Η πρώτη σκέψη που της ήρθε στο μυαλό ήταν πόσο βρόμικος και ατημέλητος ήταν, δηλαδή τι μαύρα χάλια που τα είχε. Κι η δεύτερη. «Πόπο! Μουσκίδι έγινα!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Το ταξίδι τον Βασιλιά
Αυτό που έκανε τον Ευστάθιο να δείχνει στα χάλια του (όχι ότι και η Τζιλ πήγαινε πίσω, δηλαδή), ήταν η αντίθεση με το περιβάλλον. Τέτοια ομορφιά είχε. Καλύτερα να σας το περιγράψω για να μη χάνουμε ώρα.
Καθώς ζύγωνε προς τη στεριά, η Τζιλ δεν είχε δει μακριά της, στην ενδοχώρα, κάτι βουνά; Από κει, λοιπόν, από κάποιο άνοιγμα, τρύπωνε το φως του ήλιου που βασίλευε και χάιδευε τη χλοερή πεδιάδα. Στη μια άκρη υψωνόταν ένα κάστρο με τον ανεμοδείχτη του να λαμποκοπάει στο φως και με πλήθος πύργους και πυργίσκους· η Τζιλ δεν είχε δει στη ζωή της όλη πιο όμορφο κάστρο. Στην άλλη άκρη, την κοντινή, υπήρχε μια προβλήτα από άσπρο μάρμαρο και αραγμένο ένα καράβι: ένα πανύψηλο καράβι με το καμπούνι και το κάσσαρο ψηλά, βαμμένα με χρώματα χρυσαφιά και πορφυρά, με μια πελώρια σημαία στη μαΐστρα, και πολλά λάβαρα να κυματίζουν στο κατάστρωμα, και μια σειρά από ασπίδες, στο μήκος της κουπαστής. Είχαν ακουμπίσει το μαδέρι στο καράβι, και στην άκρη, έτοιμος να επιβιβασθεί, στεκόταν ένας άντρας στα βαθιά του γεράματα. Φορούσε έναν πλούσιο μανδύα, κατακόκκινο, που όταν άνοιγε, άφηνε να φαίνεται η ασημένια πανοπλία του. Το κεφάλι του το στόλιζε μια λεπτή χρυσή ταινία. Η γενειάδα του, κατάλευκη σαν βαμβάκι, έφτανε μέχρι τη μέση του. Στεκόταν στητός, όσο γινόταν, και με το ένα του χέρι στηριζόταν στον ώμο κάποιου άρχοντα που ’ταν ντυμένος με ρούχα πλουμιστά κι έδειχνε νεότερος από τον ίδιο: ήταν ολοφάνερο πόσο γέρος και ντελικάτος ήταν. Θα ’λεγε κανείς πως και το πιο απαλό φύσημα του ανέμου θα τον εξαφάνιζε. Τα μάτια του ήταν νοτισμένα.
Ακριβώς μπροστά στο Βασιλιά – που είχε στραφεί να μιλήσει στους υπηκόους του πριν επιβιβασθεί στο καράβι – υπήρχε ένας θρόνος πάνω σε τροχούς και ζεμένο ένα γαϊδουράκι: μα τόσο μικρό, λίγο μεγαλύτερο, ας πούμε, από ένα μεγάλο κυνηγόσκυλο. Σ’ αυτόν το θρόνο καθόταν ένας χοντρούλης νάνος. Ήταν το ίδιο φανταχτερά ντυμένος όπως κι ο Βασιλιάς. Επειδή όμως ήταν τόσο χοντρός, κι επειδή ήταν χωμένος μέσα σε μαξιλάρες, η εντύπωση ήταν εντελώς διαφορετική· έμοιαζε ένας άμορφος μπόγος από γούνα, μετάξι και βελούδο. Είχε τα χρόνια του Βασιλιά, αλλά έδειχνε πιο κοτσονάτος και κεφάτος κι είχε διαπεραστικά ματάκια. Το κεφάλι του ξέσκεπο, φαλακρό και πελώριο, έτσι καθώς χτύπαγε το φως του ήλιου που βασίλευε, λαμποκοπούσε σαν τεράστια μπάλα του μπιλιάρδου.
Πιο πίσω, σε ημικύκλιο, στέκονταν κάποιοι που η Τζιλ κατάλαβε ότι ήταν οι αυλικοί του. Και μόνο για τα ρούχα και τις πανοπλίες τους, άξιζε να τους χαζέψεις. Από αυτή την άποψη, έμοιαζαν περισσότερο με λουλουδισμένη πρασιά παρά με ένα πλήθος. Αυτό όμως που την έκανε να γουρλώσει τα μάτια της και ν’ ανοίξει το στόμα της σαν χάνος, ήταν αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι. Αν μπορεί κανείς να πει τη λέξη «άνθρωποι». Γιατί μόνο ένας στους πέντε ήταν φυσιολογικός άνθρωπος. Οι υπόλοιποι ήταν πλάσματα ανύπαρκτα στον κόσμο το δικό μας. Φαύνοι, σάτυροι, κένταυροι: αν μπορούσε να τους βαφτίσει, ήταν γιατί είχε δει κάποτε φωτογραφίες τους. Και νάνοι επίσης. Κι ακόμα υπήρχαν ένα σωρό ζώα που κι αυτά τα γνώριζε· αρκούδες, ασβοί, αρουραίοι, λεοπαρδάλεις, ποντίκια, και λογιών λογιών πουλιά. Κι αυτά όμως ήταν πολύ πιο διαφορετικά από τα αντίστοιχα ζώα που υπήρχαν στην Αγγλία. Μερικά ήταν πολύ μεγαλύτερα – τα ποντίκια, για παράδειγμα, στέκονταν στα πισινά τους πόδια και το μπόι τους ήταν πάνω από μισό μέτρο. Ξέχωρα από αυτό, όλα τους φαίνονταν αλλιώτικα. Από την έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό τους, καταλάβαινες ότι τα κατάφερναν να μιλάνε και να σκέφτονται το ίδιο καλά με μας.
«Ποπό!» σκέφτηκε η Τζιλ. «Τελικά, δηλαδή, είναι αλήθεια!» Μα την άλλη στιγμή πρόσθεσε: «Να ’ναι φιλικά, άραγε;» Γιατί μόλις είχε πάρει το μάτι της, στην άκρη αυτής της ομάδας, κανά δυο γίγαντες και κάποιους τύπους που πραγματικά δεν μπορούσε να τους δώσει κανένα όνομα.
Εκείνη τη στιγμή, της ήρθαν ξαφνικά στο νου ο Ασλάν και τα σημάδια. Το τελευταίο μισάωρο τα είχε λησμονήσει ολότελα.