Ο Τοτός ξαναζητάει λοιπόν και τον πιάνει ο χασάπης και τον κρεμάει ανάποδα (и вот Тотос снова просит, и берет его мясник и вешает верх ногами; ξαναζητάω; πιάνω).
Έτσι όμως που τον κρέμασε (вися таким образом: «как его повесили»), βλέπει ο Τοτός ένα αρνί κρεμασμένο και το ρωτάει (видит Тотос барана, подвешенного /за ноги/, и спрашивает его):
– «Και εσύ για κόκα κόλα ήρθες (и ты за кока-колой пришел?; έρχομαι);»
Μια βραδιά ο πατέρας του Τοτού είχε καλεσμένους στο σπίτι και τον έστειλε να πάρει κόκα κόλα. Πάει λοιπόν ο Τοτός και κατά λάθος, μπαίνει στο χασάπικο.
Αφηρημένος όπως ήταν ζητάει του χασάπη μια κόκα κόλα. Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και αυτός φεύγει. Πάει στο σπίτι και το λέει του πατέρα του ότι δεν είχε το μαγαζί. Αυτός του είπε να ξαναπάει.
Ξαναπάει λοιπόν στο χασάπικο και ξαναλέει του χασάπη να του δώσει κόκα κόλα. Ο χασάπης του λέει ότι δεν έχει και ότι αν του το ξαναπεί, θα τον κρεμάσει ανάποδα.
Ο Τοτός ξαναζητάει λοιπόν και τον πιάνει ο χασάπης και τον κρεμάει ανάποδα.
Έτσι όμως που τον κρέμασε, βλέπει ο Τοτός ένα αρνί κρεμασμένο και το ρωτάει:
– «Και εσύ για κόκα κόλα ήρθες;»
Έσκαβε ο Τοτός στην αυλή του μια τρύπα (выкопал Тотос во дворе ямку: «отверстие»; σκάβω). Περνούσε ο γείτονας και είδε τον Τοτό να σκάβει (проходил сосед и увидел, как Тотос копает; περνάω; βλέπω). Τον ρωτάει (спрашивает его):
– Τι κάνεις εκεί μικρέ (что ты там делаешь, малыш; κάνω);
– Πέθανε το καναρίνι μου και το θάβω (умерла моя канарейка, и я ее хороню; πεθάνω), αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι (отвечает Тотос с поникшей головой; αποκρίνομαι; σκύβω – гнуть, нагибать).
– Και γιατί κάνεις τόσο μεγάλη τρύπα (а зачем делаешь такую большую ямку: «дыру»); Ξαναρωτάει ο γείτονας (снова спрашивает сосед).
– Γιατί το καναρίνι μου είναι μέσα στον ηλίθιο τον γάτο σου, απαντάει ο Τοτός (потому что моя канарейка внутри твоего тупого кота, отвечает Тотос; ο γάτος).
Έσκαβε ο Τοτός στην αυλή του μια τρύπα. Περνούσε ο γείτονας και είδε τον Τοτό να σκάβει. Τον ρωτάει:
– Τι κάνεις εκεί μικρέ;
– Πέθανε το καναρίνι μου και το θάβω, αποκρίνεται ο Τοτός με σκυμμένο το κεφάλι.
– Και γιατί κάνεις τόσο μεγάλη τρύπα; Ξαναρωτάει ο γείτονας.
– Γιατί το καναρίνι μου είναι μέσα στον ηλίθιο τον γάτο σου, απαντάει ο Τοτός.
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο (Тотос играет некоторое время в саду; ο κήπος), και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει (и мать, наконец, ему кричит; φωνάζω):
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι (хватит уже, собирайся домой; μαζεύομαι)! Τι κάνεις τόση ώρα (что ты там делаешь столько времени; η ώρα – час; время);
Ο μικρός απαντά (ребенок отвечает; μικρός – маленький; ο μικρός – ребенок):
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού (оставь меня, мама, я играю с дедушкой; ο παππούς)!
Κι η μητέρα του μονολογεί (и его мать говорит себе; μονολογώ; ο μονόλογος – монолог):
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού (ах, дрянной мальчишка, опять выкопал дедушку; ξεθάβω)!
Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο, και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει:
– Άντε πιά μαζέψου σπίτι! Τι κάνεις τόση ώρα;
Ο μικρός απαντά:
– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού!
Κι η μητέρα του μονολογεί:
– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού!
Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του (Тотос другу своего отца; ο φίλος; ο πατέρας):
– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας (это правда то, что говорит папа мой про вас);
– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου (что именно он говорит, детка);
– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας (ну что вы сделали себя сам; δημιουγούμαι – творить, создавать).
– Ναι, αλήθεια είναι (да, это правда).
– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος (а тогда почему вы не позаботились стать более высоким и более красивым; φροντίζω);