Выбрать главу

– Το και το και (то-то и то-то), κι αν δε μου βρείτε (и если мне не найдёте) τι σημαίνουν όλα αυτά (что значит всё это) σε τρεις μέρες (в течение трёх дней), σας διώχνω απ' το παλάτι (вас прогоню из дворца).

Φόρεσε ξανά τα βασιλικά του ρούχα και κάλεσε τους συμβούλους του τους σοφούς που του χάϊδευαν τ' αυτιά και τους είπε τα λόγια του χωρικού:

– Το και το και, κι αν δε μου βρείτε τι σημαίνουν όλα αυτά σε τρεις μέρες, σας διώχνω απ' το παλάτι.

Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν οι σοφοί (думали, снова думали мудрецы), δεν τους έκοβε άλλο το μυαλό (им не интересовало другое ум = ничто другое не занимало их ум; κόβω – резать; αυτό με κόβει – меня это интересует). Ρίχνουν τελικά τα μούτρα τους (отчаялись наконец; το μούτρο – рожа, морда; ρίχνω – бросать; ρίχνω τα μούτρα – окунуться во что-либо с головой /т.е. отдаться делу/; отчаяться) και την τρίτη μέρα πάνε (и на третий день пошли) και βρίσκουν το χωρικό (и нашли крестьянина).

Πες μας (скажи нам), τι ήταν τα λόγια που είπες στο βασιλιά; (какие были слова, которые /ты/ сказал царю?) Θα μας διώξει απ' το παλάτι αν δεν τα εξηγήσουμε (/он/ нас прогонит из дворца, если это не объясним)!

Δε γίνεται (не выйдет). Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο του (только перед лицом его) θα μιλήσω (/я/ буду говорить), όπως με διέταξε (как /он/ мне приказал).

Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν οι σοφοί, δεν τους έκοβε άλλο το μυαλό. Ρίχνουν τελικά τα μούτρα τους και την τρίτη μέρα πάνε και βρίσκουν το χωρικό.

Πες μας, τι ήταν τα λόγια που είπες στο βασιλιά; Θα μας διώξει απ' το παλάτι αν δεν τα εξηγήσουμε!

Δε γίνεται. Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο του θα μιλήσω, όπως με διέταξε.

Του τάζουν όσα φλουριά θέλει (ему обещали /столько/, сколько золотых монет хочет), αρκεί να τους μαρτυρήσει (достаточно, чтобы /он/ им рассказал). Παίρνει ο χωρικός τα φλουριά (берёт крестьянин монеты) και τους τα μαρτυράει (и им это рассказывает). Γυρνάνε οι σοφοί στο παλάτι όλο χαρά (возвращаются мудрецы во дворец довольные; дословно: «всё радость») κι απαντούν στο βασιλιά (и отвечают царю). Ο βασιλιάς το κατάλαβε (царь это понял) κι έγινε έξω φρενών (и вышел из себя: «стал вне разума»; ср. τα φρένα – разум). Διατάζει και του φέρνουν το χωρικό στο παλάτι (приказывает – и ему приводят крестьянина во дворец), να του κόψουν το κεφάλι (чтобы ему отрубили голову).

Του τάζουν όσα φλουριά θέλει, αρκεί να τους μαρτυρήσει. Παίρνει ο χωρικός τα φλουριά και τους τα μαρτυράει. Γυρνάνε οι σοφοί στο παλάτι όλο χαρά κι απαντούν στο βασιλιά. Ο βασιλιάς το κατάλαβε κι έγινε έξω φρενών. Διατάζει και του φέρνουν το χωρικό στο παλάτι, να του κόψουν το κεφάλι.

Βασιλιά μου, είσαι άδικος (царь мой, /ты/ несправедлив). Εσύ ντύθηκες κουρελής (ты оделся бродягой) κι ήρθες ν' ακούσεις την αλήθεια (и пришёл, чтобы услышать правду). Ας καθόσουν στο παλάτι σου (сидел бы /ты/ во дворце твоём) να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου (чтобы тебе ласкали уши твои).

Δεν είναι για τα σοφά λόγια που είπες (это не о мудрых словах, которые /ты/ сказал). Είναι γιατί δεν κράτησες το λόγο σου (это потому что не сдержал /ты/ слово своё) και μαρτύρησες χωρίς να δεις το πρόσωπο μου (и рассказал, не видя: " без того, чтобы ты видел" лицо моё).

Βασιλιά μου, είσαι άδικος. Εσύ ντύθηκες κουρελής κι ήρθες ν' ακούσεις την αλήθεια. Ας καθόσουν στο παλάτι σου να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου.

Δεν είναι για τα σοφά λόγια που είπες. Είναι γιατί δεν κράτησες το λόγο σου και μαρτύρησες χωρίς να δεις το πρόσωπο μου.

Πώς δεν το είδα, βασιλιά μου; (Как /же я/ его не видел, царь мой?) Μπροστά μου το είχα όταν μιλούσα (передо мной его имел, когда говорил). Για δες και συ (посмотри и ты).

Βγάζει απ' την τσέπη του ένα φλουρί (вытащил из кармана своего монету) και το γυρνάει απ' τη μεριά της κεφαλής (и её перевернул стороной головы = аверсом). Βλέπει ο βασιλιάς το κεφάλι του (видит царь голову свою) στο φλουρί και θαυμάζει (на монете и удивляется).

– Πώς δεν το είδα, βασιλιά μου; Μπροστά μου το είχα όταν μιλούσα. Για δες και συ.

Βγάζει απ' την τσέπη του ένα φλουρί και το γυρνάει απ' τη μεριά της κεφαλής. Βλέπει ο βασιλιάς το κεφάλι του στο φλουρί και θαυμάζει.

– Άιντε, λέει στους συμβουλάτορες (ну-ка, – говорит советникам). Άιντε να κάνετε χωράφι (ну-ка давайте делайте поле = идите-ка обрабатывать поле), μπας και μυαλώσετε (может, и поумнеете; ср. το μυαλό – мозг; разум) και πάψετε να χαϊδεύετε τ' αυτιά μου (и перестанете ласкать уши мои).

Και τους έδιωξε απ' το παλάτι (и их изгнал из дворца). Και πήρε σύμβουλο το χωρικό (и взял в советники крестьянина), που από φτωχός έγινε άρχοντας (который из бедного стал богатым) κι από σοφός σοφότερος (и из мудрого мудрейшим).

– Άιντε, λέει στους συμβουλάτορες. Άιντε να κάνετε χωράφι, μπας και μυαλώσετε και πάψετε να χαϊδεύετε τ' αυτιά μου.

Και τους έδιωξε απ' το παλάτι. Και πήρε σύμβουλο το χωρικό, που από φτωχός έγινε άρχοντας κι από σοφός σοφότερος.

Ο σοφός δικαστής. (Мудрый судья)

Μια φορά και έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), ζούσε ένας πλούσιος αφέντης (жил богатый хозяин). Μια μέρα (в один день = однажды), καθώς γύριζε στο σπιτικό του (когда вернулся в дом свой), κατάλαβε πως του 'λειπε (понял, что у него не хватает) το πουγκί με τους παράδες (кошелька с деньгами). Έψαξε, έψαξε (искал, искал), έφαγε τον τόπο (всё обыскал: "съел место"), πουθενά το πουγκί, άφαντο (нигде /нет/ кошелька, след простыл; άφαντος – исчезнувший; невидимый, незримый; έγινε άφαντο – его и след простыл). Μια και δυο βάζει τον ντελάλη να διαλαλήσει (тотчас отправил глашатая, чтобы /он/ объявил):

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας πλούσιος αφέντης. Μια μέρα, καθώς γύριζε στο σπιτικό του, κατάλαβε πως του 'λειπε το πουγκί με τους παράδες. Έψαξε, έψαξε, έφαγε τον τόπο, πουθενά το πουγκί, άφαντο. Μια και δυο βάζει τον ντελάλη να διαλαλήσει:

– Ακούσατε, ακούσατε (слушайте, слушайте)! Όποιος βρει το πουγκί του αφέντη (кто найдёт кошелёк хозяина), θα πάρει μια λίρα για τον κόπο του (возьмёт = получит одну лиру за труд его)!

Την άλλη μέρα (на следующий день), παρουσιάστηκε πρωί πρωί (предстал рано-рано; το πρωί – утро) στον αφέντη ένας φουκαράς (перед хозяином один нищий).

– Αφέντη μου, αυτό είναι το πουγκί σου; (хозяин мой, это твой кошелёк?)

– Αυτό είναι, άνθρωπε μου (это, мил человек: "человек мой"). Κάτσε (садись), καλύτερα να τ' ανοίξω για να σιγουρευτώ (лучше /я/ его открою, чтобы удостовериться; είμαι σίγουρος – я уверен).

Ακούσατε, ακούσατε! Όποιος βρει το πουγκί του αφέντη, θα πάρει μια λίρα για τον κόπο του!

Την άλλη μέρα, παρουσιάστηκε πρωί πρωί στον αφέντη ένας φουκαράς.

– Αφέντη μου, αυτό είναι το πουγκί σου;

– Αυτό είναι, άνθρωπε μου. Κάτσε, καλύτερα να τ' ανοίξω για να σιγουρευτώ.

Το ανοίγει ο άρχοντας (его открывает богач; ο άρχοντας – правитель, богатый / знатный человек), μετράει τις λίρες (считает лиры) και βρίσκει μία λιγότερη (и находит одну меньшую = и обнаруживает, что в кошельке одной лирой меньше).

– Καλά έκανες (/ты/ хорошо сделал) και κράτησες τη μία λίρα για τον κόπο σου (и удержал одну лиру за труд твой), την αξίζεις (/ты/ её достоин)!

Μα, αφέντη μου (но, хозяин мой), εγώ δεν το άνοιξα το πουγκί (я не открывал кошелька). Δε μέτρησα τις λίρες σου (/я/ не считал лиры твои), ούτε πήρα τίποτα για μένα (и не взял ничего для себя: "для меня").

Μπας και πας να με κλέψεις; (может, и собираешься меня обокрасть?) Θες να σου δώσω κι άλλη λίρα; (Хочешь, чтобы /я/ тебе дал и другую лиру?) Ό, τι ήταν να πάρεις (то, что было, чтобы /ты/ взял = то, что ты должен был взять), το πήρες (это /ты/ взял).