Εγώ σου 'φερα το πουγκί (я тебе принёс кошелёк) κι εσύ με βγάζεις κλέφτη; (а ты меня называешь вором?) Φτωχός είμαι, άρχοντα μου (/я/ бедняк, богач мой), δεν είμαι κλέφτης (не вор).
Το ανοίγει ο άρχοντας, μετράει τις λίρες και βρίσκει μία λιγότερη.
– Καλά έκανες και κράτησες τη μία λίρα για τον κόπο σου, την αξίζεις!
Μα, αφέντη μου, εγώ δεν το άνοιξα το πουγκί. Δε μέτρησα τις λίρες σου, ούτε πήρα τίποτα για μένα.
Μπας και πας να με κλέψεις; Θες να σου δώσω κι άλλη λίρα; Ό, τι ήταν να πάρεις, το πήρες.
Εγώ σου 'φερα το πουγκί κι εσύ με βγάζεις κλέφτη; Φτωχός είμαι, άρχοντα μου, δεν είμαι κλέφτης.
Κουβέντα στην κουβέντα (слово за слово; η κουβέντα – беседа, разговор) μπερδεύτηκαν περισσότερο (запутывались /всё/ больше) κι είπαν να πάνε στο δικαστή (и сказали = решили пойти к судье) να βρουν το δίκιο τους (чтобы найти справедливость их = чтобы добиться справедливости). Ο δικαστής δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη (судья не мог вынести решение: "вытащить край"). Δεν ήταν τόσο για τη μια λίρα που έλειπε (не было = дело шло не столько об одной лире, которой недоставало: "которая недоставала"), αλλά γιατί ο φουκαράς ο φτωχός (но потому что нищий бедняк), αντί να ακούσει ένα «ευχαριστώ» (вместо того, чтобы услышать "спасибо") για την πράξη του (за дело его), θα 'βγαινε κλέφτης (будет назван вором) και θα τον έκλειναν στην φυλακή (и его запрут в тюрьму = посадят в тюрьму).
Κουβέντα στην κουβέντα μπερδεύτηκαν περισσότερο κι είπαν να πάνε στο δικαστή να βρουν το δίκιο τους. Ο δικαστής δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη. Δεν ήταν τόσο για τη μια λίρα που έλειπε, αλλά γιατί ο φουκαράς ο φτωχός, αντί να ακούσει ένα «ευχαριστώ» για την πράξη του, θα 'βγαινε κλέφτης και θα τον έκλειναν στην φυλακή.
Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε ο δικαστής (думал, снова думал судья) και σε τρεις μέρες τους φώναξε (и через три дня их вызвал) για να τους βοηθήσει να βρουν το δίκιο τους (чтобы им помочь добиться справедливости).
Άρχοντα, εσύ λες (богач, ты говоришь) ότι απ' το πουγκί σου λείπει μια λίρα (что в кошельке твоём недостаёт одной лиры: "что из кошелька твоего недостаёт одна лира").
Έτσι ακριβώς, δικαστή μου (вот точно, судья мой).
Εσύ, άνθρωπε μου (ты, мил человек), λες ότι το πουγκί που βρήκες (говоришь, что кошелёк, который /ты/ нашёл) είχε μέσα τόσες λίρες (имел внутри столько лир). Μία λιγότερη απ' το πουγκί του άρχοντα (одной меньше по сравнению с кошельком богача).
Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε ο δικαστής και σε τρεις μέρες τους φώναξε για να τους βοηθήσει να βρουν το δίκιο τους.
Άρχοντα, εσύ λες ότι απ' το πουγκί σου λείπει μια λίρα.
Έτσι ακριβώς, δικαστή μου.
Εσύ, άνθρωπε μου, λες ότι το πουγκί που βρήκες είχε μέσα τόσες λίρες. Μία λιγότερη απ' το πουγκί του άρχοντα.
– Έτσι είναι, δικαστή μου (так, судья мой). Αν ήμουν κλέφτης (если бы /я/ был вором), θα κρατούσα το πουγκί ολόκληρο (удержал бы кошелёк целиком), δε θα 'παιρνα μονάχα μια λίρα (не взял бы только одну лиру).
Κι ο δικαστής έβγαλε την απόφαση του (и судья вынес решение своё):
– Έτσι είναι, δικαστή μου. Αν ήμουν κλέφτης, θα κρατούσα το πουγκί ολόκληρο, δε θα 'παιρνα μονάχα μια λίρα.
Κι ο δικαστής έβγαλε την απόφαση του:
Αφού εσύ, άρχοντα μου (поскольку ты, богач мой), λες ότι το πουγκί σου είχε μια λίρα παραπάνω (говоришь, что кошелёк твой имел /=в кошельке твоём была/ одна лира сверх), κάτι ξέρεις (кое-что знаешь = утверждаешь это не просто так). Εγώ σε πιστεύω (я тебе верю). Το πουγκί αυτό όμως (кошелёк это, однако) είχε μια λίρα λιγότερο (имеет одной лирой меньше). Αρα δεν ήταν το πουγκί που έχασες (тогда /это/ не был кошелёк, который /ты/ потерял). Μακάρι να βρεθεί το πουγκί σου (пусть ты найдёшь кошелёк свой) και να πάρεις τις λίρες που σου ανήκουν πίσω (и получишь лиры, которые тебе принадлежат, назад).
Αφού εσύ, άρχοντα μου, λες ότι το πουγκί σου είχε μια λίρα παραπάνω, κάτι ξέρεις. Εγώ σε πιστεύω. Το πουγκί αυτό όμως είχε μια λίρα λιγότερο. Αρα δεν ήταν το πουγκί που έχασες. Μακάρι να βρεθεί το πουγκί σου και να πάρεις τις λίρες που σου ανήκουν πίσω.
Ύστερα γυρίζει προς το φτωχό (потом /судья/ вернулся к бедняку):
– Εσύ, άνθρωπε μου (ты, мил человек), άδικα βρίσκεσαι εδώ (несправедливо находишься здесь). Αφού το πουγκί που βρήκες (поскольку кошелёк, который /ты/ нашёл) έχει λιγότερες λίρες απ' το πουγκί του άρχοντα (имеет меньше лир, чем кошелёк богача), είναι άλλο πουγκί (/это/ другой кошелёк). Και, αφού τόσες μέρες (и, поскольку /за/ столько дней) δεν ήρθε κανένας να το ζητήσει (не пришёл никто его потребовать), είναι δικό σου (/он/ твой).
Ύστερα γυρίζει προς το φτωχό:
– Εσύ, άνθρωπε μου, άδικα βρίσκεσαι εδώ. Αφού το πουγκί που βρήκες έχει λιγότερες λίρες απ' το πουγκί του άρχοντα, είναι άλλο πουγκί. Και, αφού τόσες μέρες δεν ήρθε κανένας να το ζητήσει, είναι δικό σου.
Πέταξε τη σκούφια του (подбросил шапку свою) απ' τη χαρά του ο φτωχός (от радости своей бедняк) και γύρισε στο καλύβι του πλούσιος (и вернулся в хижину свою богатый). Κατέβασε το κεφάλι ο αφέντης (опустил голову хозяин) και γύρισε στ' αρχοντικό του φτωχότερος (и вернулся в богатый свой /дом/ беднее).
Πέταξε τη σκούφια του απ' τη χαρά του ο φτωχός και γύρισε στο καλύβι του πλούσιος. Κατέβασε το κεφάλι ο αφέντης και γύρισε στ' αρχοντικό του φτωχότερος.
Θοδωρής και Ξάνθω (Тодорис и Ксанто)
Ζούσε, μια φορά και έναν καιρό (жила, однажды), ένα αντρόγυνο (супружеская пара; ο άντρας – мужчина, муж; η γυναίκα – женщина, жена): ο Θοδωρής κι η Ξάνθω (Тодорис и Ксанто). Παιδιά δεν είχαν (детей не имели), είχαν όμως ζωντανά (имели, однако, скот; το ζωντανό – животное, скотина; во мн. ч. скот) και τα βοσκούσαν (и его пасли). Τη μέρα πήγαινε για βοσκή η Ξάνθω (днём шла на пастбище Ксанто) και τις νύχτες ο Θοδωρής (и ночами Тодорис). Τα καλοκαίρια (летом), σα φύλαγε τα ζωντανά ο Θοδωρής τα βράδια (когда сторожил скот Тодорис по вечерам), τον έπαιρνε καμιά φορά ο ύπνος (его охватывал иногда: "в некоторый раз" сон). Άφηνε τα σκυλιά να ξαγρυπνούν (оставлял собак, чтобы бодрствовали). Για προσκέφαλο είχε ένα κούτσουρο (для подушки = в качестве подушки имел пень), που ήταν κούφιο στη μέση (который был гнилой внутри).
Ζούσε, μια φορά και έναν καιρό, ένα αντρόγυνο: ο Θοδωρής κι η Ξάνθω. Παιδιά δεν είχαν, είχαν όμως ζωντανά και τα βοσκούσαν. Τη μέρα πήγαινε για βοσκή η Ξάνθω και τις νύχτες ο Θοδωρής. Τα καλοκαίρια, σα φύλαγε τα ζωντανά ο Θοδωρής τα βράδια, τον έπαιρνε καμιά φορά ο ύπνος. Άφηνε τα σκυλιά να ξαγρυπνούν. Για προσκέφαλο είχε ένα κούτσουρο, που ήταν κούφιο στη μέση.
Ένα χειμώνα έκαψαν όλα τα ξύλα (одной зимой сожгли все дрова) κι ο Θοδωρής δεν έβρισκε (и Тодорис не нашёл) τι να ρίξει στη φωτιά για να μη σβήσει (что бросить в огонь, чтобы не потух). Πάει και παίρνει το κούτσουρο (пошёл и взял пень) να το κάψει (чтобы его жечь). Όπως έκανε να το ρίξει στη φωτιά (когда собрался его бросить в огонь), πετάγεται από μέσα ένα φίδι (вылезла из середины змея). Τα 'χασε ο Θοδωρής (растерялся Тодорис; τα έχασε / έχασε τα μυαλά – потерял самообладание; растерялся, смутился) και έσκυψε να πάρει το τσαπί (и нагнулся, чтобы взять мотыгу) να το σκοτώσει (чтобы её убить).
Ένα χειμώνα έκαψαν όλα τα ξύλα κι ο Θοδωρής δεν έβρισκε τι να ρίξει στη φωτιά για να μη σβήσει. Πάει και παίρνει το κούτσουρο να το κάψει. Όπως έκανε να το ρίξει στη φωτιά, πετάγεται από μέσα ένα φίδι. Τα 'χασε ο Θοδωρής και έσκυψε να πάρει το τσαπί να το σκοτώσει.