Выбрать главу

Αυτός που ήταν πίσω της άλλαξε θέση στο τουφέκι του κι έσυρε τις χοντροφτιαγμένες μπότες του στο υγρό χώμα.

«Κάθισε», τη διέταξε.

Εκείνη το σκέφτηκε.

«Κάθισε, για να μη σε αναγκάσω εγώ».

Κι εκείνη κάθισε.

Μια ώρα πέρασε, μπορεί και παραπάνω. Η Βαλεντίνα είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Τα μέλη της πονούσαν, το κεφάλι της το ίδιο. Κάθε φορά που έκανε να κουνηθεί ή να μιλήσει, ο φρουρός της γρύλιζε αηδιασμένος και την κοπανούσε με την κάννη του όπλου του όπου του ερχόταν: στα πλευρά, στους ώμους, στο μπράτσο. Ο χειρότερος πόνος ήταν όταν τη χτυπούσε στο σβέρκο.

Δεν την πυροβόλησε όμως. Κι αυτό της χάριζε μια αμυδρή ελπίδα.

Οι άλλοι τι να έκαναν τάχα; Χιλιάδες υποθέσεις τριγύριζαν στο μυαλό της.

Μπορεί να ήταν κλέφτες. Η Βαλεντίνα προσευχόταν να μην είχαν έρθει να ληστέψουν το σπίτι του πατέρα της, να κλέψουν τους παλιούς πίνακες, τα χρυσά αγάλματα, τα ανατολίτικα γλυπτά, τα κοσμήματα της μητέρας της. Είχαν ξαναγίνει τέτοιες απόπειρες. Τι κλέφτες, όμως, ήταν αυτοί που περίμεναν να ξημερώσει; Ποιοι κλέφτες θα ήταν τόσο βλάκες, που να προσπαθήσουν να ληστέψουν ένα σπίτι την ώρα που οι υπηρέτες ήταν ξύπνιοι κι έκαναν τις δουλειές τους; Η Βαλεντίνα μάζεψε τα γόνατα της στο στήθος της, ακούμπησε πάνω τους το πιγούνι της - κι αμέσως η κάννη του όπλου την κοπάνησε στη ραχοκοκαλιά. Εκείνη έσυρε κοντά της μια πέτρα, με τις φτέρνες της.

Έσφιξε με τα χέρια της το κορμί της που ανατρίχιαζε στην πρωινή αύρα που έδιωχνε την ομίχλη. Πιο πολύ φοβόταν όμως, παρά κρύωνε. Φοβόταν για τους γονείς της και την αδελφή της, την Κάτια, που τώρα πια θα σηκώνονταν απ’ τα κρεβάτια τους, ανυποψίαστοι εντελώς για τις μαύρες κουκούλες που τριγύριζαν στο Τέσοβο. Η Κάτια ήταν δεκατριών μόλις χρόνων, μια ξανθή μπαλίτσα γεμάτη ενεργητικότητα που θα ορμούσε στο δωμάτιο της Βαλεντίνας για να την παρακαλέσει να πάνε για μπάνιο στο ποταμάκι μετά το πρωινό. Της μαμάς της άρεσε να μη σηκώνεται νωρίς, αλλά ο μπαμπάς απαιτούσε ακρίβεια στην ώρα του πρωινού. Θα τραβολογούσε τα μουστάκια του και θ’ αγριοκοίταζε το ρολόι του, επειδή η μεγάλη του κόρη αργούσε.

Μπαμπά, πρόσεχε.

«Μπολσεβίκοι είστε;» ρώτησε ξαφνικά και σφίχτηκε, περιμένοντας ένα καινούργιο χτύπημα.

Της ήρθε, στο σβέρκο, κι άκουσε κάτι να τρίζει.

«Λοιπόν, είστε;» ρώτησε ξανά. Με το ζόρι κρατιόταν να μη γυρίσει να τον κοιτάξει.

«Βούλωστο».

Το δεύτερο χτύπημα ήταν πιο δυνατό, αλλά τουλάχιστον τον είχε κάνει να της μιλήσει. Πρώτη φορά άκουγε τη φωνή του, όταν την πρόσταξε να καθίσει. Δεν ήταν σίγουρη πόσο μακριά της καθόταν, σιωπηλός σαν την αράχνη. Οπωσδήποτε δεν ήταν περισσότερο από το μήκος ενός τουφεκιού. Τόση ώρα που η Βαλεντίνα καθόταν υποτακτική, πρέπει να είχε χαλαρώσει την προσοχή του. Μα αν έκανε λάθος. Ούτε που ήθελε να το σκέφτεται. Έπρεπε να τον τραβήξει κοντά της.

«Ξέρεις ποιος είναι ο πατέρας μου;»

Το τουφέκι τη χτύπησε στο πλάι του σαγονιού της. Κόντεψε να της φύγει το κεφάλι.

«Ασφαλώς και ξέρω. Μας περνάς για τίποτα ηλίθιους χωριάτες;»

«Είναι ο υπουργός Φιλίπ Ιβάνοφ. Έμπιστος σύμβουλος της τσαρικής κυβέρνησης. Θα μπορούσε να βοηθήσει εσένα και τους φίλους σου-»

Τούτη τη φορά εκείνος κοπάνησε τη μύτη της κάννης του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και την υποχρέωσε να χώσει το πρόσωπο της ανάμεσα στα πόδια της.

«Η φάρα σας πάει, τελείωσε», της είπε σφυριχτά, κι η Βαλεντίνα ένιωσε καυτή την ανάσα του στον πονεμένο σβέρκο της. «Θα σας λιώσουμε μέσα στο χώμα της γης που μας κλέψατε. Δεν αντέχουμε άλλο να τρώμε κλοτσιές και να πεινάμε την ώρα που εσείς περιδρομιάζετε χαβιάρια. Ο πατέρας σου είναι ένας γαμημένος τύραννος και θα πληρώσει γι’ αυτό».

Η Βαλεντίνα έσφιξε στη χούφτα της την πέτρα που είχε κρύψει κάτω από τη φούστα της. Στριφογύρισε βίαια και κοπάνησε την πέτρα καταμεσής της μάσκας. Κάτι έσπασε.

Ο άντρας ούρλιαξε σαν πληγωμένη αλεπού. Προτού προλάβει να τραβήξει τη σκανδάλη του όπλου του, η κοπέλα τινάχτηκε και το βαλε στα πόδια. Έτρεχε σκυφτά κάτω απ’ τα κλαδιά, χωνόταν στις πιο σκοτεινές γωνιές του δάσους, με τα ουρλιαχτά του άντρα να την ακολουθούν. Τον άκουγε να τρέχει ανάμεσα στα φυλλώματα. Δύο πυροβολισμοί αντήχησαν. Φύλλα και σπασμένα κλαδάκια έπεσαν σαν βροχή πάνω της.

Κουτρουβάλησε σε μιαν απότομη πλαγιά ψάχνοντας για το ποτάμι. Θα το ακολουθούσε για να βγει απ’ το δάσος.

Έστριβε κι άλλαζε κατεύθυνση μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι ο διώκτης της την είχε χάσει. Σταμάτησε κι έστησε αφτί.

Στην αρχή άκουγε μόνο το σφυγμό της που βροντούσε. Σιγά σιγά ξεχώρισε θόρυβο νερού που κυλάει. Η ανακούφιση έκανε τα γόνατα της να λυγίσουν κι έπεσε καθιστή στο υγρό χώμα τρέμοντας σαν γατί. Πίεσε τον εαυτό της να σηκωθεί.