Выбрать главу

«Καλά τα κατάφερα, μαμά;»

«Πάρα πολύ καλά, κορούλα μου».

«Θα θυμώσει μαζί μου ο μπαμπάς επειδή είπα μπαμπά εκείνον τον άλλο;»

«Όχι. Θα σου δώσει χίλια φιλιά».

«Τότε γιατί κλαις;» Τη χάιδεψε με το χεράκι της. «Μην κλαις».

«Περπατά γρήγορα! Έχουμε μια ώρα μόνο».

«Για ποιο πράγμα;»

«Για να φύγουμε από το Πέτρογκραντ».

 

42

Η Βαλεντίνα στεκόταν μέσα από την εξώπορτα κι αφουγκραζόταν με κλειστά τα μάτια. Στο πάτωμα του χολ κάθονταν δυο μελαψά αγόρια κι έπαιζαν χαρτιά χρησιμοποιώντας αποτσίγαρα για μάρκες. Ένα στενό κρεβάτι είχε εμφανιστεί κάτω απ’ τη σκάλα και πάνω του ήταν ξαπλωμένος ένας φαλακρός άντρας που ροχάλιζε. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν την ενοχλούσε. Στεκόταν πίσω απτην πόρτα και αφουγκραζόταν. Δεν ήθελε να βγει στο δρόμο, μήπως και την προσέξει κάποιος.

Τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά αργά. Ήξερε πως δεν θάκουγε τον Γιενς παρά μόνο όταν το χέρι του θάγγιζε την μπετούγια της πόρτας.

Κάτι ακούστηκε στα σκαλοπάτια απέξω. Η Βαλεντίνα άνοιξε μια χαραμάδα την πόρτα κι ύστερα την τέντωσε διάπλατα με τόση φόρα που κοπάνισε στον τοίχο. Τα αγόρια στο χολ σήκωσαν με ενδιαφέρον τα κεφάλια τους.

Στο κατώφλι στεκόταν ο Γιενς, ψηλός όπως πάντα. Το δέρμα του όμως ήταν τεντωμένο πάνω στα κόκαλα του προσώπου του και τα μάτια του βαθουλωμένα. Κι είχε μια πυκνή κόκκινη γενειάδα.

«Βαλεντίνα…» η φωνή του ακούστηκε ψιθυριστή.

Εκείνη τον τράβηξε πάνω της, τον έσυρε μέσα κι έκλεισε με μια κλοτσιά την πόρτα. Τον κρατούσε σφιχτά χωρίς να μπορεί να μιλήσει κι ένιωθε τα χέρια του σκληρά πάνω στο κορμί της. Άρχισε να τρέμει ολόκληρη από την αποθυμιά.

«Βαλεντίνα.» είπε ξανά εκείνος με το πρόσωπο του χωμένο στα μαλλιά της. Λες κι αυτή ήταν η μοναδική λέξη που θυμόταν.

Δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της. Ο χρόνος, όμως, προδοτικός, έτρεχε κι έφευγε.

Οι τσάντες ήταν έτοιμες πάνω στο κρεβάτι. Δύο μεγάλες και μια μικρή. Τις είχε ετοιμάσει εδώ και βδομάδες, γεμίζοντας τες κυρίως με κονσέρβες κρέας και πακέτα με δημητριακά και ξερά φρούτα, σπίρτα, κεριά, μια κουβέρτα, χοντρές κάλτσες κι από ένα παραπανίσιο μάλλινο πουλόβερ για τον καθένα τους.

«θα ταξιδέψουμε μελάχιστα μπαγκάζια», είχε πει στην κόρη της, που καθόταν πάνω στο ελαφοτόμαρο και την κοίταζε να ετοιμάζει τις τσάντες σφίγγοντας στην αγκαλιά της το τρενάκι της.

Τώρα, μόλις βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιο τους, η Βαλεντίνα έγδυσε τον Γιενς. Είχε περάσει οκτώ μήνες με τα ίδια ρούχα.

«Βρομάω σαν ψόφιο γουρούνι», μουρμούρισε εκείνος.

Η Βαλεντίνα τον φίλησε στο στήθος.

«Μυρίζεις σαν να είσαι έτοιμος για φάγωμα», του είπε.

Ο Γιενς γέλασε άκεφα. Είχε απομείνει πετσί και κόκαλο και μύες. Σάρκα καθόλου. Πλύθηκε βιαστικά κι εκείνη του έτριψε την πλάτη, του συμμάζεψε τα γένια μένα ψαλίδι - δεν είχαν χρόνο για ξυρίσματα. Σελάχιστα λεπτά είχαν βγει από το σπίτι και βάδιζαν γοργά πάνω στο παγωμένο πεζοδρόμιο κρατώντας ανάμεσα τους την κόρη τους. Η Λίντια σκουντούσε συνέχεια τον πατέρα της για να βεβαιωθεί ότι ήταν σταλήθεια δίπλα της.

«Οι μπολσεβίκοι έχουν καταλάβει τους σιδηροδρομικούς σταθμούς», είπε η Βαλεντίνα. «Δεν πρέπει να τολμήσουμε να πάρουμε τρένο».

«Θα πάμε με τα πόδια. Όλο το δρόμο, αν χρειαστεί».

«Όλο το δρόμο ως πού;»

«Ως την Κίνα».

Της Βαλεντίνας της έπεσε το σαγόνι. Εκείνος χαμογέλασε με την αντίδραση της - κι αυτή κατάλαβε πως με τούτον τον άντρα στο πλευρό της θα πήγαινε με τα πόδια και στο Βόρειο Πόλο.

«Στην Κίνα, λοιπόν», είπε.

«Πού είναι η Κίνα;» ρώτησε η Λίντια.

«Στην άκρη της Ρωσίας, εκεί που η χώρα πέφτει στη θάλασσα».

«Δεν είναι μακριά;»

Της χαμογέλασαν κι οι δυο.

«Θα χρειαστεί να περπατάς γρήγορα», της είπε ο Γιενς, κι η μικρή κούνησε το κεφάλι κι άνοιξε βήμα.

Στον επόμενο δρόμο είδαν το πρώτο μπλόκο. Άντρες με γκρίζες στολές, φαρδιά κόκκινα περιβραχιόνια και νευρικά τουφέκια. Η Βαλεντίνα ένιωσε να της χύνουν παγωμένο νερό στην πλάτη, μα ο Γιενς δεν έκοψε το βήμα του, έστριψε σένα στενό και δοκίμασε να βρει άλλο δρόμο. Προς όποια κατεύθυνση κι αν κινούνταν, όμως, η κατάσταση ήταν ίδια. Η Λίντια, κουρασμένη, έπαψε να εξηγεί συνέχεια στον πατέρα της πώς είχε μάθει να παίζει πόκερ από τα αγόρια κάτω στο χολ. Ύστερα από μία ώρα ο Γιενς στάθηκε στη σκιά μιας εκκλησίας, που ο κρεμμυδόσχημος τρούλος της φάνταζε θαμπός κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό από τον οποίο έπεφταν ακόμα στάχτες από τις χθεσινές πυρκαγιές. Ακούμπησαν όλοι χάμω τις τσάντες τους.

«Γιενς, είμαστε παγιδευμένοι. Οι άδειες μας είναι άχρηστες».

«Οι στρατιώτες εδώ είναι σκληροτράχηλοι μπολσεβίκοι.