Выбрать главу

«Εγώ το προκάλεσα αυτό», μουρμούρισε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μίλησε πιο δυνατά. «Κάτια, εγώ είμαι, η Βαλεντίνα».

Καμιά απάντηση.

Έσκυψε και φίλησε τα βρόμικα μαλλιά της αδελφής της.

«Μ’ ακούς;»

Καμιά απάντηση.

«Κάτια, σε παρακαλώ.»

Ένα βλέφαρο χρυσό και γκρίζο πετάρισε.

«Κάτια!»

Μια γαλάζια χαραμάδα άνοιξε στο ένα μάτι.

Η Βαλεντίνα έγειρε πιο κοντά.

«Γεια σου, γλυκιά μου».

Η χαραμάδα άνοιξε λίγο ακόμα. Τα χείλη της Κάτιας κινήθηκαν, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος.

Η Βαλεντίνα ακούμπησε τ’ αφτί της στο στόμα της αδελφής της κι ένιωσε μια ξέπνοη ανάσα.

«Τι είναι; Πονάς; Ο γιατρός.»

«Φοβάμαι».

Η Βαλεντίνα ένιωσε να πνίγεται. Φίλησε ξανά και ξανά το μάγουλο της αδελφής της μέχρι να ξαναβρεί τη φωνή της.

«Μη φοβάσαι, Κάτια. Εγώ είμαι εδώ. Θα σε φροντίζω, θα σε κρατάω ασφαλή για όλη την υπόλοιπη ζωή μας». Έσφιξε τα δαχτυλάκια της αδελφής της κι είδε ένα αχνό χαμόγελο να σχηματίζεται στην άκρη των χειλιών της.

«Ορκίσου το», ψιθύρισε η Κάτια.

«Τ’ ορκίζομαι. Στη ζωή μου».

Τα μάτια της Κάτιας έκλεισαν αργά κι οι γαλάζιες χαραμάδες εξαφανίστηκαν. Η σκιά του χαμόγελου, όμως, παρέμεινε στα χείλη της κι η Βαλεντίνα της κράτησε σφιχτά το χέρι μέχρι που ήρθαν και την έβγαλαν έξω.

3

Αγία Πετρούπολη

Δεκέμβρης 1910

 

«Μαντεμουαζέλ, κορίτσια, σήμερα θα γίνει μια μεγάλη τιμή στο σχολείο μας. Είναι μια μέρα που θα τη θυμόμαστε πάντα. Περιμένω από όλες σας να δώσετε τον καλύτερο εαυτό σας. Πρέπει να λάμψετε σήμερα!»

Η διευθύντρια σταμάτησε απότομα. Τα καλογραμμένα φρύδια της υψώθηκαν αηδιασμένα. Τα κορίτσια κράτησαν την ανάσα τους περιμένοντας να δουν σε ποιο άτυχο πλάσμα θα ξεσπούσε η οργή της. Σφιγμένη στο σκούρο της φουστάνι με τον ψηλό γιακά, που τον έκλεινε μια μεγάλη καρφίτσα με καμέο, η μαντάμ Πέτροβα βάδισε πάνω κάτω στη μεγάλη αίθουσα του οικοτροφείου του «Ινστιτούτου Αικατερίνσκι», κοιτάζοντας τις μαθήτριες της όπως εξετάζει ένας στρατηγός τα στρατεύματα του.

«Μαντεμουαζέλ Νάντια», είπε ξερά.

Η Βαλεντίνα κοίταξε στενοχωρημένη τη φίλη της, που είχε ρίξει μελάνια στην καθαρή ποδιά της.

«Ίσια το κορμί σου, κοπέλα μου. Το ότι βρίσκεσαι στην πίσω σειρά δεν σημαίνει ότι μπορείς και να κρεμιέσαι έτσι.

Μήπως θέλεις να σου δέσω ένα μπαστούνι στην πλάτη;»

«Όχι, μαντάμ». Η Νάντια ίσιωσε το κορμί της αλλά κράτησε τα χέρια της σταυρωμένα για να κρύβουν το λεκέ στην ποδιά της.

«Μαντεμουαζέλ Αλεξάνδρα, σήκωσε αυτή την μπούκλα που πέφτει στο μάγουλο σου».

Η διευθύντρια προχώρησε πιο κάτω.

«Μαντεμουαζέλ Αιμιλία, κλείσε τα πόδια σου. Δεν είσαι άλογο. Μαντεμουαζέλ Βαλεντίνα, πάψε να κουνιέσαι έτσι!»

Η Βαλεντίνα κοκκίνισε και κοίταξε τα δάχτυλα της που έπαιζαν ασταμάτητα καθώς προσπαθούσε να τα κρατήσει ζεστά. Δεν μπορούσε να παίξει με κρύα δάχτυλα. Αναστέναξε σιγανά. Έτσι γινόταν πριν από κάθε συναυλία. Εκείνη όμως είχε εξασκηθεί τόσο πολύ στο «Νυκτερινό», που το άκουγε και στον ύπνο της, μαζί με τα χλιμιντρίσματα των αφηνιασμένων αλόγων. Δεν είχε ξανακαβαλήσει άλογο από τότε που έγινε η έκρηξη -και δεν είχε σκοπό να ξανακαβαλήσει- αλλά οι φωνές των αλόγων στοίχειωναν πάντα το μυαλό της, όσο δυνατά κι αν χτυπούσε τα πλήκτρα του πιάνου.

«Μαντεμουαζέλ Βαλεντίνα».

«Μάλιστα, μαντάμ».

«Μην ξεχνάς ότι σήμερα θα παίξεις για τον ίδιο τον τσάρο».

«Μάλιστα, μαντάμ».

Σήμερα θα έπαιζε το «Νυκτερινό» του Σοπέν καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

Ο Γιενς Φριις κοίταξε λοξά το ρολόι του τοίχου. Το απόγευμα δεν έλεγε να κυλήσει και του ερχόταν ν’ αρχίσει να χασμουριέται.

Τέντωσε όσο μπορούσε τα μέλη του κι άλλαξε εκνευρισμένος θέση πάνω στο κάθισμα. Τον είχαν κουράσει τ’ ατελείωτα ποιήματα και τραγούδια αλλά και τούτη η καρέκλα που δεν ήταν φτιαγμένη για ανθρώπους με μέλη σαν της καμηλοπάρδαλης, όπως ήταν αυτός. Ήταν έξω φρενών με την κόμισσα Σερόβα που τον είχε κουβαλήσει με το ζόρι σε τούτο το παρθεναγωγείο. Πνιγόταν στη δουλειά, έπρεπε να μελετήσει τα καινούργια οικοδομικά σχέδια που του είχαν στείλει σήμερα. Άσε που έκανε διαβολεμένο κρύο εδώ μέσα. Πώς το άντεχαν τα ταλαίπωρα τα κορίτσια; Στους πάγκους, που ήταν αραδιασμένοι κατά μήκος του τοίχου, οι μαθήτριες κάθονταν αλύγιστες μες στα μαύρα τους φορέματα με τις λευκές πελερίνες και τις λευκές ποδιές. Λες κι ήταν αγάλματα από χιόνι.

Κοίταξε την κοπέλα που τραγουδούσε. Ευχάριστη φωνή, μα όχι σπουδαία. Και το τραγούδι ήταν ένα από εκείνα τα βαρετά γερμανικά λίντερ που σιχαινόταν, που έλεγες πως δεν θα τελείωναν ποτέ. Η ματιά του πήγε προς την πόρτα κι αναμέτρησε τις πιθανότητες που είχε να το σκάσει.