Μεγάλους μπελάδες έβαλε ο άρχοντας στο κεφάλι του. Τι να κάνει; Πώς να παντρέψει τους γιους του με τη βασιλοπούλα; Έκατσε, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, φύσηξε, ξεφύσηξε, στο τέλος τη βρήκε τη λύση.
– Ένα έχω να σας πω, τους λέγει (одно имею вам сказать = вот что я вам только скажу, – им говорит). Αν θέλετε να 'χετε μούτρα (если хотите иметь лица = если хотите осмелиться; παίρνω τα μούτρα μου – осмеливаться, набираться наглости) να ζητήσετε τη βασιλοπούλα για γυναίκα σας (попросить царевну для жены вашей = в жёны), πρέπει να 'στε άξιοι (дόлжно, чтобы /вы/ были достойными). Πάρτε όσα φλουριά θέλετε (берите сколько монет хотите = берите столько денег, сколько захотите) και τραβήξτε το δρόμο σας (и отправляйтесь своей дорогой). Ψάξτε και βρείτε κι οι τρεις (ищите и найдите и три = все трое ищите и найдите) από ένα δώρο για τη βασιλοπούλα (по одному подарку для царевны). Όποιος φέρει το πιο καλό δώρο (кто приносит самый хороший подарок), αυτός θα τη ζητήσει απ' το βασιλιά (тот её попросит /в жёны/ у царя).
Έτσι κι έγινε (так и случилось).
– Ένα έχω να σας πω, τους λέγει. Αν θέλετε να 'χετε μούτρα να ζητήσετε τη βασιλοπούλα για γυναίκα σας, πρέπει να 'στε άξιοι. Πάρτε όσα φλουριά θέλετε και τραβήξτε το δρόμο σας. Ψάξτε και βρείτε κι οι τρεις από ένα δώρο για τη βασιλοπούλα. Όποιος φέρει το πιο καλό δώρο, αυτός θα τη ζητήσει απ' το βασιλιά.
Έτσι κι έγινε.
Παίρνει ο πρώτος δρόμο προς την ανατολή (отправляется первый /сын/ на восток: "берёт первый дорогу на восток"). Γύρισε χώρες και χώρες (проходил страны и страны), πολιτείες και χωριά (города и деревни), ώσπου στο τέλος έφτασε σ' ένα μεγάλο παζάρι (пока наконец /не/ прибыл на один базар). Τίποτα δεν του φαινόταν άξιο (ничто ему не казалось достойным) για τη βασιλοπούλα (для царевны). Ξαφνικά βλέπει ένα νάνο κουτσό (вдруг видит карлика хромого) και κακομούτσουνο (и некрасивого; κακός – плохой, дурной; η μουτσούνα – рожа) να διαλαλεί την πραμάτεια του (расхваливающего товар свой), ένα παλιό σκοροφαγωμένο χαλί (старый, изъеденный молью ковёр):
Παίρνει ο πρώτος δρόμο προς την ανατολή. Γύρισε χώρες και χώρες, πολιτείες και χωριά, ώσπου στο τέλος έφτασε σ' ένα μεγάλο παζάρι. Τίποτα δεν του φαινόταν άξιο για τη βασιλοπούλα. Ξαφνικά βλέπει ένα νάνο κουτσό και κακομούτσουνο να διαλαλεί την πραμάτεια του, ένα παλιό σκοροφαγωμένο χαλί:
Πάρε, πάρε το χαλάκι (возьми, возьми коврик) να πετάξεις σαν πουλάκι (чтобы полететь как птичка).
Άκουσα καλά (слышал хорошо = я правильно тебя расслышал) ή με γελούν τ' αυτιά μου; (или меня обманывают уши мои? γελώ – смеяться; обманывать) του λέει ο νέος (ему говорит юноша).
Είναι μαγικό (/ковёр/ волшебный). Κάτσε πάνω του (садись сверху него = на него), σταύρωσε το στις τέσσερις γωνιές (перекрести его в четырёх углах; ο σταυρός – крест) και θα σε πάει όπου θες (и /он/ тебя отнесёт, куда захочешь).
Πάρε, πάρε το χαλάκι να πετάξεις σαν πουλάκι.
Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
Είναι μαγικό. Κάτσε πάνω του, σταύρωσε το στις τέσσερις γωνιές και θα σε πάει όπου θες.
Και πόσα ζητάς; (и сколько просишь /за него/?)
– Χίλια γρόσια για σένα (тысячу грошей для тебя) που φαίνεσαι αρχοντόπουλο (который кажешься сыном богача = раз уж ты выглядишь как сын богача, давай тысячу).
Παζάρι στο παζάρι (торговались они торговались; το παζάρι – рынок, базар; торг, спор) το πήρε μ' οχτακόσια (его /ковёр/ взял = купил за восемьсот).
Και πόσα ζητάς;
Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο.
Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια.
Ο δεύτερος γιος πήρε το δρόμο για τη θάλασσα (второй сын отправился к морю). Πέρασε κάμπους και βουνά, λιμάνια και λιμάνια (проходил поля и горы, гавани и гавани), κι έφτασε στο τέλος στην καλύβα ενός ψαρά (и пришёл наконец к хижине рыбака). Ο ψαράς κοίταζε πέρα (рыбак смотрел вдаль) κατά τη δύση μ' ένα μονόκυαλο (на запад в подзорную трубу; ср. монокль) και μουρμούριζε (и бормотал):
– Για δες, για δες τι γίνεται πέρα, μακριά στα ξένα (посмотри, посмотри, что происходит вдали, далеко на чужбине).
Ο δεύτερος γιος πήρε το δρόμο για τη θάλασσα. Πέρασε κάμπους και βουνά, λιμάνια και λιμάνια, κι έφτασε στο τέλος στην καλύβα ενός ψαρά. Ο ψαράς κοίταζε πέρα κατά τη δύση μ' ένα μονόκυαλο και μουρμούριζε:
Για δες, για δες τι γίνεται πέρα, μακριά στα ξένα.
Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; (/я/ слышал хорошо, или меня обманули уши мои?) του λέει ο νέος (ему говорит юноша).
Είναι μαγικό (/она/ волшебная). Πάρ' το (возьми её = купи её) και θα δεις μ' αυτό (и увидишь с ней = с её помощью) ό, τι βάλει ο νους σου (всё, что придёт тебе на ум: «то, что бросает ум твой»; ср. ο νους του πάντα πάει στο κακό – ум его всегда идёт к плохому = у него всегда плохое на уме), όσο μακριά κι αν είναι (насколько далеко бы /оно/ ни было).
Και πόσα ζητάς; (и сколько просишь?)
Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο (раз ты выглядишь как сын богача, давай тысячу).
Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια (торговались они торговались, её взял = купил за восемьсот).
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Πάρ' το και θα δεις μ' αυτό ό, τι βάλει ο νους σου, όσο μακριά κι αν είναι.
– Και πόσα ζητάς;
– Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο. Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια.
Ο τρίτος γιος τράβηξε κατά τη δύση (третий сын отправился на запад). Πέρασε βουνά και λαγκάδια (проходил горы и долины), ποτάμια και ρεματιές (реки и овраги), κι έφτασε σ' ένα κάστρο αψηλό και σαράνταπυργο (и прибыл в замок высокий и сорокабашенный; ο πύργος – башня). Αφέντης του κάστρου ήταν (хозяин замка был) ο πιο ξακουστός μάγος της δύσης (самый знаменитый волшебник запада). Τον κατάλαβε ο μάγος (его заметил волшебник; καταλαβαίνω – понимать; замечать) και βγήκε ψηλά στο παραθύρι (и вышел = высунулся высоко в окно). Κρατούσε ένα ρόδι και τραγουδούσε (держал гранат и пел):
Ο τρίτος γιος τράβηξε κατά τη δύση. Πέρασε βουνά και λαγκάδια, ποτάμια και ρεματιές, κι έφτασε σ' ένα κάστρο αψηλό και σαράνταπυργο. Αφέντης του κάστρου ήταν ο πιο ξακουστός μάγος της δύσης. Τον κατάλαβε ο μάγος και βγήκε ψηλά στο παραθύρι. Κρατούσε ένα ρόδι και τραγουδούσε:
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο (может воскресить умершего), αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο (если не прошли сутки; το μερόνυχτο: η μέρα – день + η νύχτα – ночь) απ' την ώρα που πέθανε (с момента, когда /тот/ умер).
– Και πόσα ζητάς;
– Δεν το πουλώ (его не продаю), χάρισμα σου (подарок тебе), γιατί 'σαι αρχοντόπουλο (потому что /ты/ сын богача) και το θες για την καλή σου (и его /гранат/ хочешь для любимой тоей; καλός – хороший; любимый), είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε (сказал волшебник, который всё знал и всё предвидел).
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο, αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο απ' την ώρα που πέθανε.
– Και πόσα ζητάς:
– Δεν το πουλώ, χάρισμα σου, γιατί 'σαι αρχοντόπουλο και το θες για την καλή σου, είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε.