Αυτά παρήγγειλε ο Θεός κι ο Χάρος έβαλε τα μαύρα του και τράβηξε για το κρεβάτι του Αντώνη. Σα βρέθηκε πάνω απ' το κρεβάτι, κοντοστάθηκε. Αυτά που είδε κι αυτά που άκουσε δεν περιγράφονται:
– Μην τον πάρεις, Χάρε (не бери его, Харон), έκλαιγαν και παρακαλούσαν τα έξι παιδιά (плакали и просили шестеро детей). Πού θα μας αφήσεις εμάς (где нас оставишь = на кого ты нас оставишь), ορφανά κι απροστάτευτα; (сирот и беззащитных? προστατεύω – защищать) Ποιος θα μας αναστήσει (кто нас вырастит) και ποιος θα μας σταθεί; (и кто нас поддержит?)
Μαλάκωσε ο Χάρος (смягчился Харон). Έκανε πίσω (сделал назад = отступил). Σαν να δάκρυσε κιόλας (как будто заплакал уже).
– Μην τον πάρεις, Χάρε, έκλαιγαν και παρακαλούσαν τα έξι παιδιά. Πού θα μας αφήσεις εμάς, ορφανά κι απροστάτευτα; Ποιος θα μας αναστήσει και ποιος θα μας σταθεί;
Μαλάκωσε ο Χάρος. Έκανε πίσω. Σαν να δάκρυσε κιόλας.
Άλλαξε γνώμη (изменил мнение = передумал) κι αντί να πάρει (и вместо того, чтобы взять) την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη (душу Адониса многодетного), γύρισε πίσω άπραγος (вернулся назад ни с чем; άπραγος / άπραχτος – ничего не добившийся, безуспешный; επανήλθεν / γύρισε άπραχτος – вернулся ни с чем).
– Γιατί γύρισες με τα χέρια άδεια, Χάρε; (почему /ты/ вернулся с руками пустыми, Харон?) Πού είναι η ψυχή (где душа) που σου παρήγγειλα να φέρεις; (которую /я/ тебе приказал принести?) τον μάλωσε ο Θεός (его бранил Бог).
– Χάρος είμαι (Харон /я/), Μεγαλοδύναμε (Всесильный; μεγάλος – большой, великий; η δύναμη – сила), μα ράγισε η καρδιά μου (но сжалось сердце моё; ραγίζω – давать трещину, разрываться) σαν είδα κι άκουσα τα ορφανά (когда увидел и услышал сирот). Τον λυπήθηκα τον Αντώνη (пожалел /я/ Адониса) και τον άφησα να ζήσει (и его оставил жить).
Άλλαξε γνώμη κι αντί να πάρει την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη, γύρισε πίσω άπραγος.
Γιατί γύρισες με τα χέρια άδεια, Χάρε; Πού είναι η ψυχή που σου παρήγγειλα να φέρεις; τον μάλωσε ο Θεός.
Χάρος είμαι, Μεγαλοδύναμε, μα ράγισε η καρδιά μου σαν είδα κι άκουσα τα ορφανά. Τον λυπήθηκα τον Αντώνη και τον άφησα να ζήσει.
Είσαι άμυαλος, Χάρε (ты глупый, Харон). Σύρε στο βυθό της θάλασσας (иди на дно моря; σέρνω) και φέρε μια πέτρα από κει (и принеси камень оттуда), διέταξε ο Θεός (приказал Бог).
Πάει ο Χάρος στη θάλασσα (идёт Харон в море), βουτάει στο βυθό (ныряет в глубину) και πιάνει μια πέτρα (и берёт камень). Την πάει στο Θεό όπως τον πρόσταξε (его относит Богу, как ему приказал) και την αφήνει στα πόδια του (и его кладёт к ногам Его). Την αρπάζει ο Θεός και την πετάει χάμω (его берёт Господь и его бросает оземь). Η πέτρα έγινε δυο κομμάτια (камень стал двумя кусочками).
– Είσαι άμυαλος, Χάρε. Σύρε στο βυθό της θάλασσας και φέρε μια πέτρα από κει, διέταξε ο Θεός.
Πάει ο Χάρος στη θάλασσα, βουτάει στο βυθό και πιάνει μια πέτρα. Την πάει στο Θεό όπως τον πρόσταξε και την αφήνει στα πόδια του. Την αρπάζει ο Θεός και την πετάει χάμω. Η πέτρα έγινε δυο κομμάτια.
Τι βλέπεις; ρωτάει ο Θεός το Χάρο (Что /ты/ видишь? – спрашивает Бог Харона).
Ένα μικρό σκουλήκι, απαντάει ο Χάρος (маленького червячка, – отвечает Харон).
Ποιος το φροντίζει (кто о нём заботится) αυτό το μικρό σκουλήκι εκεί (об этом маленьком червячке), στα βάθη της θάλασσας; (в глубине моря?)
Εσύ, μεγαλοδύναμε (ты, Всесильный). Εσύ το φροντίζεις (ты о нём заботишься), όπως φροντίζεις το καθετί (как заботишься о каждом).
Τι βλέπεις; ρωτάει ο Θεός το Χάρο.
Ένα μικρό σκουλήκι, απαντάει ο Χάρος.
Ποιος το φροντίζει αυτό το μικρό σκουλήκι εκεί, στα βάθη της θάλασσας;
Εσύ, μεγαλοδύναμε. Εσύ το φροντίζεις, όπως φροντίζεις το καθετί.
– Και θ' άφηνα απροστάτευτα (и /я/ бы оставил беззащитными; προστατεύω – защищать) τα ορφανά του Αντώνη; (сирот Адониса?) Έτσι φαντάστηκες; (Так /ты/ предполагал?; φαντάζω – выделяться; нравиться; иметь вид, выглядеть; φαντάζομαι – воображать; думать, предполагать) Εσύ τα σκέφτεσαι πιότερο από 'μένα; (ты о них думаешь больше, чем я?)
Αυτά είπε ο Θεός κι έριξε έναν κεραυνό (это сказал Бог и бросил = метнул молнию). Απ' τον κρότο το δυνατό (от шума сильного) κουφάθηκε ο Χάρος (оглох Харон) κι από τότε μέχρι σήμερα (и с тех пор и поныне: "и от тогда до сегодня") δεν ακούει κλάματα και παρακάλια (/Харон/ не слышит плачей и просьб), ούτε παίρνει από λόγια (и не берётся словами = и слова на него не действует). Γι' αυτό δε γυρίζει ποτέ πίσω άπραγος (поэтому не возвращается никогда с пустыми руками). Κάνει κατά γράμμα (делает по букве = в точности) ό, τι τον προστάζει ο Θεός (то, что ему приказывает Бог). Κι ο Θεός φροντίζει τα υπόλοιπα (и Бог заботится об остальном).
– Και θ' άφηνα απροστάτευτα τα ορφανά του Αντώνη; Έτσι φαντάστηκες; Εσύ τα σκέφτεσαι πιότερο από 'μένα;
Αυτά είπε ο Θεός κι έριξε έναν κεραυνό. Απ' τον κρότο το δυνατό κουφάθηκε ο Χάρος κι από τότε μέχρι σήμερα δεν ακούει κλάματα και παρακάλια, ούτε παίρνει από λόγια. Γι' αυτό δε γυρίζει ποτέ πίσω άπραγος. Κάνει κατά γράμμα ό, τι τον προστάζει ο Θεός. Κι ο Θεός φροντίζει τα υπόλοιπα.
Τα τρία χρυσά παίδια (три золотых ребёнка) η (или)
Οι τρεις φτωχές (три бедные /девушки/)
Μια φορά κι έναν καιρό (однажды) ήτανε τρία κορίτσια φτωχά (были три девушки бедные), που δεν είχανε ούτε ψωμάκι (которые не имели даже булочки) και κάθονταν το βράδυ (и сидели по вечерам) και γνέθανε βαμπάκι (и пряли хлопок). Δεν είχανε ούτε γονείς, τίποτα (не имели ни родителей, ничего), ήταν ορφανές (были сироты). Από την πείνα τους, τώρα, ελέγανε (от голода их, теперь, говорили):
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε τρία κορίτσια φτωχά, που δεν είχανε ούτε ψωμάκι και κάθονταν το βράδυ και γνέθανε βαμπάκι. Δεν είχανε ούτε γονείς, τίποτα, ήταν ορφανές. Από την πείνα τους, τώρα, ελέγανε:
– Μωρ', λέει η μία (эй, – говорит одна; μωρέ – /при обращении к женщине/ ну, ты! эй, ты!), να 'παιρνα ένα Γιώργο (/я/ бы вышла замуж за
Йоргоса: "взяла бы Йоргоса"), έναν ψωμά, να χόρταινα ψωμάκι (пекаря, наедалась бы булочками; χορταίνω – насыщаться, утолять голод; наедаться; есть досыта)!
Μωρ', λέει η άλλη, μωρ' (эй, – говорит другая, – эй), εγώ να 'παιρνα ένα χασάπη (я бы вышла замуж за мясника), να χόρταινα κρέας (наедалась бы мясом)!
Μωρ', 'γώ, λέει η μικρότερη (эй, я, – говорит младшая), να 'παιρνα το βασιλιά (вышла бы замуж за царя), να του 'κανα τρία χρυσά παιδιά (сделала бы ему = родила бы ему трёх золотых детей)!…
– Μωρ', λέει η μία, να 'παιρνα ένα Γιώργο, έναν ψωμά, να χόρταινα ψωμάκι!
– Μωρ', λέει η άλλη, μωρ', εγώ να 'παιρνα ένα χασάπη, να χόρταινα κρέας!
– Μωρ', 'γώ, λέει η μικρότερη, να 'παιρνα το βασιλιά, να του 'κανα τρία χρυσά παιδιά!…
Σύμπτωση, σ' αυτό το μέρος εκεί (случайно, в этом месте там) ήταν ένα βασιλόπουλο (был царевич) και περιφερότανε το βράδυ αργά στα σπίτια (и бродил вечером поздно у домов) ν' ακούσει τι λέει ο καθένας (чтобы послушать, что говорит каждый). Έτυχε (случился = получилось так, что) λοιπόν κείνη την ώρα (итак, в то время) να βρεθεί απόξω ο βασιλιάς (оказался снаружи царь). Άκουσε τι λέγαν οι κοπέλες κι έφυγε (услышал, что говорили девушки, и ушёл).
Σύμπτωση, σ' αυτό το μέρος εκεί ήταν ένα βασιλόπουλο και περιφερότανε το βράδυ αργά στα σπίτια ν' ακούσει τι λέει ο καθένας. Έτυχε λοιπόν κείνη την ώρα να βρεθεί απόξω ο βασιλιάς. Άκουσε τι λέγαν οι κοπέλες κι έφυγε.
Τ' άλλο βράδυ πάει πίσω (на следующий вечер идёт обратно). Περνώντας, αυτές πίσω (ведущие = вели эти снова), οι κουρούνες από την πείνα τους (несчастные / злополучные от голода их; η κουρούνα – ворона), την ίδια κουβέντα (ту же беседу): «Αν έπαιρνα το χασάπη» («если бы /я/ вышла замуж /"взяла"/ за мясника»), «αν έπαιρνα τον ψωμά», κι «αν έπαιρνα το βασιλιά»… («если бы /я/ вышла замуж за пекаря» и «если бы /я/ вышла замуж за царя»)