Выбрать главу

«Μαντεμουαζέλ Βαλεντίνα», είπε ο τσάρος με τη φωνή σφιγμένη από συγκίνηση, «ευχαριστώ. Μερσί μπιεν. Παίξατε υπέροχα. Αλησμόνητα. Πρέπει να έρθετε να παίξετε για τη σύζυγο και τις αγαπημένες μου κόρες, όταν επιστρέψουν στα Χειμερινά Ανάκτορα».

Η κοπέλα σηκώθηκε κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Θα είναι μεγάλη μου τιμή», είπε.

«Συγχαρητήρια, καλό μου κορίτσι. Θα γίνεις σπουδαία πιανίστρια».

Εκείνη χαμογέλασε για πρώτη της φορά.

«Ευχαριστώ πάρα πολύ, Μεγαλειότατε. Είστε πολύ καλός».

Κάτι στο μουρμουριστό τρόπο που το είπε έκανε τον Γιενς να τιναχτεί. Παρά λίγο να βάλει τα γέλια, αλλά ο τσάρος δεν έδειξε να προσέχει την ελαφριά ειρωνεία της.

«Λοιπόν», μουρμούρισε η ντάμα του Γιενς, «το τραγούδι δεν σου άρεσε, τουλάχιστον απόλαυσες τον Σοπέν».

«Πραγματικά», αποκρίθηκε ο Γιενς και στράφηκε προς το μέρος της.

«Φρίις! Τι στην ευχή κάνεις εδώ πέρα, άνθρωπε μου;»

Ήταν ο τσάρος Νικόλαος. Είχε σηκωθεί κα: βημάτιζε να ξεπιαστεί μέχρι να εμφανιστεί η επόμενη κοπέλα. Μαζί του σηκώθηκαν κι όλοι οι παριστάμενοι. Ο τσάρος ήταν πολύ πιο κοντός από τον Γιενς κι είχε το συνήθειο να παλαντζάρει μπρος και πίσω. Οι γυναίκες τον χαιρετούσαν με υποκλίσεις κι οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι με σεβασμό.

«Φρίις», συνέχισε ο τσάρος, «ελπίζω να μην ήρθες να φλερτάρεις τα κορίτσια».

«Όχι, Μεγαλειότατε. Ήρθα προσκεκλημένος της κόμισσας Σερόβα».

«Δεν θα έπρεπε να δουλεύεις; Εγώ αυτό περιμένω από σένα, κι όχι να κόβεις βόλτες μπροστά στις κόρες της αριστοκρατίας της Πετρούπολης».

Ο Γιενς υποκλίθηκε χτυπώντας τα τακούνια του.

«Τότε να φεύγω», είπε.

Ο Νικόλαος σοβάρεψε.

«Η παρουσία σου είναι απαραίτητη αλλού, Φρίις. Δεν θέλω να χάνει τον καιρό του ένας ικανός άνθρωπος σ’ αυτές τις.» κούνησε το φορτωμένο δαχτυλίδια χέρι του ένα γύρω, «τις σαχλαμάρες».

Ο Γιενς υποκλίθηκε ξανά και γύρισε να φύγει. Ταυτόχρονα το βλέμμα του αναζήτησε την πιανίστρια. Την είδε να εξακολουθεί να τον κοιτάζει. Της χαμογέλασε, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε, κι έτσι αυτός τη χαιρέτισε μένα κούνημα του κεφαλιού και βγήκε από την αίθουσα. Όπως η πόρτα έκλεινε πίσω του, ένιωσε ότι ένα κομμάτι του είχε απομείνει πάνω στο καλογυαλισμένο πάτωμα. Κάτι πολύτιμο.

«Γιενς!»

Εκείνος σταμάτησε.

«Α, κόμισσα. Όπως βλέπεις βιάζομαι».

«Περίμενε!» του φώναξε εκείνη. Τα βήματα της αντήχησαν στον άδειο κίτρινο διάδρομο του σχολείου καθώς έσπευδε να τον προλάβει. «Λυπάμαι, Γιενς. Δεν ήθελα να σε μαλώσει έτσι ο τσάρος».

«Αλήθεια;»

«Ναι. Συγχώρεσέ με».

Εκείνος έπιασε το γαντοφορεμένο χέρι της και το έφερε στα χείλη του.

«Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω, κόμισσα Σερόβα».

Η φωνή του όμως παλλόταν από ειρωνεία. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Μην είσαι τόσο αλαζονικός, Γιενς», του είπε. «Όχι σε μένα».

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε στο στόμα. Τα χείλη της ήταν απαλά, προκλητικά. Ο Γιενς τραβήχτηκε. Εκείνη τον κοίταξε επιτιμητικά, έκανε μεταβολή και γύρισε στην αίθουσα.

Ανάθεμα τη.

Ο Γιενς έσφιξε γύρω του το βαρύ μανδύα του. Η γκρίζα ομίχλη κολλούσε στα ρούχα, τα μαλλιά, ακόμα και στις βλεφαρίδες του. Καβάλα στο άλογο του, διέσχιζε σαν φάντασμα την πόλη περνώντας από γέφυρες που πάνω τους έκαιγαν λάμπες μέρα και νύχτα τώρα το χειμώνα. Άκουγε άμαξες να περνάνε, αυτοκίνητα να κορνάρουν, αλλά δεν διέκρινε τίποτα μες στην ομίχλη. Πού και πού μόνο έβλεπε κάποιον πεζό να σφίγγει πάνω του το πορτοφόλι του. Αυτή η νύχτα ήταν ό,τι έπρεπε για τους κλέφτες.

Τούτον το χειμώνα έκανε πολύ κρύο, ακόμα και για την Αγία Πετρούπολη. Το κανάλι Μόικα είχε παγώσει κι ο ποταμός Νέβα είχε χαθεί μέσα στην αχλή που τύλιγε σαν σάβανο την πόλη. Ήταν ένας χειμώνας όλο άγριες απεργίες στα εργοστάσια και ελλείψεις στα καταστήματα τροφίμων.

Αναταραχή βασίλευε στους δρόμους, εργάτες μαζεύονταν στις γωνιές και κάπνιζαν με οργισμένες ρουφηξιές τα φτηνά τσιγάρα τους. Ο Γιενς σπιρούνισε το άλογο του, τον Ήρωα, να πάει πιο γρήγορα κι άφησε πίσω του το κομψό βουλεβάρτο Νέφσκι Προσπέκτ με τις γούνες και τα μετάξια του.

Οι δρόμοι έγιναν πιο στενοί, τα σπίτια πιο χαμηλά, μέχρι που ο υγρός αέρας γέμισε βρόμα κι απελπισία. Τρία αδέσποτα σκυλιά κυνήγησαν γαβγίζοντας το άλογο. Ο Γιενς κοίταζε γύρω του τα μαυρισμένα κτίρια και τα τραβηγμένα πρόσωπα. Το κρύο ήταν τόσο δυνατό, που είχε σπάσει πολλά τζάμια.

Γι’ αυτό βρισκόταν εδώ πέρα. Για κάτι τέτοια μέρη. Γι αυτούς τους βρομερούς δρόμους. Δεν υπήρχε, βλέπεις, νερό για να πλυθούν - μόνο κάτι πηγάδια, που το περιεχόμενο τους ήταν βούρκος, και κάτι αντλίες, που πάγωναν και δεν λειτουργούσαν. Γι’ αυτό είχε έρθει εδώ στην Πετρούπολη ο Γιενς.