Выбрать главу

– Σωπάστε κι είμαστε κουρασμένοι (замолчите и /мы/ устали). Ο Δάσκαλος θέλει ν' αναπαυτεί (Учитель хочет отдохнуть), τους λέγει ο Πέτρος κι ανεβαίνει να ησυχάσει (им говорит Пётр и поднимается, чтобы поспать; ησυχάζω – успокаиваться; отдыхать, лежать, спать).

Τι κι αν τους μίλησε; (что толку, что он с ними поговорил?: "что и если с ними поговорил") Σε λίγο (через немного; имеется в виду σε λίγο χρόνο – через некоторое время) ξανάρχισε ο σαματάς (возобновился шум).

Δάσκαλε, σαν να 'ναι πιωμένοι (Учитель, /они/ как будто пьяные). Θα ξαναπάω (снова пойду), μπας και πιάσουν τόπο τα λόγια μου (может быть, и окажутся полезными / возымеют действие слова мои; πιάνω τόπο – оказываться полезным /о советах, просьбах/; досл. «брать место»), είπε ο Πέτρος και ξαναπήγε (сказал Пётр и снова пошёл).

– Σωπάστε κι είμαστε κουρασμένοι. Ο Δάσκαλος θέλει ν' αναπαυτεί, τους λέγει ο Πέτρος κι ανεβαίνει να ησυχάσει.

Τι κι αν τους μίλησε; Σε λίγο ξανάρχισε ο σαματάς.

Δάσκαλε, σαν να 'ναι πιωμένοι. Θα ξαναπάω, μπας και πιάσουν τόπο τα λόγια μου, είπε ο Πέτρος και ξαναπήγε.

Σαν να μη καταλάβατε (будто /вы/ не понимаете) πως είν' αργά (что поздно) κι ο Δάσκαλος αναπαύεται (и Учитель отдыхает). Ησυχάστε (ложитесь), μπας κι ησυχάσουμε κι εμείς επιτέλους (может быть, уснём и мы наконец).

Ο Πέτρος γύρισε στη συντροφιά του (Пётр возвращается к компании своей) κι έπεσε να κοιμηθεί (и ложится спать). Χαμένος κόπος… (потерянный труд = тщетный труд) Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του (не успел закрыть глаза свои) κι ο σαματάς ξαναματάρχισε (и шум снова начался). Τώρα ακούστηκαν αγριεμένες φωνές (теперь слышались раздражённые голоса; αγριεύω – раздражаться, приходить в ярость). Λες και μάλωναν κάποιοι (скажешь = казалось, что и ругались некоторые = кто-то). Αγρίεψε ο Πέτρος (рассердился Пётр). Παίρνει το σπαθί του (взял меч свой) και, δίχως να τον προλάβει ο Χριστός (и, без /того/, чтобы его предупредил Христос), ορμάει στον κάτω οντά (устремляется вниз).

– Σαν να μη καταλάβατε πως είν' αργά κι ο Δάσκαλος αναπαύεται. Ησυχάστε, μπας κι ησυχάσουμε κι εμείς επιτέλους.

Ο Πέτρος γύρισε στη συντροφιά του κι έπεσε να κοιμηθεί. Χαμένος κόπος… Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του κι ο σαματάς ξαναματάρχισε. Τώρα ακούστηκαν αγριεμένες φωνές. Λες και μάλωναν κάποιοι. Αγρίεψε ο Πέτρος. Παίρνει το σπαθί του και, δίχως να τον προλάβει ο Χριστός, ορμάει στον κάτω οντά.

Ήταν δύο που καβγάδιζαν (были двое, кто ссорились), ένας Εβραίος κι ένας Σαμαριναίος (еврей и самаритянин). Μπαίνει στη μέση, μπας και τους χωρίσει (/Пётр/ идёт в середину, может быть, и их растащить). Τίποτα (ничего = безрезультатно). Άνθρωπος ήταν κι ο Πέτρος (человек был и Пётр), αρπάζει το σπαθί (хватает меч) και τους παίρνει τα κεφάλια (и отрубает им головы: "и им взял головы"). Κι έγινε ησυχία (и настала тишина). Ανέβηκε στην κάμαρη ο Απόστολος (поднялся в комнату апостол), τους ήβρε όλους να κοιμούνται (их нашёл всех спящих; βρίσκω) κι έπεσε κι αυτός και κοιμήθηκε (и лёг и сам и уснул).

Ήταν δύο που καβγάδιζαν, ένας Εβραίος κι ένας Σαμαριναίος. Μπαίνει στη μέση, μπας και τους χωρίσει. Τίποτα. Άνθρωπος ήταν κι ο Πέτρος, αρπάζει το σπαθί και τους παίρνει τα κεφάλια. Κι έγινε ησυχία. Ανέβηκε στην κάμαρη ο Απόστολος, τους ήβρε όλους να κοιμούνται κι έπεσε κι αυτός και κοιμήθηκε.

Το πρωί που εξύπνησε ο Χριστός (утром, когда проснулся Христос), τον βρήκε με το κεφάλι σκυμμένο (его нашёл с головой склонённой = опечаленным). Αμέσως τον κατάλαβε (тотчас его понял)! Ο Πέτρος, με δάκρυα στα μάτια (Пётр, со слезами на глазах), του είπε τι έκανε (Ему сказал, что сделал). Ο Χριστός δε θύμωσε (Христос не гневался), δεν τον μάλωσε (его не бранил). Πήγε ήσυχα ήσυχα στον κάτω οντά (пошёл спокойно-спокойно вниз), πήρε τα κομμένα κεφάλια (взял отрубленные головы) και τα 'βαλε στα δυο κορμιά (и их приставил к двум телам) και τ' ανάστησε μεμιάς (и их воскресил тотчас). Όλοι αναστέναξαν βαθιά (все вздохнули глубоко) και θαύμασαν (и удивились). Μόνο οι δυο αναστημένοι δε χάρηκαν (только двое воскресших не обрадовались) κι άρχισαν πάλι να μαλώνουν (и начали снова ссориться).

Το πρωί που εξύπνησε ο Χριστός, τον βρήκε με το κεφάλι σκυμμένο. Αμέσως τον κατάλαβε! Ο Πέτρος, με δάκρυα στα μάτια, του είπε τι έκανε. Ο Χριστός δε θύμωσε, δεν τον μάλωσε. Πήγε ήσυχα ήσυχα στον κάτω οντά, πήρε τα κομμένα κεφάλια και τα 'βαλε στα δυο κορμιά και τ' ανάστησε μεμιάς. Όλοι αναστέναξαν βαθιά και θαύμασαν. Μόνο οι δυο αναστημένοι δε χάρηκαν κι άρχισαν πάλι να μαλώνουν.

Τι είχε γίνει; (что произошло?) Ο Χριστός λάθεψε (Христос ошибся; λαθεύω) και το κεφάλι του Εβραίου (и голову еврея) το 'βαλε στο κορμί του Σαμαριναίου (её приставил к телу самаритянина) και το αντίστροφο (и наоборот).

Από τότε και μέχρι σήμερα (с тех пор и по сей день) κανέναν Εβραίο και κανέναν Σαμαριναίο δεν τον λένε Πέτρο (ни один еврей и ни один самаритянин не упоминают Петра), γιατί θυμούνται το λάθος (потому что помнят ошибку) που έκανε ο Χριστός με τα κεφάλια (которую сделал Христос с головами) κι είναι θυμωμένοι ακόμα με τον Πέτρο (и разгневанные всё ещё на Петра).

Τι είχε γίνει; Ο Χριστός λάθεψε και το κεφάλι του Εβραίου το 'βαλε στο κορμί του Σαμαριναίου και το αντίστροφο.

Από τότε και μέχρι σήμερα κανέναν Εβραίο και κανέναν Σαμαριναίο δεν τον λένε Πέτρο, γιατί θυμούνται το λάθος που έκανε ο Χριστός με τα κεφάλια κι είναι θυμωμένοι ακόμα με τον Πέτρο.

Ο Θεός κι ο Χάρος. (Бог и Харон)

Ζούσε μια φορά (жил однажды), σ' ένα χωριό ξεχασμένο απ' το Θεό (в деревне, забытой Богом), ο Αντώνης ο φαμελιάρης (Адонис многодетный), με τα έξι παιδιά του (с шестью детьми своими). Η γυναίκα του είχε πεθάνει (жена его умерла) κι ο Αντώνης αγωνιζόταν μέρα νύχτα να τ' αναστήσει (и Адонис старался днём /и/ ночью, чтобы их вырастить; αγωνίζομαι – бороться; стараться, усердно трудиться; ανασταίνω – воскрешать; вскармливать, растить, ставить на ноги). Απ' την πολλή δουλειά αρρώστησε βαριά (от многой работы заболел тяжело) και πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο (и шёл от плохого к худшему = и состояние его всё ухудшалось). Τον είδε ο Θεός από ψηλά (его увидел Бог с высоты) που ήταν στα τελευταία του (когда /Адонис/ был у конца своего) και φώναξε το Χάρο (и позвал Харона).

Ζούσε μια φορά, σ' ένα χωριό ξεχασμένο απ' το Θεό, ο Αντώνης ο φαμελιάρης, με τα έξι παιδιά του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει κι ο Αντώνης αγωνιζόταν μέρα νύχτα να τ' αναστήσει. Απ' την πολλή δουλειά αρρώστησε βαριά και πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο. Τον είδε ο Θεός από ψηλά που ήταν στα τελευταία του και φώναξε το Χάρο.

– Απόψε θα πας (вечером пойдёшь) πέρα στο χωριό το ξεχασμένο (далеко в деревню забытую) και θα φέρεις την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη (и принесёшь душу Адониса многодетного). Οι μέρες του τελείωσαν (дни его закончились). Ας τελειώσουν και τα βάσανα του (пусть закончатся и мучения его).

Αυτά παρήγγειλε ο Θεός (это приказал Бог) κι ο Χάρος έβαλε τα μαύρα του (и Харон надел чёрные свои /одежды/) και τράβηξε για το κρεβάτι του Αντώνη (и направился к кровати Адониса). Σα βρέθηκε πάνω απ' το κρεβάτι, κοντοστάθηκε (когда очутился над кроватью, заколебался). Αυτά που είδε κι αυτά που άκουσε (то, что увидел, и то, что услышал) δεν περιγράφονται (не описывается = неописуемо):

– Απόψε θα πας πέρα στο χωριό το ξεχασμένο και θα φέρεις την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη. Οι μέρες του τελείωσαν. Ας τελειώσουν και τα βάσανα του.

Αυτά παρήγγειλε ο Θεός κι ο Χάρος έβαλε τα μαύρα του και τράβηξε για το κρεβάτι του Αντώνη. Σα βρέθηκε πάνω απ' το κρεβάτι, κοντοστάθηκε. Αυτά που είδε κι αυτά που άκουσε δεν περιγράφονται: