Δεν δίνουν σημασία στα έγγραφα και στις υπογραφές αν αποφασίσουν πως πρέπει να γεμίσουν σφαίρες έναν "καταπιεστή". Είναι επικίνδυνο να τους πλησιάσουμε». Έγειρε στον τοίχο και γύρισε αλλού το κεφάλι, δήθεν για να κοιτάξει το δρόμο, αλλά στην πραγματικότητα για να μη βλέπει η Βαλεντίνα την έκφραση του.
«Γιατί δέχτηκε εκείνος να με αποφυλακίσει;» ρώτησε.
Της Βαλεντίνας στέγνωσε το στόμα. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.
«Έχει σημασία;»
Για μια ατέλειωτη στιγμή ο Γιενς δεν είπε τίποτα. Ύστερα γύρισε κι ακούμπησε το σαγόνι του στο κεφάλι της διώχνοντας το βάρος που της πίεζε το στήθος.
«Όχι, αγάπη μου», είπε απαλά. «Δεν έχει σημασία. Αρκεί που είμαστε μαζί». Τη φίλησε στο μέτωπο. «Πάμε τώρα».
«Προς τα πού;»
«Νομίζε.ς πως πέρασα οκτώ μήνες σεκείνο το βρομερό κελί χωρίς να σκέφτομαι τίποτα; Έχω σχεδιάσει το δρομολόγιο μας και το έχω ακολουθήσει με το μυαλό μου χιλιάδες φορές».
Σήκωσε την τσάντα του κι ανέβασε την κόρη του στην πλάτη του.
«Υπάρχει οδός διαφυγής», είπε.
Ο Γιενς έσκυψε και σήκωσε το μεταλλικό σκέπασμα στη μέση του δρόμου. Ήξερε πως η κλειδαριά του ήταν σπασμένη.
«Κατεβείτε γρήγορα!» Είδε τη Βαλεντίνα να διστάζει.
«Δεν υπάρχει κίνδυνος».
Την τελευταία φορά που εκείνη βρέθηκε σ’ έναν υπόνομο, κόντεψε να πνιγεί. Ο Γιενς κατάλαβε το δισταγμό της, κατέβηκε πρώτος στη μαύρη τρύπα πατώντας στα μεταλλικά σκαλοπάτια, κι από ένα ράφι στο πλάι πήρε μια λάμπα πετρελαίου. Στην τσέπη του είχε ένα από τα κουτιά με τα σπίρτα της Βαλεντίνας. Άναψε το φιτίλι και το κιτρινωπό φως της λάμπας έδιωξε τις σκιές.
«Έλα, Λίντια. Σειρά σου, γλύκα μου».
Το προσωπάκι της μικρής εμφανίστηκε μια στιγμή στο άνοιγμα, κι ύστερα τα ποδαράκια της πάτησαν στα σκαλιά και τα κατέβηκε σαν μαϊμουδάκι. Όταν είδε το μαύρο τούνελ που απλωνόταν μπροστά, κόλλησε πάνω στον πατέρα της χωρίς να βγάλει άχνα.
«Κανένας κίνδυνος», της είπε εκείνος, της χάιδεψε το κεφάλι και στράφηκε να βοηθήσει τη Βαλεντίνα. Εκείνη τράβηξε το καπάκι του φρεατίου, το κλείσε και κατέβηκε.
Τη βαθιά σιωπή έσπαγε μόνο ο ήχος νερού που στάζει κι ένα μακρινό μουρμουρητό από κάποια αντλία.
«Πόσο θα προχωρήσουμε;» ρώτησε η Βαλεντίνα.
«Όσο μπορούμε».
Ο Γιενς δεν κρατήθηκε και σήκωσε τη λάμπα να κοιτάξει το πρόσωπο της. Είδε πολλές αλλαγές πάνω του μα έσκυψε, τη φίλησε, και ξεκίνησε πρώτος με τη Λίντια στην πλάτη του. Στην αρχή η Βαλεντίνα τους τραγουδούσε καθώς βάδιζαν μες στο σκοτάδι, αλλά όταν χρειάστηκε να πέσουν στα τέσσερα σέρνοντας τις τσάντες τους μες στα παγωμένα νερά που βρομοκοπούσαν, σώπασε.
Ο Γιενς είχε εκνευριστεί που δεν μπορούσε να διακρίνει το σχήμα των τούνελ. Η όραση του είχε ξεσυνηθίσει το σκοτάδι. Οκτώ μήνες, βλέπεις, με μια λάμπα αναμμένη συνέχεια από πάνω του. Σκόνταφτε συχνά, μα αρνιόταν ναφήσει κάτω τη Λίντια, όσο κι αν τον παρακαλούσε η Βαλεντίνα. Κι η κόρη του κρατιόταν απ’ το λαιμό και τα μαλλιά του με τόση δύναμη που η ρημαγμένη ψυχή του ζωντάνευε.
Δεν μίλησαν καθόλου για το παρελθόν και το μέλλον. Μόνο μια φορά ο Γιενς ρώτησε: «Οι γονείς σου; Πού είναι;»
Εκείνη κοίταξε την κόρη της που παρακολουθούσε τα πάντα και κούνησε το κεφάλι. Κι εκείνος δεν ξαναρώτησε.
Όταν έφτασαν σε μια διχάλα κι ο Γιενς πήρε χωρίς δισταγμό την αριστερή σήραγγα, η Βαλεντίνα έβαλε τα γέλια.
«Μα πώς μπορείς να βρεις το δρόμο μέσα σαυτόν το λαβύρινθο; Δεν είναι δυνατόν!»
«Βαλεντίνα, εγώ τις έχω φτιάξει αυτές τις σήραγγες.
Ασφαλώς και ξέρω πού να πάω».
Αρκετή ώρα τώρα η Λίντια -που την είχε κατεβάσει και τσαλαβουτούσε ως τους αστραγάλους στα νερά- δεν είχε πει λέξη. Ο Γιενς γύρισε, την κοίταξε και είδε τα μάτια της γουρλωμένα.
«Μπαμπά», ψιθύρισε η μικρή, «πού κοιμάται ο δράκος;»
«Δεν υπάρχει δράκος εδώ κάτω, αγαπούλα μου», έσπευσε να της απαντήσει η Βαλεντίνα.
«Υπάρχει. Μυρίζομαι την ανάσα του».
Ο Γιενς την έπιασε απ’ το χέρι. Ήταν παγωμένο και κολλούσε.
«Νομίζω πως είναι ώρα να βγούμε στο φως», είπε.
Το επόμενο φρεάτιο δεν ήταν μακριά. Εδώ η οροφή ήταν πιο ψηλή, κι ο Γιενς σήκωσε τη λάμπα για να φωτίσει όσο πιο μακριά γινόταν. Το φως της δημιούργησε λιγδερές αντανακλάσεις στο νερό.
«Μπαμπά, ο δράκος δεν είναι μπροστά μας, μα πίσω μας», ψιθύρισε η Λίντια.
«Όχι γλυκιά μου, δεν-»
«Άκου!» είπε σφυριχτά η μικρή.
Εκείνος έστησε αφτί. Η Βαλεντίνα τον έπιασε απ’ το μπράτσο. Από κάπου πίσω τους ακουγόταν θόρυβος γρήγορων βημάτων μες στα νερά. Ο Γιενς έσβησε αμέσως τη λάμπα. Τράβηξε πίσω του τη Βαλεντίνα και τη Λίντια και στάθηκαν σιωπηλοί. Ύστερα από ένα λεπτό άκουσαν φωνές.
«Το φως έσβησε». Φωνή αγορίστικη.
«Εξαφανίστηκαν. Ακούς τίποτα;» Φωνή αντρική.
Ο θόρυβος των βημάτων σταμάτησε. Οι άγνωστοι δεν είχαν φως, ακολουθούσαν το δικό τους. Όταν ξεκίνησαν ξανά, προχωρούσαν αργά. Ο θόρυβος δυνάμωσε, τους έφτανε, κι ο Γιενς ένιωσε τη Βαλεντίνα να του βάζει κάτι κρύο και σκληρό στο χέρι. Ένα πιστόλι. Με το σφυγμό του να καλπάζει, σημάδεψε το σκοτάδι.