Выбрать главу

Έπρεπε να βιαστεί, να ειδοποιήσει τον πατέρα της.

Ξεκίνησε με πιο σταθερό βήμα. Εντόπισε το ποτάμι κι ακολούθησε το στενό μονοπάτι δίπλα στην όχθη του. Ανάκατες σκέψεις γέμιζαν το μυαλό της. Αν αυτοί οι κουκουλοφόροι ήταν επαναστάτες, τι σκοπό είχαν; Κρύβονταν απλά στο δάσος του Τέσοβου ή είχαν έρθει για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό; Κι αν ναι, ποιος ήταν αυτός; Στα σίγουρα στόχος τους ήταν ο μπαμπάς της. Έσφιξε τα χείλη για να μην της ξεφύγει μια οργισμένη φωνή κι άρχισε να τρέχει ξανά ανάμεσα στα χαμηλά κλαδιά που έσκυβαν πάνω απ’ το ποτάμι.

Ένας κρότος την έκανε να τιναχτεί: Οπλές αλόγου μες στο νερό. Κάποιος ανέβαινε το ποτάμι. Ήταν ρηχό εδώ, μια ασημένια κλωστή που σερνόταν ανάμεσα στις πέτρες αντανακλώντας το φως του ήλιου. Μαζεύτηκε σαν μπάλα πίσω από ένα θάμνο.

«Λιεβ Ποπκόφ!»

Ο μεγαλόσωμος άντρας στριφογύρισε πάνω στο άσχημο, χοντροκόκαλο άλογο του. Πίσω του έσερνε το δικό της άλογο, την Ντάσα.

«Δεσποινίς Βαλεντίνα!»

Η σοκαρισμένη έκφραση που πήρε, το πρόσωπο του κάτω από τα ανάκατα μαύρα και σγουρά μαλλιά του την έκανε να τα χάσει. Τόσο χάλια ήταν; Ο νεαρός Λιεβ Ποπκόφ σπάνια έδειχνε τα αισθήματα του κι ακόμα πιο σπάνια μιλούσε. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος της, γιος του Κοζάκου σταβλίτη του πατέρα της, κι έδειχνε να ενδιαφέρεται μόνο για τα τετράποδα. Πήδηξε τώρα απ’ τη σέλα του και πλατσούρισε με τις ψηλές μπότες του στα ρηχά νερά.

Στάθηκε σαν πύργος από πάνω της και την άδραξε απ’ το μπράτσο. Η Βαλεντίνα ξαφνιάστηκε που την άγγιξε αυτός, ένας υπηρέτης. Ένιωθε όμως τόση ευγνωμοσύνη εκείνη τη στιγμή, που δεν διαμαρτυρήθηκε.

«Άκουσα πυροβολισμούς», γρύλισε ο Ποπκόφ.

«Στο δάσος βρίσκονται άντρες οπλισμένοι με τουφέκια», αποκρίθηκε λαχανιασμένη η Βαλεντίνα. «Γρήγορα! Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον πατέρα μου».

Δεν της έκανε ερωτήσεις - δεν ήταν τέτοιος τύπος. Το βλέμμα του σάρωσε το δάσος κι ύστερα σήκωσε την κοπέλα σαν πούπουλο και την έβαλε πάνω στη ράχη του αλόγου της.

«Τι σ’ έκανε να έρθεις εδώ πάνω;» τον ρώτησε εκείνη καθώς έπιανε τα χαλινάρια.

Ο Ποπκόφ ανασήκωσε τους τεράστιους ώμους του κάνοντας το δερμάτινο γιλέκο του να τρίξει.

«Σ’ έψαχνε η δεσποινίς Κάτια κι είδα πως το άλογο σου έλειπε». Χάιδεψε στοργικά τα καπούλια του αλόγου. «Σέλωσα λοιπόν το δικό μου και βγήκα να ψάξω. Το βρήκα δεμένο πιο πέρα». Τα μαύρα του μάτια καρφώθηκαν στα δικά της. «Είσαι σε θέση να ιππεύσεις;»

«Φυσικά».

«Δεν μου φαίνεσαι καλά».

Η Βαλεντίνα έφερε το χέρι της στο μάγουλο της. Αίμα έβαψε τα δάχτυλα της.

«Μπορώ να ιππεύσω», είπε.

«Να πηγαίνεις αργά. Τα πόδια σου είναι σε άσχημη κατάσταση».

Η Βαλεντίνα τράβηξε τα γκέμια κι έστριψε το κεφάλι του αλόγου της.

«Σ’ ευχαριστώ, Λιεβ. Σπασίμπα».

Χτύπησε με τις φτέρνες της τα πλευρά του αλόγου κι εκείνο ξεκίνησε με αργό καλπασμό τινάζοντας ένα γύρω τα νερά σαν ουράνιο τόξο.

Οι δυο καβαλάρηδες διέσχισαν γοργά το δάσος. Σε κάποιο σημείο ένα πεσμένο δέντρο έκοψε το δρόμο της Βαλεντίνας. Εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να το φέρει βόλτα, μόνο έβαλε την Ντάσα να το πηδήξει. Μια οργισμένη κραυγή ακούστηκε από πίσω της, μα η Βαλεντίνα δεν έδωσε σημασία.

Βγήκε από το δάσος και βρέθηκε ανάμεσα σε ηλιόλουστα χωράφια, βοσκοτόπια και φρουτόκηπους, που άστραφταν πράσινοι και χρυσοί. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα από ανακούφιση. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όλα ήταν ήσυχα. Κράτησε το άλογο της, το άφησε να πάρει μιαν ανάσα.

Από τον εφιάλτη του δάσους είχε βρεθεί σ’ έναν κόσμο γεμάτο φως κι αρώματα. Η έπαυλη των Ιβάνοφ υψωνόταν ένα χιλιόμετρο σχεδόν πιο κει, στην καρδιά του μεγάλου κτήματος, ξαπλωμένη στη λιακάδα σαν μεγάλη χρυσαφιά γάτα. Η θέα της έκανε τη Βαλεντίνα ν’ ανασαίνει πιο ελεύθερα.

«Εκείνο το άλμα ήταν επικίνδυνο. Ρισκάρεις πολύ».

Η κοπέλα κοίταξε στα δεξιά της. Ο νεαρός Κοζάκος με το άλογο του φάνταζε σαν βράχος λουσμένος στον ήλιο.

«Ήταν ο πιο σύντομος δρόμος», αποκρίθηκε.

«Ναι, αλλά είσαι τραυματισμένης «Τα κατάφερα όμως».

Ο Λιεβ κούνησε το κεφάλι του.

«Σ’ έχουν μαστιγώσει ποτέ;» τη ρώτησε.

«Τι;»

«Εκείνο το άλμα ήταν επικίνδυνο. Αν είχες πέσει, ο πατέρας σου θα έβαζε να με μαστιγώσουν με το κνούτο».

Η Βαλεντίνα τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. Το κνούτο ήταν ένα δερμάτινο μαστίγιο όπου συχνά έδεναν μεταλλικές αιχμές στις άκρες του, και παρόλο που η χρήση του είχε απαγορευτεί στη Ρωσία, το χρησιμοποιούσαν ακόμα για πειθαρχικές τιμωρίες. Στον τοίχο του γραφείου του πατέρα της κρεμόταν ένα τέτοιο, τυλιγμένο σαν φίδι. Η Βαλεντίνα κι ο Λιεβ κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, και ο ήλιος φάνηκε να σκοτεινιάζει. Πώς έπρεπε να είναι η ζωή ενός ανθρώπου κάτω από την καθημερινή απειλή της μαστίγωσης; Τα χαρακτηριστικά του Λιεβ ήταν βαριά και αυστηρά, χαρακωμένα κιόλας από ρυτίδες, αν και ήταν τόσο νέος.