Выбрать главу

– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.

– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο, αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο απ' την ώρα που πέθανε.

– Και πόσα ζητάς:

– Δεν το πουλώ, χάρισμα σου, γιατί 'σαι αρχοντόπουλο και το θες για την καλή σου, είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε.

Κι έτσι ο τρίτος γιος πήρε το ρόδι το μαγεμένο (и вот третий сын взял гранат заколдованный) για να το πάει στην καλή του (чтобы отнести любимой своей), όπως του 'πε ο μάγος (как ему сказал волшебник).

Μια μέρα (в один день = однажды), σ' ένα δρόμο έξω απ' το χωριό (на одной дороге далеко от деревни; έξω από – вне, за пределами; подальше от), τα τρία αδέρφια αντάμωσαν (три брата встретились) για να δείξουν τα δώρα τους ο ένας στον άλλο (чтобы показать подарки их друг другу: "один другому"), πριν πάνε στο πατρικό τους (прежде чем идти в отчий /дом/ свой).

– Για να δούμε τι γίνεται στον κόσμο (давайте посмотрим, что происходит в мире), είπε ο δεύτερος γιος κι έβγαλε το μονόκυαλο (сказал второй брат и достал трубу) και κοίταξε πέρα, προς το παλάτι του βασιλιά (и посмотрел вдаль, на дворец царя).

Κι έτσι ο τρίτος γιος πήρε το ρόδι το μαγεμένο για να το πάει στην καλή του, όπως του 'πε ο μάγος.

Μια μέρα, σ' ένα δρόμο έξω απ' το χωριό, τα τρία αδέρφια αντάμωσαν για να δείξουν τα δώρα τους ο ένας στον άλλο, πριν πάνε στο πατρικό τους.

– Για να δούμε τι γίνεται στον κόσμο, είπε ο δεύτερος γιος κι έβγαλε το μονόκυαλο και κοίταξε πέρα, προς το παλάτι του βασιλιά.

Αμέσως κοκάλωσε (тотчас оцепенел). Τι ήταν αυτό που είδε (что он увидел! "что было то, что увидел")! Τη βασιλοπούλα την πεντάμορφη (царевну прекраснейшую) πεθαμένη στο κρεβάτι της (умершую на кровати её) κι από πάνω το βασιλιά και τη βασίλισσα να μοιρολογάνε (и над /ней/ царя и царицу, причитающих)!

– Μπρος, αδέρφια μου, είπε ο πρώτος (вперёд, братья мои, – сказал первый). Ελάτε να κάτσουμε στο χαλί μου (давайте сядем на ковёр мой), να το σταυρώσουμε στις γωνιές (перекрестим его в углах) και γραμμή για το παλάτι (и прямиком во дворец).

Έτσι κι έγινε (так и случилось).

Αμέσως κοκάλωσε. Τι ήταν αυτό που είδε! Τη βασιλοπούλα την πεντάμορφη πεθαμένη στο κρεβάτι της κι από πάνω το βασιλιά και τη βασίλισσα να μοιρολογάνε!

– Μπρος, αδέρφια μου, είπε ο πρώτος. Ελάτε να κάτσουμε στο χαλί μου, να το σταυρώσουμε στις γωνιές και γραμμή για το παλάτι.

Έτσι κι έγινε.

Σαν έφτασαν στο παλάτι (когда прибыли во дворец), μπαίνει μπροστά ο τρίτος αδερφός (выходит вперёд третий брат) με το μαγεμένο ρόδι στα χέρια του (с заколдованным гранатом в руках его) και πάει και το βάζει μες στην αγκαλιά της πεθαμένης βασιλοπούλας (и идёт и его помещает в руки: "объятия" умершей царевны; η αγκαλιά – объятие). Κι εκείνη άνοιξε μεμιάς τα μάτια της (и она открыла тотчас глаза её; μεμιάς – моментально, сразу) κι ήρθε ξανά το χρώμα στα μαγουλά της (и пришёл снова = и вернулся цвет на щёки её) και κοκκίνισαν τα χείλη της (и покраснели губы её). Ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια (царь не находил слов) να τους ευχαριστήσει (чтобы их отблагодарить). Ποιον όμως να διαλέξει γι' άντρα (кого же, однако, /ему/ выбрать в мужья) της μονάκριβης βασιλοπούλας; (одной-единственной царевне?)

Σαν έφτασαν στο παλάτι, μπαίνει μπροστά ο τρίτος αδερφός με το μαγεμένο ρόδι στα χέρια του και πάει και το βάζει μες στην αγκαλιά της πεθαμένης βασιλοπούλας. Κι εκείνη άνοιξε μεμιάς τα μάτια της κι ήρθε ξανά το χρώμα στα μαγουλά της και κοκκίνισαν τα χείλη της. Ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια να τους ευχαριστήσει. Ποιον όμως να διαλέξει γι' άντρα της μονάκριβης βασιλοπούλας;

Παλικάρια μου, τους είπε (молодцы мои, – им сказал), κι οι τρεις είστε άξιοι και πεντάξιοι (и три = все три /вы/ достойные и очень достойные; πέντε – пять). Μα ένας θα πάρει τη βασιλοπούλα (но один возьмёт царевну /в жёны/). Θα σας βάλω ένα αίνιγμα (/я/ вам загадаю загадку) κι όποιος το λύσει (и кто её решит) αυτός θα πάρει την κόρη μου (тот возьмёт дочь мою /в жёны/): Θέλω ως αύριο το πρωί να μου φέρετε (хочу до завтра утра чтобы мне принесли = хочу, чтобы вы принесли мне до завтрашнего утра) το κεφάλι μου στο πιάτο (голову мою на тарелке)!

Παλικάρια μου, τους είπε, κι οι τρεις είστε άξιοι και πεντάξιοι. Μα ένας θα πάρει τη βασιλοπούλα. Θα σας βάλω ένα αίνιγμα κι όποιος το λύσει αυτός θα πάρει την κόρη μου: Θέλω ως αύριο το πρωί να μου φέρετε το κεφάλι μου στο πιάτο!

Τα παλικάρια έμειναν ασάλευτα (молодцы остались неподвижные = замерли от удивления).

– Το κεφάλι σου στο πιάτο; (голову твою на тарелке?) Αυτό δε γίνεται, βασιλιά μου (это невозможно: "это не происходит", царь мой), είπαν κι οι τρεις μ' ένα στόμα (сказали трое в один голос: "одним ртом").

– Γίνεται, γίνεται (возможно, возможно) και ξαναματαγίνεται (и снова

вновь возможно = ещё как возможно; ξανα-, ματαприставки, обозначающие

повторение действия) σιγοτραγούδησε ο βασιλιάς και τους άφησε (медленно пропел царь и их оставил; σιγο- – первая часть сложных слов – тихо; медленно).

Τα παλικάρια έμειναν ασάλευτα.

Το κεφάλι σου στο πιάτο; Αυτό δε γίνεται, βασιλιά μου, είπαν κι οι τρεις μ' ένα στόμα.

Γίνεται, γίνεται και ξαναματαγίνεται, σιγοτραγούδησε ο βασιλιάς και τους

άφησε.

Οι τρεις γιοι, σκεφτικοί και αμίλητοι (три сына, задумавшиеся и безмолвные; σκέφτομαι – думать; μιλώ – говорить), πήραν το δρόμο για το πατρικό (отправляются в отчий /дом/). Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα (когда рассвело: "когда рассвёл Бог день"), πήγαν και βρήκαν τον πατέρα τους (пошли и нашли отца их).

– Πατέρα, είπε ο πρώτος (отец, – сказал первый), εγώ δεν μπόρεσα να βρω λύση στο αίνιγμα του βασιλιά (я не смог найти решения загадке царя) κι ούτε μπορώ να του πάρω το κεφάλι (и не могу ему отрубить голову: "взять голову"). Δεν είμαι άξιος για τη βασιλοπούλα (/я/ не достоин царевны).

– Πατέρα, είπε ο δεύτερος (отец, – сказал второй) ούτε εγώ είμαι άξιος (и я не достоин) κι ούτε μπορώ να πάρω το κεφάλι του βασιλιά (и не могу отрубить голову царю).

Οι τρεις γιοι, σκεφτικοί και αμίλητοι, πήραν το δρόμο για το πατρικό. Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, πήγαν και βρήκαν τον πατέρα τους.

– Πατέρα, είπε ο πρώτος, εγώ δεν μπόρεσα να βρω λύση στο αίνιγμα του βασιλιά κι ούτε μπορώ να του πάρω το κεφάλι. Δεν είμαι άξιος για τη βασιλοπούλα.

– Πατέρα, είπε ο δεύτερος ούτε εγώ είμαι άξιος κι ούτε μπορώ να πάρω το κεφάλι του βασιλιά.

– Πατέρα, δώσε μου μόνο ένα φλουρί (отец, дай мне только одну золотую монету), ένα πιάτο και την ευχή σου, είπε ο τρίτος (тарелку и благословение твоё, – сказал третий).

Ο πατέρας παραξενεύτηκε (отец удивился), μα του 'δωσε το φλουρί που του ζήτησε (но ему дал монету, которую /тот/ у него просил). Πήρε κι ένα πιάτο το παλικάρι (взял и тарелку мόлодец) και ξεκίνησε για το παλάτι (и отправился во дворец). Σαν έφτασε (когда пришёл), έβαλε το φλουρί μέσα στο πιάτο (положил монету на тарелку) και το 'δειξε στο βασιλιά (и её показал царю).

– Πατέρα, δώσε μου μόνο ένα φλουρί, ένα πιάτο και την ευχή σου, είπε ο τρίτος.

Ο πατέρας παραξενεύτηκε, μα του 'δωσε το φλουρί που του ζήτησε. Πήρε κι ένα πιάτο το παλικάρι και ξεκίνησε για το παλάτι. Σαν έφτασε, έβαλε το φλουρί μέσα στο πιάτο και το 'δειξε στο βασιλιά.

Η μία όψη στο φλουρί (изображение на монете; η όψη – вид; форма; облик, внешность; образ) τ' αφέντη μου η κεψαλή (хозяина моего голова), είπε το παλικάρι στο βασιλιά (сказал молодец царю) κι εκείνος χαμογέλασε (и тот улыбнулся) ευχαριστημένος με την εξυπνάδα και την αξιοσύνη του (довольный сообразительностью и ловкостью его).