Στην καμπή του ποταμού κατασκήνωσαν ανάμεσα στα δέντρα τυλιγμένοι με τα πανωφόρια και την κουβέρτα τους χωρίς να τολμούν νανάψουν φωτιά, εκτός από μια πολύ μικρή και για πολύ λίγο, ίσα ίσα μέχρι να φτιάξουν λίγο τσάι.
Κι εκεί η Βαλεντίνα μίλησε στον Γιενς για τους γονείς της, του είπε ότι είχαν καταδικαστεί από ένα λαϊκό δικαστήριο των μπολσεβίκων. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του και σκούπισε με τα φιλιά του τα καυτά δάκρυα της. Κι ύστερα απόμειναν να κοιτάζουν τις γραμμές του τρένου για ώρες.
Για μέρες. Η μεταλλική λάμψη τους γινόταν στη φαντασία τους ο δρόμος για το μέλλον.
Η Βαλεντίνα ήταν κουλουριασμένη πάνω στον Γιενς, μέσα από το πανωφόρι του. Η αυγή είχε αρχίσει να χαράζει - μια λεπτή ασημένια γραμμή στον ορίζοντα. Η Λίντια κοιμόταν δίπλα τους με τον ύπνο των αθώων μικρών, τυλιγμένη στην κουβέρτα. Η Βαλεντίνα χάιδεψε με τα χείλη της το σαγόνι του άντρα της που είχε πλυθεί και ξυριστεί στο ποτάμι.
Τον ένιωσε να χαμογελάει στο σκοτάδι με τα μάτια κλειστά κι ακούμπησε το κεφάλι της στο λαιμό του. Μύριζε πευκοβελόνες.
«Γιενς.»
Εκείνος της φίλησε τα μαλλιά.
«Γιενς, θέλω να σου πω κάτι». Το είπε απαλά, μα τον ένιωσε να τσιτώνεται.
«Δεν χρειάζεται να μου πεις οτιδήποτε», της είπε και της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του. Εκείνη έμεινε ακίνητη ένα ολόκληρο λεπτό κι ύστερα μετακίνησε ελαφρά το κεφάλι της.
«Γιενς, το ταξίδι μας είναι επικίνδυνο. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να.» Να σκοτωθούμε, ήθελε να πει, μα το κατάπιε και είπε: «Να χωριστούμε».
Εκείνος την έσφιξε πάνω του.
«Όχι. Αυτό δεν θα συμβεί».
«Αν όμως συμβεί, ορκίσου μου πως θα προσέχεις την κόρη μας».
«Δεν χρειάζεται να στο ορκιστώ αυτό».
«Θέλω όμως να μου το ορκιστείς. Σε παρακαλώ».
«Εντάξει, αγάπη μου. Σου ορκίζομαι πως θα προσέχω τη Λίντια». Το κεφάλι του ξεχώριζε, μαύρη σκιά μες στο σκοτάδι. «Το ίδιο όμως πρέπει να μου ορκιστείς κι εσύ».
«Σου τορκίζομαι. Θα την προσέχω με τη ζωή μου».
«Ικανοποιήθηκες τώρα;»
«Όχι». Τα χείλη της βρήκαν τα δικά του κι ο ασίγαστος πόθος του γιαυτήν φούντωσε ξανά. Έκαναν έρωτα κάτω απ’ το φως των αστεριών που έσβηναν σιγά σιγά. Κι αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας Αρκίν και κανένα τουφέκι για να τους διακόψει και να διαλύσει τον κόσμο τους.
«Έρχεται!» φώναξε η Λίντια.
Καπνός υψωνόταν στο γαλανό ουρανό κι ο θόρυβος της ατμομηχανής ακούστηκε να πλησιάζει. Το ποτάμι κι η σιδηροδρομική γραμμή προχωρούσαν παράλληλα κι ανάμεσα τους ο πάγος που είχε σχηματιστεί έλαμπε σαν διαμάντια σπαρμένα στο έδαφος. Χωράφια και δάση απλώνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Τέλεια μέρα για να πηδήξεις πάνω σένα τρένο! «Ετοιμαστείτε», είπε ο Γιενς.
Η Βαλεντίνα κατένευσε με την καρδιά της να χτυπάει σαν παλαβή. Η Λίντια σκαρφάλωσε στην πλάτη του πατέρα της κι έσφιξε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του.
Εκείνος κρατούσε σφιχτά από το χέρι τη Βαλεντίνα, που γύρισε και τους χαμογέλασε μαγκωμένη.
Ήρθε το τρένο. Τρία μόνο φορτηγά βαγόνια πίσω από την ατμομηχανή. Φτάνοντας στην καμπή του ποταμού έκοψε ταχύτητα, όπως τους είχε πει ο άντρας στη σήραγγα.
Τα βαγόνια έγειραν καθώς έπαιρνε τη στροφή κι ο Γιενς άρχισε να τρέχει δίπλα στις γραμμές. Η Βαλεντίνα αγωνιζόταν να τον ακολουθήσει. Η ατμομηχανή βρυχιόταν δίπλα τους. Η Βαλεντίνα έριξε μια ματιά στον οδηγό και τον είδε να τους κουνάει ένα ραβδί σαν να τους απειλούσε ότι θα τους δείρει. Στο μπροστινό μέρος του πρώτου βαγονιού ήταν στερεωμένη μια μεταλλική σκάλα κι ο Γιενς άπλωσε το ελεύθερο χέρι του και την έπιασε. Την ίδια στιγμή απογειώθηκε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου έμεινε κρεμασμένος από το ένα του χέρι, με τη Λίντια και τις τσάντες τους στην πλάτη του και τη Βαλεντίνα κρατημένη από το άλλο χέρι του.
«Πήδα!» της φώναξε.
Εκείνη τέντωσε τα πόδια, στραβοπάτησε, σκόνταψε, το μπράτσο της κόντεψε να ξεκολλήσει από τον ώμο της.
Σύρθηκε στο χώμα, χτυπήθηκε στις πέτρες.
Άφησε το χέρι του Γιενς. Τα δάχτυλα της, η ζωή της, γλίστρησαν. Έπεσε στο παγωμένο χώμα και κοίταξε όλα όσα αγαπούσε στη ζωή της να φεύγουν μακριά. Καθώς η γραμμή ίσιωνε, το τρένο άνοιξε ταχύτητα μουγκρίζοντας ενοχλημένο. Οι μορφές του Γιενς και της Λίντιας εξαφανίστηκαν. Στάθηκε στα πόδια της για να κοιτάξει το τρένο μέχρι την τελευταία στιγμή τρέμοντας, με τα γόνατα της ξεσκισμένα.
«Γιενς!» ούρλιαξε, «Λίντια!»
Προσπάθησε να βρει την ανάσα της. Αδύνατο. Είχε χάσει τα πάντα. Της είχε κοστίσει τόσο πολύ για να φτάσει μέχρι εδώ, και πάνω που ήταν έτοιμη να ξαναρχίσει τη ζωή της τα χάνε όλα. Ενστικτωδώς, άρχισε να τρέχει. Θα έτρεχε όλη την απόσταση μέχρι την Κίνα αν χρειαζόταν. Τα πόδια της χτυπούσαν σαν πιστόνια το χώμα και τον πάγο.