Выбрать главу

«Γιενς», ψιθύρισε δίπλα του η κόμισσα Ναταλία Σερόβα. «Φρόνιμα».

«Δυστυχώς, αυτές οι αριστοκρατικές απολαύσεις ξεπερνάνε το χωριάτικο μυαλό μου».

Τα γκρίζα μάτια της κόμισσας τον αγριοκοίταξαν κι ύστερα γύρισε μπροστά. Ο Γιενς μύρισε το άρωμα της. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν από το Παρίσι, όπως και το καπέλο της, ένα τρελό κατασκεύασμα από μετάξι και φτερά που του φέρνε γέλια. Το μακρύ εφαρμοστό παλτό της ήταν αχνοπράσινο κι αναδείκνυε την κοριτσίστικη κορμοστασιά της -κι ας ήταν τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνων-, σμαράγδια έλαμπαν στ’ αφτιά και στο λαιμό της. Είχε υπέροχο γούστο αυτό δεν σήκωνε συζήτηση. Γιος Δανού τυπογράφου, ο Γιενς είχε μεγαλώσει στην Κοπεγχάγη μέσα σε μυρωδιές από μελάνια, όμως τώρα στα είκοσι επτά του μάθαινε να εκτιμάει τα φίνα αρώματα της Αγίας Πετρούπολης.

«Γίνεσαι προκλητικός», ψιθύρισε η κόμισσα. Άκου τη Μαρία».

Α! Ώστε αυτό το αηδονάκι ήταν η Μαρία, η ανιψιά της κόμισσας. Ο Γιενς τη θυμήθηκε αόριστα. Την είχε γνωρίσει πριν από δύο χρόνια, όταν η κόμισσα τον είχε σύρει πάλι εδώ να παρακολουθήσει ένα κοντσ4ρτο. Τότε είχε την τιμή να γνωρίσει για πρώτη φορά και τον τσάρο Νικόλαο.

Δεν έπρεπε να ξεχνάει ότι του τον είχε γνωρίσει η κόμισσα Ναταλία Σερόβα. Της χρωστούσε πολλά, κι ας τον εκμεταλλευόταν ο άντρας της που τον έβαζε να δουλεύει ως μηχανικό στο κτήμα τους.

Σήμερα, ο τσάρος Νικόλαος καθόταν στητός σε μια πολυθρόνα με ψηλή πλάτη στο κέντρο της αίθουσας, χωρίς να δείχνει αν έπληττε ή διασκέδαζε. Ήταν μικροκαμωμένος κι έκρυβε το αδύνατο σαγόνι του πίσω από μια μεγάλη καστανή γενειάδα - όπως έκρυβε και το μικροσκοπικό κορμί του κάτω από ογκώδεις στρατιωτικές στολές σχεδιασμένες για να εντυπωσιάζουν. Έτσι και τώρα, φορούσε ένα μεγαλόπρεπο χιτώνιο στο μπλε του παγονιού, φορτωμένο παράσημα και χρυσές αλυσίδες.

Ο Γιενς δεν ήταν ο μόνος που πίστευε ότι ο τσάρος Νικόλαος Αλεξάντροβιτς Ρομανόφ ήταν λάθος άνθρωπος σε λάθος θέση, εντελώς διαφορετικός από τον ορμητικό και καταπιεστικό πατέρα του, τον τσάρο Αλέξανδρο Γ, που ήταν κοντά δυο μέτρα ψηλός και συμπεριφερόταν λες και ήταν το σιδερένιο χέρι του Θεού. Τώρα, όμως, που η Ρωσία κινδύνευε να κόψει μόνη της το λαιμό της, χρειαζόταν απελπισμένα έναν ηγέτη που να διαθέτει σοφία και δύναμη.

«Μπράβο!» φώναξε ο τσάρος. «Μπράβο, μαντεμουαζέλ Μαρία».

Επευφημίες και χειροκροτήματα γέμισαν την αίθουσα.

Δόξα τω Θεώ, η ανιψιά είχε τελειώσει κι ο Γιενς αναστέναξε με ανακούφιση μια που τώρα θα μπορούσε να φύγει και να επιστρέψει στη δουλειά του. Την άλλη στιγμή όμως, ένα μεγάλο πιάνο με ουρά που βρισκόταν στην πέρα άκρη ζωντάνεψε κι η ψηλοτάβανη αίθουσα γέμισε μουσική. Ο Γιενς βόγκησε από μέσα του. Ήταν κάτι του Σοπέν, ενός από τους λιγότερο αγαπητούς του συνθέτες, που κλαψούριζε πάντα γεμάτος παράπονο και απελπισία.

Κοίταξε ποιος έπαιζε. Ήταν ένα λεπτοκαμωμένο πλασματάκι με μαύρη πυκνή χαίτη δεμένη με μια μαύρη κορδέλα. Δεκαεπτά, δεκαοκτώ χρόνων. Φορούσε τη στολή του «Ινστιτούτου Αικατερίνσκι» και κανονικά έπρεπε να δείχνει άχρωμη κι ανώνυμη, όπως όλα τ’ άλλα κορίτσια. Μα εκείνη δεν ήταν σαν τις άλλες. Είχε κάτι στην υπνωτική χάρη με την οποία κουνούσε τα χέρια της, που έκανε το βλέμμα του να μείνει καρφωμένο πάνω της.

Η κοπέλα είχε μικρά δυνατά δάχτυλα που πετούσαν πάνω στα πλήκτρα κι εξέφραζαν τον εσωτερικό της κόσμο. Η μουσική ανέβηκε σε μια δυνατή συγχορδία μινόρε, η ομορφιά της πλημμύρισε τον Γιενς και, στα καλά καθούμενα, του σπάραξε την καρδιά. Έκλεισε τα μάτια καθώς οι νότες άγγιζαν κάτι βαθιά μέσα του και το έκαναν να ματώσει.

Πιέστηκε ν’ ανοίξει τα μάτια του και βάλθηκε να περιεργάζεται αυτή την κοπέλα που μπορούσε να μεταμορφώνει τη μουσική σε όπλο.

Δεν κουνιόταν με δραματικό τρόπο πάνω στο σκαμνί του πιάνου. Μόνο τα χέρια της κουνιόνταν και το κεφάλι της, σαν ν’ ανήκαν στη μουσική κι όχι στο σώμα της. Η επιδερμίδα της ήταν λευκή σαν ελεφαντόδοντο και το πρόσωπό της ανέκφραστο - εκτός από τα μάτια της. Αυτά ήταν μαύρα και τεράστια και ξεχείλιζαν από ένα συναίσθημα που του Γιενς του φάνηκε περισσότερο σαν μανία παρά σαν έκσταση. Πού έβρισκε τόσο δυνατά συναισθήματα μια τόσο μικρή κοπέλα; Η μουσική τελείωσε μέσα σένα στεναγμό κι η κοπέλα κρέμασε το κεφάλι. Τα μαύρα της μαλλιά έκρυψαν το πρόσωπο της κι ακούμπησε μαλακά τα χέρια της στα γόνατα της. Την τάραξε ένα ελαφρό τρέμουλο, καθώς η σιωπή βασίλεψε στην αίθουσα. Ο Γιενς κοίταξε τον τσάρο. Δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα στα μαγουλά του. Σήκωσε αργά τα αυτοκρατορικά του χέρια και βάλθηκε να χειροκροτεί. Όλη η αίθουσα τον μιμήθηκε. Ο Γιενς κοίταξε ξανά τη νεαρή πιανίστρια. Είχε στρέψει το κεφάλι, και τα φωτεινά μαύρα της μάτια ήταν καρφωμένα στα δικά του. Ήταν γελοίο, μα έδειχνε σαν να ήταν οργισμένη μαζί του.