Выбрать главу

«Επειδή στο ορκίζομαι. Ήμουν έγκυος όταν παντρεύτηκα τον Γιενς Φρίις». Ευτυχώς, ο Αρκίν δεν ήξερε την ημερομηνία γέννησης της Λίντιας.

«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα», είπε ο Αρκίν και τράβηξε το χέρι του. «Και πάλι μπορεί να είναι του Φρίις».

«Όχι». Η Βαλεντίνα γύρισε ενοχλημένα αλλού το βλέμμα. «Ο Γιενς κι εγώ προσέχαμε πάντα να μη μείνω έγκυος».

«Μπορεί να λες ψέματα».

«Δεν λέω. Στο ορκίζομαι στη ζωή του παιδιού μου. Κοίτα το στόμα του, το σαγόνι του. Είναι ίδια με τα δικά σου».

Ψέματα, μα ήταν φανερό πως εκείνος ήθελε να τα πιστέψει.

«Τα μαλλιά της;» Το χέρι του κινήθηκε προς το καπέλο της μικρής. Η Βαλεντίνα όμως της είχε πει πως το καπέλο της δεν έπρεπε να βγει με τίποτα. Χωρίς να διστάσει η Λίντια άδραξε σφιχτά το χέρι του Αρκίν κι ακούμπησε πάνω του το μάγουλο της. Και τον κοίταξε μεκείνη την αθωότητα και την αποθυμιά που μόνο τα παιδιά διαθέτουν.

Εκείνος δεν τράβηξε το χέρι του, μόνο την κοίταξε εξεταστικά.

«Τα μάτια της δεν είναι σαν τα δικά μου. Ούτε και σαν τα δικά σου».

«Τα μάτια της είναι αποκλειστικά δικά της. Πολλά πράγματα πάνω της είναι αποκλειστικά δικά της».

Ο Αρκίν λύγισε το ένα του γόνατο, τέντωσε το άλλο στο πλάι και εξέτασε τη μικρή προσεκτικά. Το χέρι του, ωστόσο, το άφησε αιχμάλωτο στο δικό της.

«Ώστε εσύ είσαι η Λίντια», είπε καλοσυνάτα.

«Κι εσύ είσαι ο μπαμπάς μου», είπε μαπαλή φωνή η Λίντια. Έγειρε στο πλάι το κεφάλι, του χαμογέλασε ντροπαλά, και ξαφνικά τον αγκάλιασε σφιχτά από το λαιμό, κρεμάστηκε πάνω του, νιαούρισε: «Μπαμπά.» και τον φίλησε στο μάγουλο.

Η Βαλεντίνα παρακολουθούσε κατάπληκτη. Δεν είχε δώσει τέτοιες οδηγίες στην κόρη της - και τώρα έβλεπε αυτόν τον άνθρωπο που μισούσε να λιώνει. Με το μάγουλο του παιδιού ακουμπισμένο στο δικό του, τα μάτια του έχασαν τη σκληράδα τους και τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν. Για ένα ατέλειωτο λεπτό άντρας και παιδί έμειναν έτσι κολλημένοι κι ύστερα εκείνος τη φίλησε στο μέτωπο, ίσιωσε το κορμί του κι επέστρεψε στο γραφείο του χωρίς να κοιτάξει καμιά τους. Έβγαλε από το συρτάρι του ένα έντυπο, το συμπλήρωσε και το έτεινε στη Βαλεντίνα.

«Ορίστε», της είπε. «Άδεια για να φύγεις από το Πέτρογκραντ. Πήγαινε».

Εκείνη το διάβασε. Κοίταξε τη Λίντια και το έσκισε.

«Δεν αναφέρει και το όνομα του συζύγου μου», είπε.

«Όχι».

«Δεν φεύγω από το Πέτρογκραντ χωρίς αυτόν».

«Βαλεντίνα, αν μείνεις στο Πέτρογκραντ κάποια στιγμή θα σε αναζητήσει η Κόκκινη Φρουρά, όσο κι αν κρύβεσαι κάτω από εργατικά ρούχα. Είσαι κόρη υπουργού. Θα σε κυνηγήσουν. Μη ρισκάρεις τη ζωή του παιδιού μας».

«Αν μείνει εδώ ο Γιενς Φρίις, θα μείνουμε κι εμείς».

«Βαλεντίνα, μη γίνεσαι ηλίθια. Σκέψου τη Λίντια».

«Αν πεθάνει αυτός, θα πεθάνουμε κι εμείς».

«Δεν μπορώ να σας σώσω όλους».

«Αν θέλεις να ζήσει η κόρη σου, βάλε και το δικό του όνομα στην άδεια εξόδου».

Την έπνιγε η αγωνία. Πίστευε ότι τον είχε χάσει. Ο Αρκίν είχε κλειστεί ξανά στον εαυτό του και το γκρίζο δωμάτιο φάνταζε άδειο. Ξαφνικά κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της.

«Η μητέρα σου την αγαπάει τη Λίντια;» ρώτησε.

Η Βαλεντίνα άρχισε να μετράει τα λόγια της.

«Ναι, ασφαλώς και την αγαπάει την εγγονή της».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι, πήρε άλλο ένα έντυπο, το συμπλήρωσε και το έδωσε στη Βαλεντίνα.

Δίπλα στο όνομα το δικό της και της Λίντιας ήταν γραμμένο και το όνομα του Γιενς.

«Σπασίμπα».

«Σε προειδοποιώ όμως πως μόλις αποφυλακιστεί θα τον κυνηγήσουν ξανά, κι ας είναι το όνομα του γραμμένο στην άδεια. Έχεις μια ώρα, ίσως και λιγότερο, μέχρι κάποιοι άλλοι να παρακάμψουν τη δική μου υπογραφή. Ο Φρίις δούλευε για τον τσάρο, και τέτοιες προδοτικές ενέργειες δεν είναι ανεκτές». Η φωνή του γέμισε θυμό. «Έχει έρθει η ώρα της πληρωμής για ανθρώπους σαν αυτόν, για ανθρώπους που πιστεύουν πως δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν επειδή έχουν φιλελεύθερες ιδέες και πολλά ταλέντα, ανθρώπους που νομίζουν πως η ευφυΐα τους είναι ασπίδα που τους προστατεύει».

«Ο Γιενς δούλευε για το λαό της Ρωσίας, για να τον βοηθήσει. Τι θέλετε δηλαδή εσείς οι μπολσεβίκοι, να καταστρέψετε οποιονδήποτε έχει μυαλό και σκέφτεται ανεξάρτητα; Ποιες είναι οι ελπίδες για το μέλλον της Ρωσίας αν το κάνετε αυτό;»

«Η Ρωσία τώρα έχει ένα λαμπρό μέλλον μπροστά της.

Απαλλαγμένη επιτέλους από τους τυράννους της».

Η Βαλεντίνα έπιασε τη Λίντια απ’ το χέρι και την τράβηξε κοντά της.

«Αρκίν, ελπίζω να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ».

«Πάρε λοιπόν το παιδί και τρέχα. Ξέρεις από τέτοια.

Έτσι έτρεχες και κρυβόσουν από δέντρο σε δέντρο και στο δάσος».

Η Βαλεντίνα τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.

«Τι εννοείς;»

Ο Αρκίν χαμογέλασε ικανοποιημένος.

«Ούτε τώρα το κατάλαβες; Εγώ ήμουν τότε στο δάσος που μας βρήκες να κάνουμε τις ετοιμασίες μας. Εγώ έβαλα τη βόμβα στο σπίτι σου στο Τέσοβο».