Выбрать главу

«Σ’ ευχαριστώ, Λιεβ».

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε να φύγει. Η Βαλεντίνα τον έπιασε απ’ το μπράτσο, που ήταν σκληρό σαν βράχος.

«Λιεβ, λυπάμαι για το μάτι σου. Να προσέχεις».

Κάτι γρύλισε εκείνος κι εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι.

«Λίντια, μη φύγεις από δω. Έχε κλειδωμένη την πόρτα και μην ανοίξεις σε κανένα».

«Κι αν θέλω να πάω στην τουαλέτα;»

«Χρησιμοποίησε τον κουβά».

Η μυτούλα της Λίντιας ζάρωσε με αηδία.

«Λίντια, μιλάω σοβαρά».

«Πού θα πας;»

«Να βρω τον μπαμπά».

Το προσωπάκι του κοριτσιού έλαμψε από χαρά.

«Να ρθω κι εγώ;»

«Όχι. Ο μπαμπάς θα γυρίσει μόνο αν είσαι καλό κορίτσι».

«Θα είμαι καλό κορίτσι, μαμά».

Πήρε μια αγγελική έκφραση, που όμως δεν ξεγέλασε τη μητέρα της.

«Μιλάω σοβαρά. Τποσχέσου μου πως δεν θα ξεκλειδώσεις την πόρτα».

«Στο υπόσχομαι».

Η Βαλεντίνα φίλησε τα ανυπόταχτα μαλλιά της κόρης της, υποχρεωμένη να την πιστέψει.

«Βαλεντίνα!»

Όρθια στο κατώφλι του γιατρού Φεντόριν, η Βαλεντίνα κοίταζε ανήσυχα πίσω της. Η πόλη ήταν ήσυχη τώρα, σαν λύκος που κοιμάται ύστερα από ένα καλό τσιμπούσι. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως δεν θα ξανασκότωνε για να ξαναφάει.

Ο Φεντόριν την τράβηξε μέσα κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα.

«Δεν πρέπει να γυρίζεις στους δρόμους σήμερα, είναι πολύ επικίνδυνο».

«Ήρθα να μου πεις τι έχεις ακούσει».

«Καλό μου κορίτσι, η πόλη έγινε γης Μαδιάμ. Η επανάσταση των μπολσεβίκων ξεκοιλιάζει το Πέτρογκραντ κι η Κόκκινη Φρουρά συλλαμβάνει οποιονδήποτε δεν είναι δικός τους. Βιομηχάνους, τραπεζίτες, πολιτικούς.» Σταμάτησε βλέποντας τη Βαλεντίνα να χλομιάζει.

«Ο πατέρας μου είναι πολιτικός».

Ο γιατρός κούνησε απελπισμένος το κεφάλι.

«Μην πας σπίτι του, καλή μου».

«Πρέπει να πάω. Εσύ τι θα κάνεις;»

«Μην ανησυχείς, είμαι ασφαλής. Είμαι γιατρός και θα με χρειαστούν. Κι εσύ καλά έκανες και φόρεσες τη στολή της νοσοκόμας».

Τα πράγματα είχαν πάει πολύ καλύτερα από,τι ονειρευόταν ο Αρκίν. Η κυβέρνηση του Κερένσκι είχε καταρρεύσει κι είχε αφήσει τους Κόκκινους να καταλάβουν την εξουσία. Απόψε όμως και ο Αρκίν χαμογέλασε με τη βλακία του Κερένσκι- απόψε θα τους συλλάμβαναν όλους στα Χειμερινά Ανάκτορα. Οι υπουργοί του Κερένσκι θα κλειδώνονταν στα κελιά του Φρουρίου Πέτρου και Παύλου. Βηματίζοντας πάνω κάτω για να ξεπιαστεί το πόδι του που τον πονούσε πολύ, περίμενε να του πάνε την επόμενη φουρνιά κρατουμένων.

Η σκέψη του πήγε στον Φρίις. Κάθε μέρα τον σκεφτόταν, κι αυτόν και τη Βαλεντίνα Ιβάνοβα. Ήταν σαν αγκάθια στην ψυχή του. Ο καπνός του τσιγάρου του που πλημμύρισε τα πνευμόνια του δεν κατάφερε να σβήσει την εικόνα τους απ’ το μυαλό του. Να κοιτάζονται στα μάτια αγκαλιασμένοι.

Η Ιβάνοβα ήξερε καλά τι του έλεγε, όταν του είπε πως θα τη θυμόταν καθημερινά. Η ειρωνεία ήταν πως, αν δεν είχε σακατευτεί το πόδι του, τώρα θα ήταν νεκρός. Η Βαλεντίνα του είχε σώσει τη ζωή. Γιατί αν ήταν γερός θα τον είχαν ντύσει στρατιώτη και θα τον είχαν στείλει στο μέτωπο, σεκείνον τον άχρηστο πόλεμο με τους Γερμανούς. Θα είχε γίνει τροφή για τα κανόνια, κι η Βαλεντίνα θα είχε απαλλαγεί απ’ αυτόν. Θα έμενε όμως το παιδί, το παιδί του. Αυτό το κομμάτι του είναι του θα το είχε πάντα μαζί της. Αν ήταν δικό του, δηλαδή. Γι’ αυτό δεν θα βεβαιωνόταν ποτέ.

Έτριψε το πρόσωπο του με την παλάμη του κι έπνιξε εκείνο το σκίρτημα που ένιωθε μέσα του όποτε σκεφτόταν το παιδί. Ήταν κουρασμένος. Ξάγρυπνος. Τον έπνιγαν οι φόβοι για όσα θα γίνονταν απόψε, για τα συντροφικά μαχαιρώματα στην πλάτη του, τώρα που ασκούσε κι αυτός κάποια εξουσία.

Κάθισε στο γραφείο του και φώναξε στο σκοπό που στεκόταν έξω από την πόρτα του.

«Ο επόμενος κρατούμενος!»

Ο Αρκίν δεν σηκώθηκε, κι ας του ήταν δύσκολο να μην της δείξει έστω κι ελάχιστο σεβασμό.

«Κρατούμενε Ιβάνοφ», είπε στον άντρα της που τη συνόδευε, «θα παρουσιαστείς στο λαϊκό δικαστήριο όπου θα δικαστείς για προδοσία ενάντια στην πατρίδα σου».

«Ελεεινό μηδενικό! Τι ξέρετε εσύ κι οι όμοιοι σου για την πατρίδα μας; Εγώ την υπηρέτησα πιστά επί-»

Ο Αρκίν έκανε νόημα στο φρουρό κι ο υποκόπανος του όπλου του προσγειώθηκε στο πρόσωπο του υπουργού. Τα χέρια εκείνου ήταν δεμένα στην πλάτη του κι έτσι δεν μπόρεσε να σκουπίσει το αίμα που έτρεξε απ’ το στόμα του.

«Μη». Η Ελιζαβέτα μίλησε για πρώτη φορά. «Μη, σε παρακαλώ».

Ο Αρκίν αφέθηκε να την κοιτάξει, να καταγράψει στο μυαλό του την ακριβή απόχρωση των χρυσαφένιων μαλλιών της, τις γραμμές του προσώπου και του λαιμού της.

«Μαντάμ Ιβάνοβα». Δεν μπόρεσε να κρύψει το σεβασμό του. Έσκυψε και κοίταξε τα δυο φύλλα χαρτί πάνω στο γραφείο του. Στο ένα ήταν γραμμένο τόνομα «Νικολάι Ιβάνοφ», στο άλλο «Ελιζαβέτα Ιβάνοβα». Πήρε μια πένα και με τα δάχτυλα του χάιδεψε το όνομα της γυναίκας. «Θα δικαστείς κι εσύ για προδοσία, επειδή βοηθούσες το σύζυγο σου να εκμεταλλεύεται το προλεταριάτο και να γεμίζει τα θησαυροφυλάκια των Ρομανόφ».