Выбрать главу

Λες και δεν είχε συχνά αφορμή για να χαμογελάει. Ντροπή και ταραχή κυρίεψαν τη Βαλεντίνα.

«Συγγνώμη», είπε.

Ο Λιεβ άφησε ένα γρύλισμα.

Η κοπέλα κατέβασε πρώτη το βλέμμα. Χάιδεψε τα βελούδινα αφτιά της Ντάσας κι ύστερα πλατάγισε τη γλώσσα της. Το άλογο άρχισε να κατεβαίνει τριποδίζοντας την πλαγιά. Ο αέρας της έκοβε την ανάσα, ανακάτωνε τα μακριά μαλλιά της. Ένας αναβατήρας κόντευε να ξεφύγει απ το γυμνό της πόδι. Απτόητη, έγειρε πάνω στο λαιμό της Ντάσας και την προέτρεψε να τρέξει πιο γρήγορα.

Στα μισά της πλαγιάς, μια έκρηξη ξέσχισε τον αέρα. Η μισή έπαυλη σαν να ανασηκώθηκε τρέμοντας κι ύστερα κατέρρευσε μέσα σε σύννεφα σκόνης και γκρίζου καπνού. Η Βαλεντίνα άρχισε να ουρλιάζει.

Νιετ! Όχι! Μέσα στο μυαλό της Βαλεντίνας δεν χωρούσε καμιά άλλη λέξη: Νιετ! Ούτε η λέξη «αίμα» χωρούσε, ούτε οι λέξεις «πόνος» και «θάνατος».

Τα άλογα τους σταμάτησαν απότομα στα χαλίκια μπροστά στο σπίτι κι η Βαλεντίνα πήδηξε απ’ τη σέλα. Φασαρία. Άνθρωποι που τρέχουν σαν τρελοί. Οι υπηρέτες να φωνάζουν, να κλαίνε. Πηχτός πανικός να γεμίζει τον αέρα.

Σπασμένα γυαλιά χάμω, μυρωδιά καμένου στα ρουθούνια.

Ξεσέλωτα άλογα να τρέχουν ένα γύρω. Η λέξη «βόμβα»

ακουγόταν από πολλά στόματα.

«Μπαμπά!» ούρλιαξε η Βαλεντίνα.

Το γραφείο του πατέρα της βρισκόταν στην πλευρά του σπιτιού απ’ όπου έβγαινε ο καπνός και τύλιγε όλη την έπαυλη. Όταν βρισκόταν στο Τέσοβο, ο πατέρας της πήγαινε κάθε πρωί στο γραφείο του μετά το πρωινό, κι αφού είχε διαβάσει την εφημερίδα του έγραφε επιστολές και υπουργικά έγγραφα. Η Βαλεντίνα έκανε να τρέξει προς τα κει, αλλά ένα χέρι άρπαξε τον καρπό της και την ακινητοποίησε.

«Άφησε με, Λιεβ!» ούρλιαξε η κοπέλα.

«Νιετ».

«Πρέπει να δω αν ο μπαμπάς.»

«Νιετ. Το μέρος δεν είναι ασφαλές».

Τα βρόμικα νύχια του χώθηκαν στη λευκή της σάρκα.

Με το άλλο του χέρι κρατούσε τα χαλινάρια και των δυο αλόγων. Η Ντάσα τσαλαπατούσε αγριεμένα το χώμα με τα ρουθούνια ορθάνοιχτα, αλλά το άλλο, το βαρύ άλογο, στεκόταν ακίνητο με το βλέμμα καρφωμένο στον Ποπκόφ. Η κοπέλα σταμάτησε να παλεύει, ίσιωσε το κορμί της και είπε: «Λιεβ Ποπκόφ, σε διατάζω να μ’ αφήσεις».

Εκείνος την κοίταξε από ψηλά.

«Γιατί αλλιώς θα βάλεις να με μαστιγώσουν;»

Εκείνη τη στιγμή η Βαλεντίνα διέκρινε την πλάτη του πατέρα της να βγαίνει μέσα από τα σύννεφα της σκόνης και του καπνού.

«Μπαμπά!» ούρλιαξε.

Προτού καταφέρει να ξεφύγει από τον Ποπκόφ, μια μαύρη μορφή εμφανίστηκε μέσα από τους καπνούς βήχοντας και προσπαθώντας νανασάνει. Στα χέρια του κρατούσε κάτι που έμοιαζε με σπασμένο κορμί. Σκυμμένος πάνω του ο άντρας το κουνούσε πέρα δώθε. Κάτι φώναζε, μα για κάποιο λόγο η Βαλεντίνα δεν μπορούσε ν’ ακούσει τα λόγια του. Ο άντρας πλησίασε και σοκαρισμένη η κοπέλα είδε πως ο πατέρας της ήταν καλυμμένος ολόκληρος από ένα μαύρο κουκούλι.

«Μπαμπά!» ούρλιαξε ξανά.

Τούτη τη φορά ο Κοζάκος την άφησε. Καθώς η Βαλεντίνα ορμούσε μπροστά, είδε πως στο ένα πόδι του κορμιού που κουβαλούσε ο πατέρας της υπήρχε ένα κόκκινο παπούτσι, που η ίδια είχε βοηθήσει την αδελφή της να ψωνίσει στην Πετρούπολη. Το υπόλοιπο κορμί -πόδια, φόρεμα, πρόσωπο, μαλλιά εκτός από μια ξανθιά τούφα- ήταν καλυμμένο από καπνιά. Και ματωμένο.

«Κάτια.»

Η Βαλεντίνα ήθελε να κάνει την αδελφή της ν’ ανοίξει τα μάτια, ν’ ανασηκωθεί και να της χαμογελάσει. Όμως τα λόγια πνίγηκαν στο λαρύγγι της.

Ο πατέρας της φώναζε στους υπηρέτες.

«Τρεχάτε να φέρετε το γιατρό! Να έρθει αμέσως, για τ όνομα του Θεού!» Η φωνή του ράγισε. Η Βαλεντίνα άπλωσε το χέρι ν’ αγγίξει τη σπασμένη κούκλα, αλλά ο πατέρας της τραβήχτηκε απότομα. «Μην την αγγίζεις!»

«Μα.»

«Μην την αγγίζεις. Εσύ της το έκανες αυτό».

«Όχι, μπαμπά, εγώ είχα πάει με το άλογο στο-»

«Έπρεπε να την είχες πάρει μαζί σου. Σ’ έψαχνε παντού, σε περίμενε στο δωμάτιο σου. Εξαιτίας σου έγινε έτσι».

«Όχι.» ψιθύρισε η Βαλεντίνα.

«Ναι! Εγώ έπαιρνα το πρωινό μου αλλά αυτή είχε θυμώσει που έφυγες χωρίς να την πάρεις μαζί σου και πήγαινε εδώ κι εκεί. Πρέπει να πήγε και στο γραφείο μου. εκεί.»

Του ξέφυγε ένας λυγμός. «Θα τους τουφεκίσω τους φονιάδες! Μα το Θεό!»

«Κάτια.»

Το ξανθό, μαυρισμένο κεφάλι κουνήθηκε. Το κόκκινο παπούτσι άρχισε να τρέμει κι ένας αλλόκοτος, απόκοσμος ήχος βγήκε απ’ το γδαρμένο λαιμό της μικρής. Ο πατέρας της την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά του και τράβηξε για τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο, με τη Βαλεντίνα ξοπίσω του. Καθώς διάβαινε το κατώφλι, γύρισε απότομα και την κοίταξε. Το βλέμμα του την πάγωσε.