Выбрать главу

– «Γεια σας, θέλω να αγοράσω μια Πόρσε καλή (здравствуйте, хочу купить хороший порше; αγοράζω)»

Τότε ο καταστηματάρχης του δείχνει μια τέλεια Πόρσε (тогда владелец предприятия показывает ему безупречный порше; το κατάστημα – магазин; предприятие; δείχνω).

– «Πόσο κοστίζει;» ρωτάει αυτός (сколько стоит, спрашивает тот).

– «Κοστίζει 200.000€.»

– «Μα εγώ έχω μόνο 199.999€ (но у меня только: «но я имею только»)

– Συγνώμη κύριε αλλά πρέπει να μας δώσετε όλα τα λεφτά (извините, господин, но вы должны нам заплатить полную сумму: «все деньги»; δίνω – давать; платить) άμα θέλετε το αυτοκίνητο (если желаете /приобрести/ автомобить; άμα – как только, когда; если).

– «Καλά», λέει και βγαίνει στον δρόμο (хорошо, говорит и выходит на улицу; ο δρόμος – дорога, путь; улица). Βρίσκει έναν περαστικό πόντιο τον Γιωρίκα και τον ρωτάει (находит = встречает там проходившего мимо понтийца Йорикаса и спрашивает его):

– «Έχετε 1€ να πάρω μια Πόρσε (у вас есть 1€, чтобы я купил: «взял» порше; παίρνω);» Και ο Γιωρίκας του απαντά (а Йорикас ему отвечает):

– «Ορίστε πάρε 2€ και πάρε μου και εμένα μια (вот, держи 2€ и возьми и мне один; παίρνω)!

Ένας λεφτάς πάει σε μια αυτοκινητοβιομηχανία που πουλούσε μόνο Πόρσε. Πάει και ρωτάει τον πωλητή:

– «Γεια σας θέλω να αγοράσω μια Πόρσε καλή»

Τότε ο καταστηματάρχης του δείχνει μια τέλεια Πόρσε.

– «Πόσο κοστίζει;» ρωτάει αυτός.

– «Κοστίζει 200.000€.»

– «Μα εγώ έχω μόνο 199.999€.»

Συγνώμη κύριε αλλά πρέπει να μας δώσετε όλα τα λεφτά άμα θέλετε το αυτοκίνητο.

– «Καλά», λέει και βγαίνει στον δρόμο. Βρίσκει έναν περαστικό πόντιο τον Γιωρίκα και τον ρωτάει:

– «Έχετε 1€ να πάρω μια Πόρσε;» Και ο Γιωρίκας του απαντά:

– «Ορίστε πάρε 2€ και πάρε μου και εμένα μια!

* * *

Στον Κατακλυσμό, ο Νώε, έχει συγκεντρώσει ένα ζευγάρι από όλα τα είδη των ζώων (во /время/ Всемирного потопа Ной собрал по паре от всех видов животных; ο κατακλυσμός – потоп, наводнение; συγκεντρώνω; το είδος; το ζώο).

Ανάμεσά τους, είναι κι ένα βατραχάκι (среди них есть = был и лягушонок; ο βάτραχος – лягушка; -άκι – уменьш. суффикс) που τον έχει ζαλίσει στις ερωτήσεις (которая замучила его вопросами; ζαλίζω – вызывать головокружение; утомлять, докучать; η ερώτηση).

Μια μέρα, έρχεται το βατραχάκι και ρωτάει το Nώε (однажды приходит лягушоноки спрашивает Ноя):

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα (Но-о-о-ой, что будем е-е-е-есть сего-о-одня; τρώω);

– Πατάτες! του απαντάει ο Νώε (картошку, ей отвечает Ной).

Την επόμενη μέρα (на следующий день)…

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα (Ной, что будем есть сегодня);

– Πατάτες! του απαντάει πάλι ο Νώε (картошку, ей отвечает опять Ной).

Την τρίτη μέρα (на третий день)…

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;

– Πατάτες!

Την τέταρτη μέρα (на четвертый день)…

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;

– Σήμερα, απαντάει εκνευρισμένος ο Νώε (сегодня, отвечает рассерженно: «раздраженный» Ной), θα φάμε ένα πράσινο ζωάκι με μεγάλο στόμα (будем есть зеленую зверюшку с большим ртом; το ζώο – животное; -άκι – уменьш. суффикс)!

Και το βατραχάκι, σουφρώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το στόμα του (а лягушка, сморщив как только могла свой рот; σουφρώνω):

– Αααααα! Το καημένο το κροκοδειλάκι (а-а-а, бедного крокодильчика; ο κροκόδειλος)!

Στον Κατακλυσμό, ο Νώε, έχει συγκεντρώσει ένα ζευγάρι από όλα τα είδη των ζώων.

Ανάμεσά τους, είναι κι ένα βατραχάκι που τον έχει ζαλίσει στις ερωτήσεις.

Μια μέρα, έρχεται το βατραχάκι και ρωτάει το Nώε:

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;

– Πατάτες! του απαντάει ο Νώε.

Την επόμενη μέρα…

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;

– Πατάτες! του απαντάει πάλι ο Νώε.

Την τρίτη μέρα…

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;

– Πατάτες!

Την τέταρτη μέρα…