«Όποιοι κι αν είστε, σταματήστε εκεί που βρίσκεστε!»
φώναξε.
Ο θόρυβος σταμάτησε απότομα.
«Ποιοι είστε;» φώναξε ο Γιενς.
«Δεν είμαστε κανείς», αποκρίθηκε η αγορίστικη φωνή.
«Κι εσείς;»
«Ταξιδιώτες».
«Μπορεί να κάνουμε το ίδιο ταξίδι», ακούστηκε η αντρική φωνή.
«Μπορεί. Έχετε φως;»
«Έχουμε λάμπα, μα όχι και σπίρτα».
«Βαλεντίνα, στάσου πίσω μου κι άναψε τη λάμπα».
Εκείνη υπάκουσε, ενώ ο Γιενς κρατούσε το πιστόλι στραμμένο προς την κατεύθυνση των φωνών. Στη λάμψη της λάμπας εμφανίστηκαν δυο φιγούρες. Ένα αγόρι γύρω στα δώδεκα κι ένας άντρας με γκρίζο μουστάκι και θλιμμένα μάτια. Τα χέρια του ήταν απαλά κι είχε όψη τραπεζίτη ή δικηγόρου. Ο Γιενς χαμήλωσε το πιστόλι και πέταξε στο αγόρι τα σπίρτα. Εκείνο τα χώσε αμέσως στην τσέπη του κι η Βαλεντίνα άφησε μια βρισιά.
«Αυτά τα σπίρτα τα πλήρωσα πενήντα ρούβλια στη μαύρη αγορά», γκρίνιαξε.
«Ευχαριστώ, φίλε», είπε ο άντρας. «Μήπως σου περισσεύει και κανένα φαγώσιμο;»
«Νιετ», πετάχτηκε η Βαλεντίνα.
«Ο εγγονός μου κι εγώ αναγκαστήκαμε να το σκάσουμε χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας». Έδειξε την τσάντα της Βαλεντίνας, κι εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω. Την ίδια στιγμή το αγόρι τράβηξε κάτω απ’ το παλτό του ένα τεράστιο πιστόλι και σημάδεψε το κεφάλι της.
«Δώσε μου την τσάντα σου!» φώναξε.
«Μόνο αν με σκοτώσεις θα την πάρεις, κλεφτράκο!»
αποκρίθηκε εκείνη.
Ο Γιενς μπήκε μπροστά της και σημάδεψε τον άντρα.
«Πες του να κρύψει το όπλο», τον πρόσταξε. «Εγώ σε βοήθησα. Τι μυαλά κουβαλάει ο εγγονός σου;»
«Άπληστα», αποκρίθηκε αυτός και στράφηκε στο αγόρι.
«Κράτησε τις σφαίρες σου για κείνους που τις αξίζουν», του είπε.
Το αγόρι κατέβασε βρίζοντας το πιστόλι.
«Θα φύγουμε τώρα», είπε ο Γιενς. «Μη μείνετε πολύ εδώ κάτω. Ο Λένιν κι οι Κόκκινοι Φρουροί του θα χτενίσουν τους υπονόμους μόλις συνειδητοποιήσουν πόσο καλή οδός διαφυγής είναι».
«Ευχαριστώ για τη συμβουλή».
Ο Γιενς τον χαιρέτισε μένα νεύμα και σήκωσε τη Λίντια στην αγκαλιά του. Η μικρή έτρεμε, τα δόντια της χτυπούσαν. Έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, η Βαλεντίνα κούνησε νευρικά το κεφάλι, άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε από μέσα δύο κονσέρβες κρέας. Βρίζοντας δυνατά τις πέταξε στο αγόρι και ξεκίνησε.
«Φίλη μου», φώναξε πίσω της ο άντρας, «υπάρχει ένα τρένο».
Η Βαλεντίνα σταμάτησε και γύρισε αργά. Στο αβέβαιο φως της λάμπας το κεφάλι της φάνταζε σαν νεκροκεφαλή.
«Τι τρένο;»
«Ένα τρένο που περνάει δίπλα στα όρια του κτήματος μου, ανατολικά της πόλης, στην άκρη του δάσους. Είναι ένα μικρό φορτηγό τρένο που περνάει μια φορά τη βδομάδα μεταφέροντας στάρι και ζώα».
Ο Γιενς άφησε κάτω τη Λίντια κι έβγαλε απτην τσάντα του ένα χάρτη και μια πυξίδα.
«Δείξε μου», είπε, κράτησε ψηλά τη λάμπα κι ο άντρας ακούμπησε το δάχτυλο του σένα σημείο. Φορούσε ένα σφραγιδοδαχτυλίδι μένα μεγάλο διαμάντι.
«Βλέπεις αυτή την καμπή του ποταμού; Εδώ το τρένο κόβει ταχύτητα. Αν είσαι σβέλτος, μπορείς νανέβεις. Έτσι κάνουν όλοι οι χωρικοί της περιοχής».
«Νόμιζα ότι όλα τα τρένα κάνουν απεργία», είπε η Βαλεντίνα.
«Αυτό δεν κάνει. Έχει ένα μικρό τοπικό δρομολόγιο».
«Πόσο μακριά πηγαίνει;» ρώτησε ο Γιενς.
«Αρκετά. Διασταυρώνεται με τον Υπερσιβηρικό στον οποίο μεταβιβάζει το φορτίο του».
«Εκεί πάτε κι εσείς;»
«Όχι ακόμα». Ο άντρας έδειξε ψηλά. «Πρώτα πρέπει να βρω τη γυναίκα μου που βρίσκεται στο Πέτρογκραντ». Αυτός κι ο Γιενς κοιτάχτηκαν. Ήξεραν κι οι δυο τους ότι μπορεί να ήταν ήδη αργά.
«Σου εύχομαι καλή τύχη», του είπε ο Γιενς. «Σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία».
«Κι εγώ Σ’ ευχαριστώ για τα τρόφιμα. Ο Θεός να μας προστατεύει όλους».
«Θα μας χρειαστεί κάτι παραπάνω από την προστασία του Θεού», είπε μέσα από τα δόντια του ο Γιενς ανεβάζοντας ξανά την κόρη του στην πλάτη του.
Βρήκαν την καμπή του ποταμού. Δεν ήταν δύσκολο.
Στην άκρη της πόλης τους σταμάτησε μια περίπολος από νεαρούς στρατιώτες, αρκετά νέους και αφελείς ώστε να εντυπωσιαστούν από την επίσημη σφραγίδα της άδειας τους. Αμέσως μετά βρήκαν καταφύγιο στο δάσος. Χώθηκαν με ανακούφιση στις σκιές του και για δύο μέρες προχωρούσαν στα μονοπάτια του. Η θερμοκρασία έπεσε απότομα και παχιές νιφάδες χιονιού σκέπασαν τα ίχνη τους.
Αρκετές φορές είδαν φευγαλέες μορφές να περνούν σαν φαντάσματα ανάμεσα στα δέντρα, αλλά κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν πια. Κανείς δεν πλησίαζε κανέναν. Οι ξένοι είχαν γίνει επικίνδυνο είδος στη Ρωσία. Όποιος δεν ήταν φίλος σου, ήταν εχθρός σου.