Выбрать главу

ΦΕΡΝΙΒΑΛ ΚΕΙΤ

Το διαμάντι της Αγίας Πετρούπολης

 

Εκδόσεις Ωκεανίδα

Αθήνα 2011

 

 

1

Ιούνιος 1910

 

Η Βαλεντίνα Ιβάνοβα δεν σκόπευε να πεθάνει. Όχι εδώ.

Όχι τώρα. Όχι έτσι. Με βρόμικα πόδια, ανακατωμένα μαλλιά - και τη ζωή της να έχει μόλις αρχίσει. Κοίταξε τα χέρια της μες στο πρασινωπό μισοσκόταδο του δάσους και με έκπληξη πρόσεξε ότι δεν έτρεμαν. Γιατί μέσα της σπαρταρούσε.

Πάντα έδινε μεγαλύτερη σημασία στα χέρια και τα δάχτυλα, παρά στα πρόσωπα: Της έλεγαν πολύ περισσότερα για κάποιον άνθρωπο. Ο κόσμος προσέχει τις εκφράσεις του προσώπου, Τα χέρια του όμως τα ξεχνάει. Τα δικά της χέρια ήταν μικρά, αλλά δυνατά κι ευέλικτα από τις αμέτρητες ώρες που έκανε εξάσκηση στο πιάνο - μα σε τι θα της χρησίμευαν τώρα; Έτσι που ο φόβος πάγωνε τη σκέψη της, καταλάβαινε για πρώτη της φορά τι κάνει ο αληθινός κίνδυνος στο μυαλό του ανθρώπου.

Μπορούσε να το βάλει στα πόδια. Ή να κρυφτεί. Ή να μείνει εκεί που βρισκόταν, κολλημένη στον κορμό μιας ασημένιας σημύδας, και να περιμένει να τη βρουν.

Σκοτεινές μορφές μετακινούνταν αστραπιαία από δέντρο σε δέντρο και τις κατάπινε το απέραντο δάσος. Τώρα δεν τις έβλεπε, δεν τις άκουγε, μα ήξερε ότι ήταν κάπου εκεί γύρω της. Κάθε φορά που γύριζε το κεφάλι, η άκρη του ματιού της έπιανε κάποια κίνηση.

Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Κρατούσαν τουφέκια, μα δεν έδειχναν για κυνηγοί. Ποιοι κυνηγοί φοράνε μαύρες κουκούλες; Μαύρες μάσκες με στενές σχισμές για τα μάτια και μια πιο μεγάλη για το στόμα; Η Βαλεντίνα ανατρίχιασε. Δεν ήθελε να πεθάνει.

Ήταν ξυπόλητη. Ύστερα από το δυνατό καλπασμό στην πλαγιά του λόφου, είχε πετάξει τα παπούτσια της. Ο ουρανός ήταν ακόμα σκοτεινός όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Αδιαφόρησε για τις φουρκέτες και τα κοκαλάκια, τα γάντια και το καπέλο κι όλα τα παραφερνάλια που η μητέρα της επέμενε ότι μια δεσποινίς έπρεπε πάντα να φοράει όταν έβγαινε από το σπίτι. Στα δεκαεπτά της, η Βαλεντίνα ήταν αρκετά μεγάλη για να κάνει τις δικές της επιλογές.

Κι έτσι, φόρεσε ένα ελαφρύ αμάνικο φόρεμα, βγήκε στα κρυφά από το σπίτι, σέλωσε την Ντάσα κι ανέβηκε εδώ πάνω, στο αγαπημένο της μέρος, στην κορφή των κτημάτων του πατέρα της στην άκρη του σκοτεινού δάσους, απ’ όπου της άρεσε να βλέπει τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από το Τέσοβο.

Τα γυμνά της πόδια αναγάλλιαζαν όταν πατούσαν το υγρό μαύρο χώμα. Ο άνεμος είχε τυλίξει τα μαλλιά της σαν στεφάνι γύρω από το πρόσωπο της. Η ελευθερία που ένιωθε εδώ πάνω την έκανε να χαλαρώνει, να λύνεται εκείνος ο κόμπος που την έσφιγγε κάθε φορά που η οικογένεια έφευγε από την Αγία Πετρούπολη για να περάσει στο Τέσοβο τους νυσταλέους μήνες του καλοκαιριού με τις λευκές νύχτες, τότε που ο ήλιος μόλις και βουτούσε για λίγο κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα.

Κι είχε χαλαρώσει ξανά. Μέχρι που είδε τα τουφέκια.

Άντρες με κουκούλες. Ντυμένοι όλοι στα μαύρα, να κινούνται σαν σκιές μες στο σκοτεινό κόσμο του δάσους.

Κρύος ιδρώτας μούσκεψε την πλάτη της καθώς πηδούσε πίσω από ένα δέντρο. Το μόνο που άκουγε ήταν κάτι ψιθυριστές φωνές. Τίποτ’ άλλο. Στάθηκε για λίγο, ενώ μέσα της ευχόταν να σηκωθούν και να φύγουν. Μα μόλις η πορφυρή αυγή χάραξε μια ματωμένη γραμμή ανάμεσα στα δέντρα, οι άντρες ξεμάκρυναν κι εξαφανίστηκαν εντελώς, κι η καρδιά της Βαλεντίνας γέμισε πανικό.

Ψίθυρος ήταν αυτό πίσω της; Τινάχτηκε και γύρισε. Κάρφωσε το βλέμμα της ανάμεσα στις σκιές, όμως δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα.

Την επόμενη στιγμή μια μορφή πέρασε φευγαλέα, μαύρη και σβέλτη προς τα δεξιά. Κι άλλη μια μπροστά της.

Την περικύκλωναν. Πόσοι να ήταν; Βούλιαξε στην πυκνή πάχνη που ανάδινε το χώμα και μπουσουλώντας ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους άρχισε να απομακρύνεται. Η πρωινή ομίχλη την έπνιγε, κλαδιά έγδερναν το πρόσωπο της, αλλά εκείνη δεν σταματούσε μέχρι που κόντεψε να κουτουλήσει πάνω σένα ζευγάρι πόδια που περνούσαν μπροστά της. Πάγωσε. Κράτησε την ανάσα της, εκεί μέσα στις φτέρες όπου ήταν χωμένη. Τα πόδια προσπέρασαν και το βλέμμα της καρφώθηκε στιγμιαία σένα χοντροφτιαγμένο μπάλωμα στο ένα τους γόνατο. Η Βαλεντίνα έστριψε αριστερά και ξανάρχισε να προχωράει. Αν έφτανε στην άκρη του δάσους, εκεί που ήταν δεμένο το άλογο της, θα μπορούσε.

Το χτύπημα ήρθε από το πουθενά και την πέταξε ανάσκελα. Απόμεινε ξαπλωμένη στο υγρό χώμα κι έχωσε τα δόντια της στο χέρι που την είχε αρπάξει από τον ώμο. Το στόμα της γέμισε με τη γεύση του αίματος. Μια βρισιά ακούστηκε, το χέρι την άφησε κι εκείνη πήδηξε όρθια. Μα ένα δυνατό χαστούκι την έστειλε να πέσει με τα μούτρα πάνω σένα δέντρο.

«Εδώ είναι!» ακούστηκε μια φωνή.

Η Βαλεντίνα δοκίμασε να το βάλει στα πόδια. Το κεφάλι της γύριζε και είδε να της έρχεται ένα δεύτερο χαστούκι. Έπεσε στο ένα γόνατο και το χέρι του άντρα έσπασε χτυπώντας τον κορμό του δέντρου αντί για το πρόσωπο της. Εκείνος ούρλιαξε κι η κοπέλα προσπάθησε να τρέξει - όμως η γη στριφογύριζε και χοροπηδούσε κάτω απ' τα πόδια της.