Выбрать главу

Εκείνη δεν είπε τίποτα.

«Πάρτε τους».

«Αμέσως, σύντροφε Ερικόφ».

Όταν όμως ο φρουρός άρπαξε τον άντρα της απ’ το μπράτσο, η Ελιζαβέτα μίλησε.

«Σταθείτε».

Ο φρουρός δίστασε συνηθισμένος να υπακούει. Με τα χέρια της δεμένα στην πλάτη η Ελιζαβέτοβκττράφηκε στον άντρα της και τον φίλησε στο μάγουλο.

«Αντίο, Νικολάι. Ο Θεός να σευλογεί. Δεν θα ξαναϊδωθούμε σε τούτη τη ζωή».

«Ελιζαβέτα, γυναίκα μου, θέλω.»

«Πάρτε τον», διέταξε ο Αρκίν. «Αυτή να παραμείνει».

«Ελιζαβέτα!» φώναξε ο Ιβάνοφ καθώς τον έσερναν έξω από το δωμάτιο. «Σαγαπάω.»

Ο φρουρός έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του. Μόνοι στο δωμάτιο, ο Αρκίν κι η Ελιζαβέτα κοιτάχτηκαν στα μάτια.

«Δεν μπορώ να σε σώσω», είπε εκείνος.

«Το ξέρω».

Του χαμογέλασε γλυκά, όπως τότε πάνω στα μαξιλάρια του «Ξενοδοχείου της Ρωσίας». Τα σαρκώδη χείλη της δεν έκρυβαν καμιά μεταμέλεια, καμιά θλίψη.

«Σκατά!» Ο Αρκίν πέταξε την πένα και πήγε να σταθεί κοντά της. Πολύ κοντά της. «Ελιζαβέτα, αν μπορούσα θα σ έσωζα. Όμως είσαι σύζυγος υπουργού. Μάρτυς μου ο Θεός ότι θα σέσωζα αν το μπορούσα».

Τα γαλάζια της μάτια άστραψαν από ευχαρίστηση.

«Το ξέρω. Μην ανησυχείς για μένα». Τα κομψά της ρούχα ήταν βρόμικα, το ένα μανίκι της κρεμόταν σκισμένο.

«Θέλω μόνο να σε κοιτάξω για μια τελευταία φορά».

Τότε εκείνος άγγιξε το χλομό της μάγουλο. Η Ελιζαβέτα έγειρε μαλακά το κεφάλι της στην παλάμη του.

«Να προσέχεις, Βίκτορ. Οι καιροί είναι πολύ επικίνδυνοι και εσύ θέλω να.» Ξεροκατάπιε και του φίλησε τα δάχτυλα. «Να είσαι ασφαλής. Σιχαίνομαι όλα σου τα πιστεύω, σιχαίνομαι αυτά που θα κάνετε στην πατρίδα μου εσείς οι μπολσεβίκοι, μα.» Σήκωσε το κεφάλι. «Εσένα δεν μπορώ να σε σιχαθώ».

«Ελιζαβέτα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε γλιτώσω απ την οργή του λαϊκού δικαστηρίου, αλλά.»

«Όχι, Βίκτορ, μην κάνεις τίποτα για χάρη μου. Σε ικετεύω». Το είπε αργά, συλλογισμένα. «Τούτα τα τελευταία χρόνια έζησα περισσότερα πράγματα απόσα σόλη την υπόλοιπη ζωή μου. Έζησα περισσότερο, αγάπησα περισσότερο. Κι αυτό μου φτάνει. Μου έδωσες ανείπωτη χαρά.

Σπασίμπα».

Εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά κι ας ξεσκίζονταν τα σωθικά του.

«Σπασίμπα», αντιλάλησε.

«Ο Θεός να σε προστατεύει», μουρμούρισε η Ελιζαβέτα και τράβηξε κατά την πόρτα.

Όταν η Βαλεντίνα γύρισε σπίτι, βρήκε τη Λίντια γονατισμένη στο πάνω κεφαλόσκαλο να ρίχνει σταφίδες στα δυο κουρελιάρικα παιδιά κάτω στο χολ. Η Βαλεντίνα δεν μπήκε στον κόπο να τη μαλώσει, μόνο την άδραξε απτον καρπό, την έσυρε στα δωμάτια τους και γονάτισε μπροστά της για να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο.

«Λίντια, έχω κλείσει ραντεβού μέναν άντρα και θέλω ναρθεις μαζί μου».

«Με τον μπαμπά;»

«Όχι. Μη στενοχωριέσαι έτσι, κορούλα μου. Αν παίξουμε σωστά, θα δούμε σύντομα τον μπαμπά».

«Έτσι μου λες συνέχεια».

«Σήμερα σου λέω αλήθεια».

Ντύθηκαν προσεκτικά, με απλά ρούχα χωρίς φιοριτούρες και γούνες. Η Βαλεντίνα έκρυψε τα φλογάτα μαλλιά της κόρης της κάτω από ένα καφέ κεφαλομάντιλο κι από πάνω της έβαλε ένα τσόχινο καπέλο.

«Σήμερα πρέπει να μοιάζεις με κόρη εργάτη», της είπε.

Κοιτάχτηκαν κι οι δυο στον καθρέφτη»

«Εσύ, μαμά, είσαι όμορφη, αλλά εγώ είμαι άσχημη».

Η Βαλεντίνα τη σήκωσε στην αγκαλιά της και τη φίλησε στο μέτωπο.

«Όσο και να προσπαθήσεις, δεν μπορείς να γίνεις άσχημη. Άκουσε με καλά τώρα. Πρέπει να πεις ορισμένα πράγματα».

«Σε θεωρούσα πεθαμένο».

Η Βαλεντίνα μπήκε στο γραφείο του συντρόφου Ερικόφ και κοίταξε καλά καλά το πρόσωπο του Αρκίν, την γκρίζα στολή του, την καινούργια αλαζονεία στο βλέμμα του - και για πολλοστή φορά ευχήθηκε να του είχε καρφώσει το νυστέρι του δόκτορα Φεντόριν στο λαιμό αντί για τα πλευρά, τότε, τη μέρα της μονομαχίας.

«Έλεγα πως θα χες πεθάνει από γάγγραινα», πρόσθεσε.

«Δεν είναι τόσο εύκολο να σκοτωθώ», αποκρίθηκε εκείνος με το βλέμμα του καρφωμένο στο παιδί.

«Βίκτορ, αυτή είναι η κόρη σου η Λίντια».

Το πρόσωπο του Αρκίν παρέμεινε ανέκφραστο. Η Βαλεντίνα άφησε το χέρι της κόρης της κι εκείνη πήγε και στάθηκε σαν νάνος μπροστά στην ψηλή μορφή που στεκόταν πίσω απ’ το γραφείο. Το κουράγιο της έκανε τη Βαλεντίνα νανατριχιάσει.

«Καλησπέρα, μπαμπά».

Μια φλέβα άρχισε να πάλλεται στο σαγόνι του Αρκίν.

Τα γκρίζα του μάτια θόλωσαν και το χέρι του άγγιξε διστακτικά το κεφάλι της μικρής.

«Πώς το ξέρω ότι είναι δική μου;» ρώτησε.