητα πήγαινε.
Και ξαφνικά είπε: «Φτου! Τα σημάδια! Για να τα ξαναπώ!» Για κανά δυο δευτερόλεπτα, την έπιασε πανικός, αλλά είδε ότι τα θυμόταν ακόμα μια χαρά. «Από σημάδια πάμε καλά» είπε και, μ’ έναν αναστεναγμό ανακούφισης, ακούμπησε την πλάτη της πίσω λες και καθόταν σε καναπέ.
Λίγες ώρες αργότερα, μονολογούσε: «Λοιπόν, πρέπει να ομολογήσω ότι τράβηξα έναν υπνάκο. Πλάκα την έχει να κοιμάσαι στον αέρα. Άραγε έχει συμβεί αυτό ποτέ σε κανέναν; Σιγά να μην έχει συμβεί. Μωρέ, στο Στούμποου! Σ’ αυτόν σίγουρα. Σ’ αυτό το ίδιο το ταξίδι, λίγο πριν από μένα. Για να δούμε τι γίνεται από κάτω».
Αυτό που γινόταν από κάτω ήταν ότι απλωνόταν μια απέραντη, βαθυγάλαζη πεδιάδα. Δεν έβλεπες βουνά, μόνο μεγαλούτσικα άσπρα πράματα που κινούνταν. «Αυτά θα πρέπει να ’ναι σύννεφα» σκέφτηκε. «Πολύ μεγαλύτερα πάντως από κείνα που βλέπαμε από το βράχο. Θα φαίνονται μεγαλύτερα γιατί είναι πιο κοντά. Ουφ, αυτός ο ήλιος!»
Όταν είχε αρχίσει το ταξίδι αυτό, ο ήλιος έπεφτε κατακόρυφα, ενώ τώρα τη χτύπαγε ίσια στα μάτια, που σήμαινε ότι βασίλευε αντίκρυ της. Ο Ευστάθιος είχε απόλυτο δίκιο όταν έλεγε ότι η Τζιλ (δεν ξέρω αν αυτό αφορά γενικά όλα τα κορίτσια) ήταν ανίκανη να προσανατολιστεί. Αλλιώς θα καταλάβαινε ότι, εφόσον ο ήλιος τη χτύπαγε στα μάτια, κατευθυνόταν κι αυτή δυτικά.
Κοίταξε προσεχτικά τη βαθυγάλαζη πεδιάδα κάτω, κι αμέσως το μάτι της πήρε κάποια σκόρπια στίγματα από πιο λαμπερό, πιο ανοιχτό χρώμα. «Θάλασσα!» σκέφτηκε η Τζιλ. «Κι αυτά θα πρέπει να ’ναι νησιά.» Και ήταν. Αν ήξερε ότι μερικά τα ’χε δει ο Ευστάθιος από κατάστρωμα πλοίου ή ότι τα είχε επισκεφθεί κιόλας, μπορεί και να την έπιανε ζήλια· αλλά δεν είχε ιδέα για όλα αυτά. Αργότερα, πρόσεξε κάποιες μικρές ρυτίδες πάνω στην μπλε επιφάνεια· μικρές ρυτίδες που, έτσι και βρισκόσουνα εκεί κάτω όμως, θα διαπίστωνες ότι ήταν μεγάλα κύματα του ωκεανού. Τώρα, στη γραμμή του ορίζοντα, έβλεπε απ’ άκρη σ’ άκρη μια σκούρα συμπαγή έκταση που γινόταν ολοένα πιο συμπαγής και πιο σκούρα και με τέτοια ταχύτητα ώστε είχε την αίσθηση ότι όλα άλλαζαν εκείνη εκεί τη στιγμή. Ήταν το πρώτο δείγμα για τη φοβερή ταχύτητα με την οποία ταξίδευε. Και ήξερε ότι αυτή η συμπαγής έκταση ήταν γη.
Άξαφνα, από τ’ αριστερά της (έπνεε νότιος άνεμος) τής ήρθε ένα πελώριο άσπρο σύννεφο, αυτή τη φορά στο ίδιο ύψος μ’ εκείνη. Πριν το καλοκαταλάβει, βρέθηκε φυλακισμένη μέσα σ’ αυτή την ψυχρή, υγρή ομίχλη. Της κόπηκε η ανάσα. Όμως αυτό θα κράτησε κάποιο λεπτό μόνο, γιατί σύντομα ένιωσε την ανάγκη να κλείσει τα μάτια στο φως του ήλιου. Είδε ότι τα ρούχα της ήταν υγρά. (Φορούσε μπλέιζερ, πουλόβερ και φούστα και κάλτσες και χοντρά παπούτσια· αν θυμάστε, στην Αγγλία είχε βροχερή μέρα.) Όταν βγήκε από το σύννεφο, είδε πως βρισκόταν σε χαμηλότερο ύψος· κι όταν συνέβη αυτό, έκανε μια διαπίστωση που κανονικά θα ’πρεπε να την περιμένει, αλλά της ήρθε ξαφνικό, σαν σοκ. Άκουγε Θόρυβο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ταξίδευε μέσα σε απόλυτη σιγή. Τώρα, για πρώτη φορά, άκουσε ήχο κυμάτων και κρώξιμο γλάρων. Κι ακόμα της ήρθε και μυρουδιά θάλασσας. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για τη μεγάλη της ταχύτητα. Είδε δυο πελώρια κύματα να συγκρούονται και ο αφρός τους να εκτοξεύεται ψηλά· πού να τα δει αυτά αν η απόσταση από κάτω δεν είχε φτάσει τα εκατό μέτρα. Η στεριά πλησίαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τώρα φαίνονταν βουνά στην ενδοχώρα, κι άλλα πιο κοντινά βουνά στ’ αριστερά της. Έβλεπε όρμους και κάβους, δάση και λιβάδια, και παραλίες αμουδερές. Όλο και πιο έντονος ερχόταν ο ήχος κυμάτων που ’σπάγαν στην ακτή κι έπνιγαν κάθε άλλη θαλασσινή φωνή.
Ξαφνικά η γη μπροστά της ξανοιγόταν ελεύθερη. Είχε φτάσει στις εκβολές κάποιου ποταμού. Τώρα είχε κατέβει πολύ χαμηλά, μοναχά λίγα μέτρα πάνω από το νερό. Τα δάχτυλα των ποδιών της χτύπησαν στην κορυφή ενός κύματος που έσκασε μουσκεύοντάς τη με τον αφρό του, μέχρι τη μέση. Έχανε ταχύτητα τώρα κι αντί ν’ ανεβαίνει το ποτάμι βρέθηκε να γλιστράει κατά την αριστερή του όχθη. Τόσες πολλές εικόνες περνούσαν από τα μάτια της, που δεν μπορούσε να τις συγκρατήσει όλες· απαλό, πράσινο γρασίδι, ένα πλοίο με τέτοια λαμπερά χρώματα που άστραφτε σαν τεράστιο κόσμημα, πύργοι και πολεμίστρες, λάβαρα που κυμάτιζαν στον αέρα, πλήθος ανθρώπων, ρούχα χαρούμενα, οικόσημα, χρυσάφι, ξίφη, μουσική. Όλα αυτά μπερδεμένα. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησε ήταν ότι πατούσε γη, κι ότι βρισκόταν κάτω από το φύλλωμα δέντρων, δίπλα στο ποτάμι, κι εκεί, μόλις λίγα μέτρα μακριά, στεκόταν ο Ευστάθιος.