«Φύγε από δω, Βαλεντίνα. Φύγε από δω. Μια που τα άλογα έχουν για σένα μεγαλύτερη σημασία από την αδελφή σου, πήγαινε να βοηθήσεις να τα πιάσουν». Τα μάτια του έκλεισαν και κλυδωνίστηκε. Με μια κλοτσιά, της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα.
Η Βαλεντίνα απόμεινε να κοιτάζει τη στολισμένη με βαριά καρφιά χοντρή εξώπορτα και το σημάδι που είχαν κάνει αυτή κι η Κάτια με μια πέτρα για να μαρκάρουν το ύψος που είχε φτάσει το χιόνι τα Χριστούγεννα.
«Κάτια!» βόγκησε.
Πού να ήταν η μαμά; Ετοίμαζε ζεστό νερό και επιδέσμους; Άγρια χλιμιντρίσματα πίσω της την έκαναν να γυρίσει.
Πανικόβλητα άλογα έτρεχαν εδώ κι εκεί τινάζοντας τα κεφάλια και κλοτσώντας δεξιά κι αριστερά. Αφροί σκέπαζαν τις μουσούδες και τα πλευρά τους. Τι είχε γίνει στους στάβλους; Είχαν χτυπήσει κι εκεί οι επαναστάτες; Οι ιπποκόμοι κυνηγούσαν τα τρομαγμένα ζώα με φωνές, αλλά δεν φαινόταν πουθενά ο αρχισταβλίτης, ο Συμεών Ποπκόφ, ένας γίγαντας που ήξερε πώς να ελέγχει τα πάντα και να κατευνάζει τα νεύρα των ζώων.
Πού ήταν; Κι ο Λιεβ; Η Βαλεντίνα κατέβηκε τα σκαλοπάτια και έκανε τρέχοντας το γύρο του σπιτιού. Μήπως ο Συμεών είχε πιάσει κιόλας εκείνους που είχαν κάνει αυτό το τρομερό πράγμα στην Κάτια; Ο μπαμπάς θα της συγχωρούσε σίγουρα τον εγωισμό της αν του πήγαινε έναν από τους επαναστάτες.
«Συμεών!» φώναξε φτάνοντας στην αυλή των στάβλων.
Σταμάτησε απότομα με τα πνευμόνια της να την καίνε.
Η αυλή ήταν ήσυχη, άδεια. Μόνο η Ντάσα και το άσχημο άλογο του Λιεβ ήταν δεμένα σένα χαλκά. Έκαναν νευρικά κύκλους κι έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο. Στην πέρα άκρη της αυλής βρισκόταν το καλύβι που είχε για γραφείο ο αρχισταβλίτης. Οι πόρτες του ήταν ορθάνοιχτες. Στο μισοσκότεινο εσωτερικό του η κοπέλα διέκρινε μια φιγούρα με φαρδιές πλάτες γονατισμένη στο χώμα με σκυμμένο το κεφάλι.
«Συμεών!» φώναξε φοβισμένη.
Μα ο άντρας δεν ήταν ο αρχισταβλίτης, αλλά ο γιος του ο Λιεβ, που έσκυβε πάνω από κάτι πεσμένο στο πάτωμα.
Με την καρδιά της να βροντοχτυπάει η Βαλεντίνα έτρεξε στην καλύβα.
«Λιεβ, πού είναι.»
Ο πατέρας του Λιεβ, ο Συμεών Ποπκόφ, βρισκόταν εκεί μπροστά της με τα μέλη απλωμένα, τα μαύρα μάτια ορθάνοιχτα κειτόταν ανάσκελα στο πάτωμα. Ο λαιμός του ήταν κομμένος πέρα ως πέρα. Η Βαλεντίνα δεν είχε ξαναδεί τόσο αίμα. Είχε μουσκέψει το ρούχο του, τα μαλλιά του, σχημάτιζε λίμνη στο πάτωμα. Κόκκινα σωματίδια αιωρούνταν στον αέρα κι η μυρωδιά του αίματος την έκανε να πνιγεί.
Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει. Πετάρισε τα βλέφαρα για να διώξει την εικόνα από μπροστά της κι όταν το βλέμμα της καθάρισε κάπως, εστίασε πάνω στο γιο του Κοζάκου. Δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά του και το χέρι του κρατούσε το χέρι του πατέρα του σφιχτά, σαν να ήθελε να τον αποσπάσει από το Χάρο. Η Βαλεντίνα άπλωσε το χέρι της και το ακούμπησε στη ράχη του νέου που έτρεμε σύγκορμος. Τον χάιδεψε πιάνοντας τους σφιγμένος μυς του, νιώθοντας την απελπισία του.
«Λιεβ.» ψιθύρισε μαλακά. Του χάιδεψε το κεφάλι, τις μαύρες σαν σύρματα μπούκλες, θέλοντας να του απαλύνει τον πόνο - μα χωρίς να ξέρει πώς. «Πόσο λυπάμαι. Ήταν καλός άνθρωπος. Γιατί να του κάνουν τέτοιο κακό;»
Ο Ποπκόφ σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε θολά τα αίματα που είχαν πεταχτεί στους τοίχους. Η φωνή του βγήκε σαν μπουμπουνητό: «Ο πατέρας μου δεν τους ήταν τίποτα! Τίποτα! Το έκαναν μόνο και μόνο για ν’ αποδείξουν πόσο δυνατοί είναι. Και σαν προειδοποίηση για όσους δουλεύουν σε οικογένειες της δικής σας τάξης».
Της Βαλεντίνας της κόπηκε η ανάσα.
Απόμεινε μαρμαρωμένη, χωρίς να μπορεί ν’ ανασάνει.
Στο μυαλό της τριγύριζε η εικόνα της τσακισμένης Κάτιας, η έκφραση του πατέρα της. Τ’ αφτιά της γέμιζαν από το βαθύ θρήνο του Κοζάκου. Το χέρι της είχε απομείνει ακουμπισμένο στον ώμο του, σε μια μάταιη προσπάθεια να τον παρηγορήσει, ενώ ένα κύμα οργής φούντωνε μέσα της.
«Λιεβ, θα το πληρώσουν αυτό», φώναξε.
Εκείνος την κοίταξε με τα μαύρα σκοτεινά του μάτια.
«Δεν θα ησυχάσω και δεν θα ξεχάσω μέχρι να τους δω νεκρούς».
«Ούτε γώ θα ξεχάσω», αντιλάλησε η Βαλεντίνα.
Το βλέμμα της χάιδεψε το νεκρό Συμεών, που ήταν ο πρώτος άνθρωπος που την έβαλε να καθίσει πάνω σε άλογο όταν ήταν μόλις τριών χρόνων κι ο πρώτος που τη σήκωνε από χάμω όταν έπεφτε. Την ξεσκόνιζε σκασμένος στα γέλια και την ξανάβαζε πάνω στο άλογο.
«Δεν θα ξεχάσω», ορκίστηκε. «Ούτε θα συγχωρήσω».
Το σπίτι έμνησκε σιωπηλό, τα δωμάτια του σκοτεινά. Όλοι πατούσαν στα νύχια και μιλούσαν ψιθυριστά, όπως όταν έχει πεθάνει κάποιος. Η Βαλεντίνα ήθελε ν" ανοίξει με βία τις κουρτίνες και να φωνάξει: «Είναι ζωντανή ακόμα!» Μα δεν το έκανε, υπέμενε τον πόνο που της ξέσκιζε το στήθος και καθόταν δίπλα στη μητέρα της στο σαλόνι.