Выбрать главу

Η ώρα ήταν τέσσερις το πρωί όταν η Βαλεντίνα χτύπησε μαλακά την πόρτα.

«Πέρασε, καλή μου». Η φωνή που της απάντησε ήταν απαλή.

Η κοπέλα έστριψε το πόμολο και μπήκε στο προσωπικό διαμέρισμα της αδελφής Σόνιας, όπου το λιγοστό φως σχημάτιζε σκιές σαν ξαπλωμένα σκυλιά στο χαλί.

«Καλημέρα», είπε.

Η νοσοκόμα ήταν πενηντάρα. Καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα και κουνιόταν με σταθερό ρυθμό. Το μεγάλο κορμί της το τύλιγε μια παλιά ρόμπα και στην ποδιά της ήταν ανοιγμένη μια Βίβλος.

«Πώς είναι απόψε;» τη ρώτησε χωρίς περιστροφές η Βαλεντίνα.

«Κοιμάται».

«Κοιμάται ή κάνει πως κοιμάται;»

Η Κάτια είχε υποβληθεί σε τρεις εγχειρήσεις μέσα στους τελευταίους έξι μήνες, για να διορθωθεί η τσακισμένη σπονδυλική στήλη της. Η κινητικότητα της είχε βελτιωθεί πολύ, αλλά ακόμα δεν ήταν σε θέση να περπατήσει. Όχι πως παραπονιόταν γι’ αυτό. Όχι, η Κάτια δεν θα παραπονιόταν ποτέ. Αλλά οι πορφυροί κύκλοι που σχηματίζονταν στα μάτια της και το σφίξιμο στα χαρακτηριστικά της την πρόδιδαν, όταν οι πόνοι της γίνονταν ανυπόφοροι.

«Τι της έδωσες;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Λίγο λάβδανο. Τη συνηθισμένη δόση».

«Νόμιζα πως είχες αρχίσει να το κόβεις το λάβδανο».

«Προσπάθησα, μικρούλα μου. Μα το έχει ανάγκη».

Η Βαλεντίνα δεν το σχολίασε. Και τι ξέρω εγώ για. το λάβδανο; Μόνο ό,τι βλέπω στο βλέμμα της Κάτιας.

Η νοσοκόμα σταμάτησε να κουνιέται και εξέτασε με ενδιαφέρον την έκφραση της κοπέλας.

«Η ενοχή είναι τρομερό πράγμα, καλή μου». Κούνησε το κεφάλι και χάιδεψε τη Βίβλο της. «Ο Θεός να μας συγχωράει».

Η Βαλεντίνα πήγε στο παράθυρο, άνοιξε τη βαριά κουρτίνα και κοίταξε έξω το σκοτάδι. Φώτα τρεμόπαιζαν εδώ κι εκεί, καθώς έλκηθρα και άμαξες με αναμμένους πυρσούς διέσχιζαν τούτη την πόλη που περηφανευόταν ότι δεν κοιμάται ποτέ, γλεντούσε πάντα άγρια και πέθαινε ακόμα πιο άγρια. Η Αγία Πετρούπολη ήταν μια πόλη των άκρων. Του «όλα η τίποτα». Λες και το μόνο που σκέπτονταν όλοι ήταν το επόμενο μεθύσι τους, το επόμενο παλαβό γλέντι, το επόμενο τυχερό παιχνίδι. Η Βαλεντίνα όμως ήθελε η ζωή της να είναι διαφορετική.

«Όχι.» μουρμούρισε στη νοσοκόμα. «Εγώ δεν αποζητάω τη συγχώρεση του Θεού».

Έτριψε δυνατά τα χέρια της - μα η παγωνιά που ένιωθε δεν ερχόταν απέξω.

Σκοτάδι ακόμα. Εκείνο το σκοτάδι το πηχτό, το βαρύ, που μουδιάζει το μυαλό. Οι πρώτοι πρωινοί θόρυβοι άρχισαν ν ακούγονται στο σπίτι, καθώς οι υπηρέτες άναβαν φωτιές στα τζάκια και γυάλιζαν τα πατώματα. Η Βαλεντίνα ήταν καθισμένη σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι της Κάτιας με μια πετσέτα απλωμένη στην ποδιά της.

«Έμαθα ότι ο μπαμπάς αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο όσο έλειπα στο σχολείο», είπε.

«Ναι. Ένα "Τουρικούμ" από την Ελβετία».

«Είναι τρομερά ακριβό;»

«Υποθέτω. Ο τσάρος Νικόλαος όμως αγόρασε ένα "Ντελονέ-Μπελβίλ". Ξέρεις πώς είναι τα πράγματα στην Αυλή.

Τρέχουν όλοι να τον αντιγράψουν».

«Ποιος οδηγάει το αυτοκίνητο;»

«Ο μπαμπάς προσέλαβε ένα σοφέρ. Λέγεται Βίκτορ Αρκίν».

«Τι τύπος είναι;»

«Πολύ κομψός μέσα στη στολή του. Δεν λέει πολλά, είναι σοβαρός αλλά εμφανίσιμος».

«Εσένα πάντα σου άρεσαν οι άντρες που φοράνε στολές».

Η Κάτια γέλασε κεφάτα κι η Βαλεντίνα το χάρηκε.

Υπήρχαν μέρες που η αδελφή της δεν γελούσε έτσι εύκολα.

Ωστόσο σήμερα τα μάτια της Κάτιας ήταν θολά λες κι είχε μπει μέσα τους η ομίχλη που ανέβαινε από το ποτάμι, το Νέβα. Είχε ακουμπισμένο το ένα της πόδι στην πετσέτα, κι η Βαλεντίνα της έκανε απαλά μασάζ, ζωντανεύοντας λιγάκι το παράλυτο μέλος. Ένα λεπτό στρώμα αιθέριου ελαίου λεβάντας ήταν απλωμένο στην επιδερμίδα της, κάνοντας πιο μαλακούς τους πόνους και σκεπάζοντας τη βαριά μυρωδιά του δωματίου της άρρωστης, που ήταν ξαπλωμένη στα μαξιλάρια της και τα μαλλιά της σχημάτιζαν ένα χρυσό φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.

«Πες μου πάλι για τον τσάρο», είπε κοιτάζοντας τα χέρια της Βαλεντίνας που της έκαναν μασάζ. «Πώς ήταν;»

«Σου είπα. Ωραίος και γοητευτικός, και μου έκανε κομπλιμέντα για το παίξιμο μου».

Η Κάτια στένεψε τα γαλάζια της μάτια σαν να κοίταζε κάτι πολύ μικρό.

«Βαλεντίνα, μη νομίζεις πως δεν ξεχωρίζω τα ψέματα σου. Τι συνέβη χθες; Γιατί δεν συμπάθησες την Αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα;»

«Ασφαλώς και τον συμπάθησα. Όλοι συμπαθούν τον τσάρο».

«Θα καλέσω την αδελφή Σόνια να σε πετάξει έξω αν δεν.»

Η Βαλεντίνα γέλασε και σταμάτησε για λίγο να τρίβει το πόδι της αδελφής της, που απόμεινε νεκρό στη χούφτα της σαν πόδι κούκλας.

«Εντάξει, εντάξει, το παραδέχομαι. Με ξέρεις καλά.

Έχεις δίκιο, Κάτια. Ο τσάρος Νικόλαος δεν μου άρεσε χθες.

Κι αυτό γιατί περιφερόταν μέσα στην αίθουσα λες κι ήταν δικός του όλος ο κόσμος - κι όχι μόνο ο μισός που ανήκει στους Ρομανόφ. Έκανε φιγούρα, σαν παγόνι. Ένας μικροκαμωμένος ανθρωπάκος με ψηλά παπούτσια».