Τα λόγια δεν σήμαιναν πια τίποτα. Κλεισμένες στον εαυτό τους, περίμεναν ν’ ακούσουν τα βήματα του γιατρού στη σκάλα. Έκανε ζέστη στο δωμάτιο, αλλά η Βαλεντίνα ένιωθε τα κόκαλα της παγωμένα. Το βλέμμα της ακολουθούσε τις κινήσεις των δαχτύλων της μητέρας της που σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν, τραβολογούσαν τις δαντελένιες μανσέτες της, ησύχαζαν μια στιγμή και ξανάρχιζαν. Αυτό την τάραζε περισσότερο κι από την απελπισμένη έκφραση της μητέρας της και τις κοκκινίλες που είχαν απλωθεί στο πρόσωπο της. Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα πίστευε ακράδαντα ότι οι άνθρωποι πρέπει πάντα να συγκρατούν τα αισθήματα τους.
Και τώρα που η κόρη της έβλεπε τα χέρια της να βρίσκονται εκτός ελέγχου, νόμιζε πως ο κόσμος δεν ήταν πια ασφαλής.
«Πόσο ακόμα;» μουρμούρισε η Βαλεντίνα.
«Δεν μου αρέσει που μένει τόση ώρα πάνω ο γιατρός».
«Όχι, αυτό σημαίνει ότι τη βοηθάει. Δεν το έχει βάλει κάτω». Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Ξέρεις πόσο πεισματάρα είναι η Κάτια».
Της Ελιζαβέτας της ξέφυγε ένας λυγμός. Είχε ανατραφεί με την πίστη πως ο ρόλος της ήταν βασικά διακοσμητικός και σιωπηλός, πως ήταν εξάρτημα του αντρός της. Έπρεπε να δείχνει όμορφη και καλοαναθρεμμένη, κρεμασμένη στο μπράτσο του. Να του κάνει παιδιά, και οπωσδήποτε κι ένα αγόρι για να συνεχιστεί το όνομα της οικογένειας. Σ αυτό το τελευταίο είχε αποτύχει: Είχε γεννήσει δύο υγιή κορίτσια, αλλά της ήταν αδύνατο να συγχωρέσει τον εαυτό της που δεν έκανε γιο. Το έβλεπε σαν θεϊκή τιμωρία για κάποια άγνωστη, θανάσιμη αμαρτία της. Και τώρα, να πέσει τέτοια κατάρα στη μικρότερη κόρη της.
Παρόλο που η μητέρα της είχε καθημερινά κοινωνικές υποχρεώσεις, η Βαλεντίνα πίστευε συχνά πως τη βασάνιζε η μοναξιά. Πέρασε τώρα το μπράτσο της στη μέση της Ελιζαβέτας, σε μια σπάνια χειρονομία σωματικής επαφής και ταράχτηκε νιώθοντας το κορμί της να καίει. Η ίδια ήταν παγωμένη σαν μάρμαρο. Ακόμα και τώρα τα πλούσια ξανθά μαλλιά της μητέρας της ήταν μαζεμένα κομψά στην κορφή του κεφαλιού της και καθόταν στητή μέσα στην πανοπλία της από γαλλική δαντέλα και μετάξι, με μια καρφίτσα με αμέθυστο στο στήθος, και σφιγμένη στις μπαλένες του κορσέ της. Για πρώτη φορά η Βαλεντίνα σκέφτηκε ότι πιθανόν η μητέρα της ήξερε πόσο επικίνδυνος είναι ο κόσμος και γι’ αυτό δεν χαλάρωνε ποτέ.
Η Αστυνομία χτένιζε τα χωράφια και το δάσος, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε βρεθεί κανένας οπλισμένος άντρας.
«Μαμά», ψιθύρισε απαλά η Βαλεντίνα, «αν οι επαναστάτες δεν με είχαν κρατήσει στο δάσος, θα είχα γυρίσει πριν ξυπνήσει η Κάτια. Θα ήταν μαζί μου στο ποταμάκι κι όχι στο γραφείο του μπαμπά.»
Η Ελιζαβέτα γύρισε και κοίταξε εξεταστικά την κόρη της τα ρουθούνια της έπαιξαν και τα γαλανά της μάτια φάνταξαν ξέθωρα, λες και τα δάκρυα είχαν ξεπλύνει το χρώμα τους.
«Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο, Βαλεντίνα», είπε κι έσφιξε το χέρι της κόρης της.
«Ο μπαμπάς πιστεύει πως είναι».
«Ο πατέρας σου είναι οργισμένος. Ψάχνει να τα φορτώσει σε κάποιον».
«Μπορούσε να τα φορτώσει στους κουκουλοφόρους του δάσους».
«Αχ…» Η Ελιζαβέτα αναστέναξε βαθιά. «Κάνε υπομονή μαζί του, καλή μου. Δεν ξέρεις πόσα βασανίζουν το μυαλό του».
Η Βαλεντίνα ανατρίχιασε. Από δω κι εμπρός τίποτα δεν θα ήταν πια απλό κι εύκολο.
Η ατμόσφαιρα στην κρεβατοκάμαρα ήταν αποπνικτική.
Μα τι ήθελαν, να πάει η αδελφή της από ασφυξία; Παρ όλο που η καλοκαιρινή μέρα ήταν ζεστή, η φωτιά έκαιγε στο τζάκι, οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το λιγοστό φως έκανε τις σκιές να μοιάζουν με φαντάσματα που ελλόχευαν στις γωνίες. Είχαν επιτρέψει στη Βαλεντίνα να μείνει μονάχα πέντε λεπτά, κι αυτό ύστερα από πολλά παρακάλια.
Γονάτισε, τώρα, μπροστά στο κρεβάτι, ακούμπησε τα χέρια της στο κεντημένο σεντόνι και το σαγόνι της στις παλάμες για να μπορεί να κοιτάζει κατάματα την αδελφή «Κάτια.» ψιθύρισε, «Κάτια, πόσο λυπάμαι.»
Το πρόσωπο που έβλεπε στο κρεβάτι της σπάραζε την καρδιά. Λες κι είχαν περάσει ξαφνικά πενήντα χρόνια. Επιδερμίδα και μαλλιά γκρίζα, άψυχα, χείλη λεπτά, τραβηγμένα - μια γραμμή πόνου. Η Βαλεντίνα τη φίλησε στο μάγουλο και τα ρουθούνια της γέμισαν από μια βρομερή μυρωδιά.
Δεν ήξερε αν η Κάτια ήταν ξύπνια, αν είχε τις αισθήσεις της. Της είχαν πει ότι ο γιατρός της έδωσε κάτι. Σαν τι; Μορφίνη; Μα πώς ήταν δυνατό η πανέμορφη ξανθιά αδελφή της να κρύβεται κάτω από αυτή τη γερασμένη μάσκα; Η Βαλεντίνα άγγιξε διστακτικά το σκονισμένο μπράτσο που κειτόταν έξω από τα σκεπάσματα. Ήταν ξένο, άγριο και ροζιασμένο. Τι είχαν γίνει εκείνα τα βελούδινα μέλη που κολυμπούσαν στο ποταμάκι κι έκοβαν ασημένια κλαδιά από τις κλαίουσες ιτιές για να φτιάξουν καλυβάκια; Ένα μεγάλο δάκρυ έσταξε στο σκονισμένο χέρι της αδελφής της. Η Βαλεντίνα ταράχτηκε. Δεν είχε καταλάβει ότι έκλαιγε. Ακούμπησε το μάγουλο της στο χέρι της μικρής κι ένιωσε σαν να είχε ακουμπήσει πάνω σένα φούρνο.