– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Σήμερα, απαντάει εκνευρισμένος ο Νώε, θα φάμε ένα πράσινο ζωάκι με μεγάλο στόμα!
Και το βατραχάκι, σουφρώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το στόμα του:
– Αααααα! Το καημένο το κροκοδειλάκι!
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο (понтиец идет в киоск). Ρωτάει τον περιπτερά (спрашивает продавца киоска; ο περιπτεράς):
– «Αγγλικά ξέρεις (английский знаешь);»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς (нет, отвечает продавец). «Καλά,» λέει ο Πόντιος και φεύγει (ладно, говорит понтиец и уходит). Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει (идет в другой и снова спрашивает; ρωτάω; ξανα– – /прист./ снова, опять):
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς (нет, говорит и тот продавец). «Καλά,» λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά (наконец, после того, как он обошел много киосков; γυρίζω – кружиться, вращаться; прогуливаться), πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο (идет в последний киоск; πηγαίνω). Το ίδιο πάλι (то же самое снова).
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι,» λέει ο περιπτεράς (да, отвечает продавец)! Και λέει ο Πόντιος (тогда понтиец говорит).
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro (э, подай: «принеси» мне тогда Marlboro; φέρνω)!»
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο. Ρωτάει τον περιπτερά:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά, πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο. Το ίδιο πάλι.
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι λέει ο περιπτεράς!» Και λέει ο Πόντιος.
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro!»
Η δασκάλα στο μαθητή (учительница – ученику; ο μαθητής):
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου (почему ты не стараешься исправить свой почерк: «свои буквы»?; φτιάχνω – делать, изготовлять; поправлять, приводить в порядок; το γράμμα);
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός (потому что, когда вырасту, хочу стать врачом; άμα – как только; когда; μεγαλώνω – выращивать, воспитывать; расти, вырастать; μεγάλος – большой; взрослый; γίνομαι)!
Η δασκάλα στο μαθητή:
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου;
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός!
Ξέρεις να μας πεις δύο αντωνυμίες (назови нам: «знаешь, чтобы нам сказать» два местоимения?; ξέρω; λέω – сказать)
Ποιος; εγώ (кто? я?);
Μπράβο παιδί μου (молодец: «браво, ребенок мой»).
Ξέρεις να μας πεις δύο αντωνυμίες;
Ποιος; εγώ;
Μπράβο παιδί μου.
Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη (учитель спрашивает в классе; ρωτάω):
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου (если у меня будет: «если имею» 20 яблок в руках), και πάρω άλλα 30 τι θα έχω (и возьму еще 30, что будет у меня; παίρνω);
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε (очень большие руки; ο κύριος – господин)!
Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη:
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου, και πάρω άλλα 30 τι θα έχω;
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε!
Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο (спрашивает ребенок учителя):
– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε (раз земля вращается, как вы говорите), γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα (почему не падают верх ногами люди, когда земля повернута верх ногами; το πόδι – нога; ανάποδα – верх ногами);
– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας (не падают, потому что их держит закон притяжения; πέφτω; κρατάω).
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν (а до того, как был принят этот закон, как они держались; ψηφίζω – голосовать; ψηφίζομαι – быть одобренным /о законопроекте/; κρατιέμαι);
Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο:
– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε, γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα;
– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας.
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν;
Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη (однажды в классе говорит учительница Тасулису):