Κι έτσι γύρισαν στο σπίτι τους, έβρασαν στάρι, αγόρασαν κερί, ζύμωσαν ψωμί κι ετοίμασαν τα ρούχα της κηδείας. Μόλις πήγε να βασιλέψει, άκουσε ο Θοδωρής τον κόκορα να λαλεί:
– Είσαι κουτός, αφεντικό. Δεν είναι κρίμα να πεθάνεις εσύ για την περιέργεια της Ξάνθως; Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι, δώσε το ψωμί στα γουρούνια και σύρε το κερί στην εκκλησιά. Ύστερα βάλε τα ρούχα της κηδείας, πάρε και μια μαγκούρα κι αρχίνα την Ξάνθω στο ξύλο, αν είσαι άντρας. Ακούς εκεί να πεθάνεις!
Άρχισε να το σκέφτεται ο Θοδωρής (начал это обдумывать Тодорис): «Βρε, μπας κι έχει δίκαιο ο κόκορας; (ну, может, и прав петух? το δίκαιο – право; правота; έχω δίκαιο – я прав) Αξίζει να πέσω να πεθάνω (стоит упасть умереть = стоит ли умереть) να χάσω τα νιάτα μου και τη λεβεντιά μου; (/и/ потерять юность мою и удаль?)»
Και, πάνω που τα σκεφτόταν αυτά (и, в то время, когда обдумывал это; πάνω που – в то время когда), ακούει τη φωνή της Ξάνθως (слышит голос Ксанто):
– Άιντε, να μου πεις το μυστικό να τελειώνουμε (эй, давай мне скажи тайну, чтобы /мы/ закончили = чтобы покончить с этим). Πήρε και νυχτώνει (начала наступать ночь). Ως πότε θα το κρατάς; (до когда это будешь держать? = до каких пор ты будешь это оттягивать? κρατώ – держать; задерживать)
Άρχισε να το σκέφτεται ο Θοδωρής:
«Βρε, μπας κι έχει δίκαιο ο κόκορας; Αξίζει να πέσω να πεθάνω να χάσω τα νιάτα μου και τη λεβεντιά μου;»
Και, πάνω που τα σκεφτόταν αυτά, ακούει τη φωνή της Ξάνθως:
Άιντε, να μου πεις το μυστικό να τελειώνουμε. Πήρε και νυχτώνει. Ως πότε θα το κρατάς;
Βρε γυναίκα, έλα στα συγκαλά σου (эй, женщина, приди в себя; τα συγκαλά – нормальное состояние; δεν είμαι στα συγκαλά μου – я не в своём уме). Τι θες; (чего /ты/ хочешь?) Να σ' το πω και να πεθάνω; (чтобы /я/ тебе это сказал и умер?)
Να το πεις και να πεθάνεις (пусть скажешь и умрёшь), αν είναι να 'χεις μυστικά από μένα (если есть, что имеешь тайны от меня = если дело в том, что ты имеешь от меня тайны).
Ακούει ο Θοδωρής τότε τη φωνή του γουρουνιού (слышит Тодорис тогда голос свиньи):
– Τι την ακούς, αφεντικό; (что /ты/ её слушаешь, хозяин?) Πάρε τη μαγκούρα και αρχίνα τη (возьми палку и начни её /бить/). Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι (брось закваску в курятник), σύρε το κερί στην εκκλησιά (отнеси воск в церковь) και φέρε το ψωμί κατά δω (и принеси хлеб сюда). Ακούς εκεί να πεθάνεις (только послушай, умирать) στα καλά καθούμενα (ни с того ни с сего)!
– Βρε γυναίκα, έλα στα συγκαλά σου. Τι θες; Να σ' το πω και να πεθάνω;
Να το πεις και να πεθάνεις, αν είναι να 'χεις μυστικά από μένα. Ακούει ο Θοδωρής τότε τη φωνή του γουρουνιού:
Τι την ακούς, αφεντικό; Πάρε τη μαγκούρα και αρχίνα τη. Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι, σύρε το κερί στην εκκλησιά και φέρε το ψωμί κατά δω. Ακούς εκεί να πεθάνεις στα καλά καθούμενα!
Θα πεις καμιά φορά (скажешь когда-нибудь) το μυστικό να τελειώνουμε; (тайну, чтобы /мы/ закончили /с этим/?) ξαναφώναξε η Ξάνθω (снова кричит Ксанто).
Θα πω, Ξάνθω (скажу, Ксанто). Έλα κοντά μου (иди поближе: "иди близко ко мне"), μη μας ακούσουν οι γειτόνοι (/чтобы/ нас не услышали соседи).
Και μόλις έκανε να σιμώσει η Ξάνθω (и едва начала подходить Ксанто), αρπάζει ο Θοδωρής τη μαγκούρα (хватает Тодорос палку) κι αρχινάει να την κατεβάζει στην πλάτη της Ξάνθως (и начинает её опускать на спину Ксанто).
– Μη, μη βαράς, Θοδωρή μου (не, не бей, Тодорис мой)! Δε θέλω να μάθω (не хочу узнать)! Δε θέλω (не хочу)! Πάει στα κομμάτια το μυστικό σου (пошла к чёрту твоя тайна; κομμάτι – кусок; στα κομμάτια να πάει – пусть идёт к чёрту, пусть сгинет)!
– Θα πεις καμιά φορά το μυστικό να τελειώνουμε; ξαναφώναξε η Ξάνθω.
– Θα πω, Ξάνθω. Έλα κοντά μου, μη μας ακούσουν οι γειτόνοι. Και μόλις έκανε να σιμώσει η Ξάνθω, αρπάζει ο Θοδωρής τη μαγκούρα κι αρχινάει να την κατεβάζει στην πλάτη της Ξάνθως.
Μη, μη βαράς, Θοδωρή μου! Δε θέλω να μάθω! Δε θέλω! Πάει στα κομμάτια το μυστικό σου!
Έσκουζε η Ξάνθω, βαρούσε ο Θοδωρής (кричала Ксанто, бил Тодорис), στο τέλος τη λυπήθηκε (наконец, её пожалел).
– Τι λες τώρα, γυναίκα; (что говоришь теперь, женщина? = что ты теперь скажешь?) Θες να μάθεις το μυστικό μου (хочешь узнать тайну мою) και να πεθάνω την άλλη μέρα; (и чтобы я умер на следующий день?)
– Τι λες, Θοδωρή μου; (что /ты/ говоришь, Тодорис мой?) Εγώ να μάθω; (я чтобы узнала?) Εσύ να 'σαι καλά (ты будь в порядке) κι ας έχεις όσα μυστικά θες (и пусть имеешь сколько тайн хочешь = и имей столько тайн, сколько хочешь). Άντρας είσαι, στο κάτω κάτω (/ты/ мужчина, в конце концов).
Έσκουζε η Ξάνθω, βαρούσε ο Θοδωρής, στο τέλος τη λυπήθηκε.
Τι λες τώρα, γυναίκα; Θες να μάθεις το μυστικό μου και να πεθάνω την άλλη μέρα;
Τι λες, Θοδωρή μου; Εγώ να μάθω; Εσύ να 'σαι καλά κι ας έχεις όσα μυστικά θες. Άντρας είσαι, στο κάτω κάτω.
Έτσι είπε η Ξάνθω και συμμορφώθηκε (так сказала Ксанто и образумилась / исправилась).
– Μπράβο, αφεντικό (браво / молодец, хозяин), είπαν με μια φωνή όλα τα ζωντανά της αυλής (сказали в один голос все животные двора). Ησύχασε κι ο Θοδωρής (успокоился и Тодорис) που στάθηκε άντρας (который остался мужчиной; στέκομαι) και δε φανέρωσε το μυστικό στην Ξάνθω (и не раскрыл тайну Ксанто).
Έτσι είπε η Ξάνθω και συμμορφώθηκε.
– Μπράβο, αφεντικό, είπαν με μια φωνή όλα τα ζωντανά της αυλής. Ησύχασε κι ο Θοδωρής που στάθηκε άντρας και δε φανέρωσε το μυστικό στην Ξάνθω.
Ξημέρωσε κι η άλλη μέρα (начался: "рассвёл" и следующий день) και δεν έγινε η κηδεία του (и не произошли похороны). Έριξε το στάρι στο κοτέτσι (бросил закваску в курятник), το ψωμί στα γουρούνια και πήγε το κερί στην εκκλησιά (хлеб свиньям и отнёс воск в церковь).
Από τη μέρα εκείνη (с дня того) ο Θοδωρής δε ματάκουσε τις φωνές των ζωντανών (Тодорис не снова слышал = больше не слышал голоса животных), ούτε ξαναμάλωσε με την Ξάνθω (и больше не ссорился с Ксанто).
Ξημέρωσε κι η άλλη μέρα και δεν έγινε η κηδεία του. Έριξε το στάρι στο κοτέτσι, το ψωμί στα γουρούνια και πήγε το κερί στην εκκλησιά.
Από τη μέρα εκείνη ο Θοδωρής δε ματάκουσε τις φωνές των ζωντανών, ούτε ξαναμάλωσε με την Ξάνθω.
Ο θυμός του Απόστολου Πέτρου. (Гнев апостола Петра)
Μια φορά (однажды), τα χρόνια που ο Χριστός κι οι μαθητές του (во времена, когда Христос и ученики Его) περιδιάβαιναν την Ιουδαία (бродили по Иудее), βρέθηκαν σ' ένα χωριό (очутились в одной деревне). Τους έπιασε νύχτα (их застигла ночь) κι είπαν να ξαποστάσουν κάπου (и сказали = решили отдохнуть где-нибудь). Βρήκαν ένα χάνι (нашли постоялый двор) και, έτσι όπως ήταν κουρασμένοι (и, так как были уставшие), έπεσαν να κοιμηθούν (упали спать = улеглись спать). Του κάκου όμως (напрасно, однако). Φασαρία και φωνές ακούγονταν από κάτω (шум и голоса слышались снизу). Στέλνει ο Χριστός τον Πέτρο να δει τι γίνεται (посылает Христос Петра посмотреть, что происходит).
Μια φορά, τα χρόνια που ο Χριστός κι οι μαθητές του περιδιάβαιναν την Ιουδαία, βρέθηκαν σ' ένα χωριό. Τους έπιασε νύχτα κι είπαν να ξαποστάσουν κάπου. Βρήκαν ένα χάνι και, έτσι όπως ήταν κουρασμένοι, έπεσαν να κοιμηθούν. Του κάκου όμως. Φασαρία και φωνές ακούγονταν από κάτω. Στέλνει ο Χριστός τον Πέτρο να δει τι γίνεται.