Выбрать главу

Η Κάτια χτύπησε το κούτελο της με κοροϊδευτική απελπισία.

«Μα βέβαια, τώρα το θυμάμαι! Σου είχε πει πως ήθελε να πας να παίξεις για τη γυναίκα και τα παιδιά του και την άλλη φορά που σε είχε ακούσει, πριν από δύο χρόνια. Έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Και τότε ήμουν αρκετά χαζή για να τον πιστέψω.

Έκανα ατέλειωτες ώρες εξάσκηση περιμένοντας να με καλέσουν. Μα η πρόσκληση δεν ήρθε ποτέ». Ακούμπησε το πόδι της Κάτιας στο σεντόνι. «Τούτη τη φορά έχω πολύ περισσότερη λογική». Χαμογέλασε στην αδελφή της. «Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι έναν τσάρο. Τα ψέματα βγαίνουν πολύ εύκολα από τη βασιλική του γλώσσα».

Η Κάτια γούρλωσε τα μάτια.

«Ήταν κι εκείνος εκεί, ξανά;»

«Ποιος;»

«Μου είχες πει πως την άλλη φορά που έπαιξες μπροστά στον τσάρο Νικόλαο ήταν παρών και κάποιος άντρας».

«Όχι, δεν σου είπα τέτοιο πράγμα».

«Ναι, μου είπες».

Η Βαλεντίνα πήρε το άλλο πόδι της αδελφής της και το ακούμπησε στην πετσέτα. Βούτηξε τα δάχτυλα της στο ζεσταμένο λάδι λεβάντας κι άρχισε να της τρίβει την ξερή φτέρνα.

«Μα τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το πόδι της Κάτιας.

«Πριν από δύο χρόνια, όταν ο τσάρος επισκέφθηκε τη σχολή σου, ήταν εκεί κι ένας άντρας», επέμεινε εκείνη.

«Θυμάμαι ότι μου είπες ότι ήταν-»

«Μη λες χαζομάρες».

«Μου είχες πει πως ήταν σαν πολεμιστής Βίκινγκ».

«Ανοησίες».

«Με κόκκινα σαν φλόγες μαλλιά και πράσινα μάτια».

«Όλα αυτά είναι της φαντασίας σου».

«Όχι, εσύ μου τα είπες. Στεκόταν δίπλα στην πόρτα, κι εσύ-»

Η Βαλεντίνα γέλασε και της γαργάλησε την πατούσα.

«Όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων έλεγα πολλές ανοησίες».

Η Κάτια όμως την κάρφωνε με το βλέμμα.

«Μου είχες πει ότι τον ερωτεύτηκες».

Η Βαλεντίνα της πίεσε τον αστράγαλο.

«Κι αν είπα κάτι τέτοιο, ήταν μια από εκείνες τις ανοησίες που λένε τα σκολιαρούδια. Ούτε που του είχα μιλήσει.

Μόλις που θυμάμαι πώς ήταν». Ωστόσο, τα μαγουλά της είχαν κοκκινίσει.

«Μου είχες πει», μίλησε απαλά η Κάτια, «ότι το έβαλες σκοπό να τον παντρευτείς αυτόν τον πολεμιστή Βίκινγκ».

«Τότε έλεγα χαζομάρες. Δεν έχω σκοπό να παντρευτώ».

Η Κάτια είχε δίκιο για τον Βίκινγκ. Η Βαλεντίνα είχε προσπαθήσει να ξεγλιστρήσει, μα δεν τα κατάφερε. Τώρα ήταν θυμωμένη μαζί του. Ήταν φανερό πως εκείνος δεν την είχε θυμηθεί. Μα δεν είχε σημασία αυτό. Όχι. Άλλο ήταν που την εκνεύριζε: Ο τρόπος που είχε σηκωθεί κι είχε φύγει. Η βιαστική του αποχώρηση ήταν προσβλητική. Πετάχτηκε όρθιος, αντάλλαξε μερικές λέξεις με τον τσάρο κι έφυγε ολοταχώς. Τόσο πολύ τον είχε απογοητεύσει το παίξιμο της; Η ίδια, ωστόσο, ήταν πολύ περήφανη για την απόδοση της τούτη τη φορά, όμως η αδιαφορία του την είχε πονέσει.

Τώρα, καθόταν μπροστά στο πιάνο της αίθουσας μουσικής στο σπίτι των γονιών της. Χάιδεψε την επιφάνεια του.

Ήταν ένα όμορφο, γυαλιστερό μαύρο «Εράρ» με ουρά, που το αγαπούσε πολύ. Τα δάχτυλα της ταξίδεψαν στα πλήκτρα του και μονομιάς όλη της η ένταση εξαφανίστηκε. Έπαιξε μερικά αρπέζ σε διάφορες ταχύτητες για να ζεστάνει τους μυς της. Ο βαθύς, πλούσιος ήχος του «Εράρ» την ηρέμησε.

Γιατί ήταν πραγματικά ταραγμένη: Ήθελε να ξαναδεί τον Βίκινγκ.

Η Κάτια είχε δίκιο.

Η Βαλεντίνα είχε μείνει κεραυνόπληκτη όταν τον είδε να μπαίνει στην αίθουσα, λίγο μετά τον τσάρο, ψηλός και στητός μέσα στο φράκο του. Δεν τον περίμενε. Ήταν πολύ ψηλότερος απ’ όλους μέσα στην αίθουσα, λεπτός και με φαρδείς ώμους και μ’ έναν αέρα κατακτητή. Πριν από δύο χρόνια, είχε έρθει ξανά στη συναυλία του «Ινστιτούτου Αικατερίνσκι», μαζί με την ακολουθία του τσάρου, και τα δεκαπεντάχρονα μάτια της θαμπώθηκαν από τα φλογισμένα μαλλιά του και την ενεργητικότητα του. Το ζωηρό πράσινο βλέμμα του είχε σαρώσει την αίθουσα μένα ύφος σαν να το διασκέδαζε που βρισκόταν εκεί πέρα, σε μια εκδήλωση που δεν ήταν να την παίρνει καθείς στα σοβαρά.

Όλη την ώρα που οι συμμαθήτριες της τραγουδούσαν και χόρευαν, εκείνη τον παρακολουθούσε και ήταν φανερό ότι εκείνος βαριόταν. Η Βαλεντίνα προσπαθούσε να διασταυρώσει το βλέμμα της με το δικό του, αλλά εκείνος είχε μάτια μόνο για την όμορφη γυναίκα που καθόταν δίπλα του, ντυμένη με πράσινα μετάξια και φορτωμένη σμαράγδια. Κι όταν ήρθε η ώρα της να παίξει, η παρουσία του την τάραξε και δεν έπαιξε καλά. Η Βαλεντίνα ήταν έξω φρενών με τον εαυτό της. Μα δεν είναι δυνατόν να είσαι ερωτευμένη με κάποιον που δεν του έχεις μιλήσει καν, που απλώς τον έχεις δει στην άλλη άκρη μιας αίθουσας. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.

Τα δάχτυλα της έπαψαν να κάνουν ασκήσεις κι άρχισε να παίζει τη «Σονάτα σε ντο μείζονα» του Μότσαρτ, ένα κομμάτι που της άρεσε ιδιαίτερα. Ξαφνικά, όμως, σήκωσε απότομα τα χέρια της από τα πλήκτρα. Δεν ήθελε να παρασύρεται έτσι από τη μουσική. Δεν άρεσε της μητέρας της.