Выбрать главу

Ήρθα να πάρω το βίος μου πίσω, του λέει.

Να 'σαι καλά, Νικόλα, μ' έκανες και γέλασα, του απαντάει ο Σάββας.

Πάμε ξανά ένα στοίχημα (заключим: "пойдём" снова пари), τι έχω μέσα στο σακί; (что имею внутри мешка? = что у меня в мешке?) Αν χάσω (если проиграю), σου δίνω ό (тебе даю то), τι έβγαλα τόσον καιρό στα ξένα (что получил / заработал за столько времени на чужбине). Αν κερδίσω (если выиграю), μου δίνεις το βίος μου πίσω (мне даёшь богатство моё обратно), του λέει ο Νικόλας (ему говорит Николас).

Κι ο Σάββας δέχτηκε το στοίχημα (и Савва принял пари).

Μαζεύτηκε κόσμος την άλλη μέρα (собрался народ на следующий день) στην πλατεία για να δουν (на площади, чтобы посмотреть) ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει (кто выиграет и кто проиграет).

– Πάμε ξανά ένα στοίχημα, τι έχω μέσα στο σακί; Αν χάσω, σου δίνω ό, τι έβγαλα τόσον καιρό στα ξένα. Αν κερδίσω, μου δίνεις το βίος μου πίσω, του λέει ο Νικόλας.

Κι ο Σάββας δέχτηκε το στοίχημα.

Μαζεύτηκε κόσμος την άλλη μέρα στην πλατεία για να δουν ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει.

– Πάει ο καημένος ο Νικόλας (идёт несчастный Николас), του σάλεψε (/он/ сошёл с ума; σαλεύω – двигать; σάλεψε το μυαλό του – он сошёл с ума), έλεγαν μεταξύ τους (говорили между собой: "между ними").

– Τι το 'βαλε το στοίχημα; (на что поставил пари? = на что он спорил?)

Γάτα είναι στο σακί (кошка в мешке). Δεν την ακούει; (/разве/ не слышишь её?) Ως πέρα ακούγεται το νιαούρισμα (издалека слышится мяуканье).

Μη, Νικόλα μου, του φώναζε η Νικόλαινα (нет, Николас мой, – ему закричала жена). Κράτα αυτά που έβγαλες στα ξένα (сохрани то, что приобрёл на чужбине; κρατώ – держать; удерживать) κι άσ' το να πάει στο καλό (и будь что будет: «оставь это идти к хорошему»).

Πάει ο καημένος ο Νικόλας, του σάλεψε, έλεγαν μεταξύ τους.

Τι το 'βαλε το στοίχημα;

Γάτα είναι στο σακί. Δεν την ακούει; Ως πέρα ακούγεται το νιαούρισμα.

– Μη, Νικόλα μου, του φώναζε η Νικόλαινα. Κράτα αυτά που έβγαλες στα ξένα κι άσ' το να πάει στο καλό.

Ο Νικόλας ατάραχος (Николас /оставался/ невозмутимый), δεκάρα δεν έδινε (не обращал внимания; η δεκάρα – монета в 10 лепт; небольшая сумма денег; δεκάρα δε δίνω – мне до этого дела нет, меня это не касается; гроша ломаного не дам).

– Λοιπόν, Σάββα, τι έχει μέσα το σακί; (итак, Савва, что имеет внутри мешка? = что у Николаса в мешке?)

Κι ο Σάββας γελώντας κοροϊδευτικά (и Савва, улыбаясь насмешливо, /говорит/):

– Γάτα έχει (кошку имеет = кошка у него там). Ξέρεις άλλο ζώο να νιαουρίζει; (знаешь другое животное, чтобы мяукало?)

– Πώς δεν ξέρω! Για δες! (как не знаю = как не знать! Вот, посмотри / давай, посмотри!)

Ο Νικόλας ατάραχος, δεκάρα δεν έδινε.

Λοιπόν, Σάββα, τι έχει μέσα το σακί; Κι ο Σάββας γελώντας κοροϊδευτικά:

Γάτα έχει. Ξέρεις άλλο ζώο να νιαουρίζει;

Πώς δεν ξέρω! Για δες!

Και φραπ! (и – раз!) Ανοίγει το σακί (открывает мешок) και πετιέται από μέσα ο παπαγάλος (и вылетает изнутри попугай)!

– Να σου γίνει μάθημα (пусть тебе станет уроком)! Να σου γίνει μάθημα! Να σου γίνει μάθημα, κυρ Σάββα, είπε ο παπαγάλος (пусть тебе станет уроком, господин Савва, сказал попугай) και του 'ριξε μια κουτσουλιά κατευθείαν στο μουστάκι (и ему сбросил помёт прямо на усы).

Ο Νικόλας, λοιπόν, πήρε πίσω το βίος του (Николас, итак, взял обратно имущество своё) κι η Νικόλαινα έκλεισε για καλά το στόμα της (и его жена закрыла как следует рот свой; για καλά – здорово, сильно, основательно). Κι ο παπαγάλος έζησε μαζί τους (и попугай жил с ними) ζωή χαρισάμενη (жизнью прекрасной) κι εμείς ακόμα καλύτερη (и мы ещё лучше).

Και φραπ! Ανοίγει το σακί και πετιέται από μέσα ο παπαγάλος!

– Να σου γίνει μάθημα! Να σου γίνει μάθημα! Να σου γίνει μάθημα, κυρ Σάββα, είπε ο παπαγάλος και του 'ριξε μια κουτσουλιά κατευθείαν στο μουστάκι.

Ο Νικόλας, λοιπόν, πήρε πίσω το βίος του κι η Νικόλαινα έκλεισε για καλά το στόμα της. Κι ο παπαγάλος έζησε μαζί τους ζωή χαρισάμενη κι εμείς ακόμα καλύτερη.

Τα δώρα της βασιλοπούλας. (подарки царевны = для царевны)

Ζούσε μια φορά ένας άρχοντας (жил однажды: "один раз" богач) που είχε τρεις γιους (который имел трёх сыновей). Ήταν τρία παλικάρια (были три мόлодца), σαν τα κρύα τα νερά (как холодные воды), το ένα καλύτερο απ' το άλλο (один красивее другого).

Τα χρόνια περνούσαν (время шло) κι ο άρχοντας καταλάβαινε (и богач понимал) πως έπρεπε να παντρέψει τα παιδιά του (что нужно женить детей его), να δει κι αυτός εγγόνια (чтобы увидел и он внуков).

Πιάνει τον πρώτο, τον μεγαλύτερο και του λέγει (берёт = зовёт первого, старшего, и ему говорит):

Ζούσε μια φορά ένας άρχοντας που είχε τρεις γιους. Ήταν τρία παλικάρια, σαν τα κρύα τα νερά, το ένα καλύτερο απ' το άλλο.

Τα χρόνια περνούσαν κι ο άρχοντας καταλάβαινε πως έπρεπε να παντρέψει τα παιδιά του, να δει κι αυτός εγγόνια.

Πιάνει τον πρώτο, τον μεγαλύτερο και του λέγει:

– Άιντε, γιε μου (давай-ка, сын мой), να βρούμε μια νύφη να σε παντρέψουμε (найдём невесту, чтобы тебя женить), να πάρουν σειρά τ' αδέρφια σου (чтобы заняли очередь братья твои = чтобы следующими были братья твои).

Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα (дочь царя хочу /в жёны/, отец). Ή αυτήν ή καμιά άλλη (или её или никакую другую).

Πήραν τα μυαλά σου αέρα; (ты зазнался?: "взяли мозги твои воздух?") Εμείς δεν είμαστε βασιλιάδες (мы не цари) για να πάρουμε νύφη βασιλοπούλα (чтобы брать невесту царевну).

Άιντε, γιε μου, να βρούμε μια νύφη να σε παντρέψουμε, να πάρουν σειρά τ' αδέρφια σου.

– Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα. Ή αυτήν ή καμιά άλλη.

– Πήραν τα μυαλά σου αέρα; Εμείς δεν είμαστε βασιλιάδες για να πάρουμε νύφη βασιλοπούλα.

Πάει πιάνει τον δεύτερο (идёт берёт второго = царь зовёт второго сына).

Γιε μου (сын мой), κάνε εσύ την αρχή (сделай ты начало = начни ты), μια κι ο μεγάλος είναι κοκορόμυαλος (раз уж старший /сын/ – легкомысленный; μια και – раз, если; ο κόκ(κ)ορας – петух, το μυαλό – мозг, ум) και μεγαλοπιάνεται (и заносится; μεγαλοπιάνομαι – важничать, чваниться).

Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα (дочь царя хочу, отец). Ή αυτήν ή καμία άλλη (или её или никакую другую).

Βρε, κακό που με βρήκε (эх, вот горе-то на мою голову: "зло, которое меня нашло")! Παρ' τον έναν (схвати одного) και χτύπα τον άλλο (и побей другого)! φώναξε ο πατέρας (закричал отец).

Πάει πιάνει τον δεύτερο.

Γιε μου, κάνε εσύ την αρχή, μια κι ο μεγάλος είναι κοκορόμυαλος και μεγαλοπιάνεται.

Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα. Ή αυτήν ή καμία άλλη.

Βρε, κακό που με βρήκε! Παρ' τον έναν και χτύπα τον άλλο! φώναξε ο πατέρας.

Ήρθε κι η σειρά του τρίτου του μικρότερου (пришла и очередь третьего, младшего).

– Βρε, μπας κι είσαι κι εσύ (эй, может, и ты) σαν τ' αδέρφια σου (как братья твои) κι έχεις βάλει στο μάτι τη βασιλοπούλα; (и положил глаз на царевну? "и положил в глаз царевну?")

– Ή αυτήν ή καμιά άλλη, αποκρίθηκε ο τρίτος (или её или никакую другую, – ответил третий).

Ήρθε κι η σειρά του τρίτου του μικρότερου.

– Βρε, μπας κι είσαι κι εσύ σαν τ' αδέρφια σου κι έχεις βάλει στο μάτι τη βασιλοπούλα;

– Ή αυτήν ή καμιά άλλη, αποκρίθηκε ο τρίτος.

Μεγάλους μπελάδες έβαλε ο άρχοντας στο κεφάλι του (большие хлопоты положил богач в голову свою = призадумался богач). Τι να κάνει; (что ему делать?) Πώς να παντρέψει τους γιους του με τη βασιλοπούλα; (как /он/ поженит сыновей своих на царевне?) Έκατσε, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε (сел, подумал, снова подумал), φύσηξε, ξεφύσηξε (пыхтел-пыхтел: "вдыхал, выдыхал"), στο τέλος τη βρήκε τη λύση (наконец нашёл решение).