Και πήρε ο τρίτος γιος τη βασιλοπούλα για γυναίκα του (и взял третий сын царевну в жёны себе) κι έγινε κι αυτός μια μέρα άξιος βασιλιάς (и стал и он однажды: "в один день" достойным царём).
Κι ήταν όλοι στο παλάτι πλούτο (и были все во дворце богатом) και χαρά γεμάτοι (и радости полные)!
Η μία όψη στο φλουρί τ' αφέντη μου η κεψαλή, είπε το παλικάρι στο βασιλιά κι εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένος με την εξυπνάδα και την αξιοσύνη του.
Και πήρε ο τρίτος γιος τη βασιλοπούλα για γυναίκα του κι έγινε κι αυτός μια μέρα άξιος βασιλιάς.
Κι ήταν όλοι στο παλάτι πλούτο και χαρά γεμάτοι!
Ο σοφός χωρικός. (Мудрый крестьянин)
Μια φορά και έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), ήταν ένας βασιλιάς που ντύθηκε κουρελής (был царь, который оделся бродягой; το κουρέλι – тряпка, во мн. ч. – тряпьё, лохмотья) και βγήκε να δει πώς ζουν (и вышел посмотреть, как живут) οι άνθρωποι στο βασίλειο του (люди в царстве его). Περπάτησε, περπάτησε, κανένας δεν τον γνώρισε (шёл, шёл, никто его не узнал), στο τέλος (под конец) συνάντησε έναν άνθρωπο (встретил человека) που έσκαβε το χωράφι (который вскапывал поле).
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που ντύθηκε κουρελής και βγήκε να δει πώς ζουν οι άνθρωποι στο βασίλειο του. Περπάτησε, περπάτησε, κανένας δεν τον γνώρισε, στο τέλος συνάντησε έναν άνθρωπο που έσκαβε το χωράφι.
Ο Θεός να σ' έχει καλά (Бог тебе да пошлёт добра), άνθρωπε της γης (человек земли), είπε ο βασιλιάς (сказал царь).
Και σένα, άρχοντα της γης (и тебе, правитель земли), αποκρίθηκε ο χωρικός (ответил крестьянин).
– Γιατί με λες άρχοντα; (почему меня называешь правителем?: "меня говоришь правителем") Σου μοιάζω γι' άρχοντας εγώ ο κουρελής; (тебе напоминаю правителя я, бродяга?)
Ο Θεός να σ' έχει καλά, άνθρωπε της γης, είπε ο βασιλιάς.
Και σένα, άρχοντα της γης, αποκρίθηκε ο χωρικός.
Γιατί με λες άρχοντα; Σου μοιάζω γι' άρχοντας εγώ ο κουρελής;
– Όλοι άρχοντες της γης είμαστε (все /мы/ правители земли). Ο Θεός μας έκανε για τη γη (Бог нас создал для земли).
Ο βασιλιάς θαύμασε τα λόγια του χωρικού (царь удивился словам крестьянина) και του είπε (и ему сказал):
Δουλεύεις πολύ (работаешь много) κι ας είσαι περασμένος στα χρόνια (пусть и преклонный в годах = хоть ты и преклонных лет).
Δουλεύω για να θρέψω (работаю, чтобы кормить) ανθρώπους πιο γέρους από μένα (людей более старых, чем я).
Όλοι άρχοντες της γης είμαστε. Ο Θεός μας έκανε για τη γη. Ο βασιλιάς θαύμασε τα λόγια του χωρικού και του είπε:
Δουλεύεις πολύ κι ας είσαι περασμένος στα χρόνια.
Δουλεύω για να θρέψω ανθρώπους πιο γέρους από μένα.
Και πόσα βγάζεις; (и сколько выручаешь?)
– Βγάζω όσα χρειάζονται (выручаю, сколько необходимо) για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου (чтобы ел я и жена моя), άλλα τόσα για να ξεπληρώσω (ещё столько, чтобы выплачивать; άλλος – прочий, другой, следующий) ένα χρέος μου παλιό (долг мой старый), άλλα τόσα για να δανείζω (ещё столько, чтобы давать в долг; το δάνειο – заём) κι άλλα τόσα για να πετώ στον αέρα (и ещё столько, чтобы бросать в воздух).
– Και πόσα βγάζεις;
– Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου, άλλα τόσα για να ξεπληρώσω ένα χρέος μου παλιό, άλλα τόσα για να δανείζω κι άλλα τόσα για να πετώ στον αέρα.
Ο βασιλιάς απόρησε (царь удивился; απορώ – удивляться, недоумевать):
Τι λες, άνθρωπε μου; (что говоришь, мил человек: "человек мой"?) Τι εννοείς με όλα αυτά; (Что подразумеваешь под всем этим?)
Κάτσε (садись) να σου πω (/я/ тебе скажу) να καταλάβεις (чтобы /ты/ понял). Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου (выручаю, сколько необходимо, чтобы ел я и жена моя). Αυτό το κατάλαβες (это /ты/ понял). Ξεπληρώνω το χρέος (выплачиваю долг) που έχω απέναντι στους γονείς μου (который имею перед родителями моими) και βγάζω όσα χρειάζονται (и зарабатываю, сколько нужно) για να φάνε τα παιδιά μου (чтобы ели дети мои). Κι αυτά είναι τα δανεικά (и это данное взаймы) που θα μου γυρίσουν σα γεράσω (которое мне вернут, когда состарюсь).
Ο βασιλιάς απόρησε:
Τι λες, άνθρωπε μου; Τι εννοείς με όλα αυτά;
Κάτσε να σου πω να καταλάβεις. Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου. Αυτό το κατάλαβες. Ξεπληρώνω το χρέος που έχω απέναντι στους γονείς μου και βγάζω όσα χρειάζονται για να φάνε τα παιδιά μου. Κι αυτά είναι τα δανεικά που θα μου γυρίσουν σα γεράσω.
Καλά μέχρι εδώ (хороши до сих пор: "досюда") και σοφά τα λόγια σου (и мудры слова твои). Μα αυτά που πετάς στον αέρα (но то, что бросаешь в воздух) για ποιον τα πετάς; (для кого это бросаешь?)
– Αυτά που πετώ στον αέρα (то, что бросаю в воздух) είναι ο φόρος που δίνω στο βασιλιά (это/ налог, который даю царю) και ποτέ δε γυρίζει πίσω (и никогда не возвращается назад), αποκρίθηκε ο χωρικός δίχως να ξέρει σε ποιον μιλάει (ответил крестьянин, не зная: "без того, чтобы знал", с кем говорит).
Καλά μέχρι εδώ και σοφά τα λόγια σου. Μα αυτά που πετάς στον αέρα για ποιον τα πετάς;
Αυτά που πετώ στον αέρα είναι ο φόρος που δίνω στο βασιλιά και ποτέ δε γυρίζει πίσω, αποκρίθηκε ο χωρικός δίχως να ξέρει σε ποιον μιλάει.
Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος (царь остался онемевший = царь онемел). Τι να κάνει; (Что ему делать?) Να του πάρει το κεφάλι (ему отрубить голову: "забрать голову") που μιλάει έτσι για το βασιλιά (который говорит так о царе) ή να θαυμάσει τη σοφία του; (или удивиться мудрости его?)
– Μιλάς έτσι (говоришь так) γιατί δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς (потому что не знаешь, с кем говоришь), του είπε και του φανερώθηκε ποιος είναι (ему сказал /царь/ и показался, кто /он/ есть; φανερώνομαι – появляться; раскрываться, обнаруживаться).
– Βασιλιά μου, για να 'ρθεις κουρελής (царь мой, раз /ты/ пришёл бродягой), ήθελες ν' ακούσεις αλήθειες (/ты/ хотел услышать правду) κι όχι να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου (а не чтобы тебе ласкали уши твои), αποκρίθηκε ο χωρικός (ответил крестьянин).
Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος. Τι να κάνει; Να του πάρει το κεφάλι που μιλάει έτσι για το βασιλιά ή να θαυμάσει τη σοφία του;
– Μιλάς έτσι γιατί δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς, του είπε και του φανερώθηκε ποιος είναι.
– Βασιλιά μου, για να 'ρθεις κουρελής, ήθελες ν' ακούσεις αλήθειες κι όχι να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου, αποκρίθηκε ο χωρικός.
– Έτσι είναι (это так). Έχεις δίκιο (ты прав = имеешь правоту; ср. το δίκαιο / το δίκιο – право; правота) κι ας μη μ' αρέσουν αυτά που είπες (пусть даже мне не нравится то, что ты говоришь). Κοίτα όμως (смотри, однако), μην πεις πουθενά όσα κουβεντιάσαμε (не скажи нигде, о чём /мы/ говорили; κουβεντιάζω – обсуждать, беседовать). Πουθενά! Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο μου (только перед лицом моим), αλλιώς σου πήρα το κεφάλι (иначе тебе отрублю голову)!
Αυτά είπε ο βασιλιάς (это сказал царь) και γύρισε στο παλάτι (и вернулся во дворец).
– Έτσι είναι. Έχεις δίκιο κι ας μη μ' αρέσουν αυτά που είπες. Κοίτα όμως, μην πεις πουθενά όσα κουβεντιάσαμε. Πουθενά! Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο μου, αλλιώς σου πήρα το κεφάλι!
Αυτά είπε ο βασιλιάς και γύρισε στο παλάτι.
Φόρεσε ξανά τα βασιλικά του ρούχα (надел снова царские свои одежды) και κάλεσε τους συμβούλους του τους σοφούς (и позвал советников своих мудрых) που του χάϊδευαν τ' αυτιά (которые ему ласкали уши) και τους είπε τα λόγια του χωρικού (и им сказал слова крестьянина):