Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει ο νιος (дорогу берёт, дорогу оставляет юноша = юноша идёт то по одной, то по другой дороге), ανεβαίνει ανηφοριές (поднимается в гору), περνά βουνά και ποτάμια (проходит горы и реки), στο τέλος χάνει το δρόμο του (наконец теряет дорогу его = наконец, он заблудился) κι αντί στο παλάτι βρίσκεται σ' ένα φτωχοκάλυβο (и вместо дворца оказывается в бедной лачуге; φτωχός – бедный, нищий).
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει ο νιος, ανεβαίνει ανηφοριές, περνά βουνά και ποτάμια, στο τέλος χάνει το δρόμο του κι αντί στο παλάτι βρίσκεται σ' ένα φτωχοκάλυβο.
Τι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα παιδί πράμα; (что = почему бродишь тут в такое время, дитя, а? πρά(γ)μα – дело; часто употр. в разгов. речи, можно перевести как "а", "ну", "в самом деле", "честное слово") του λέει μια γριούλα (ему говорит старушка; η γριά – старуха) που ζούσε στο φτωχοκάλυβο (которая жила в бедной лачуге).
Πάω για το παλάτι (иду во дворец), μα έχασα το δρόμο μου (но потерял дорогу мою; χάνω). Άσε με να περάσω τη νύχτα (позволь мне провести ночь) στο σπιτικό σου (в доме твоём), παρακάλεσε το παιδί (попросил юноша; το παίδι – ребёнок; мальчик; подросток; юноша; сын, дочь).
Τι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα παιδί πράμα; του λέει μια γριούλα που ζούσε στο φτωχοκάλυβο.
Πάω για το παλάτι, μα έχασα το δρόμο μου. Άσε με να περάσω τη νύχτα στο σπιτικό σου, παρακάλεσε το παιδί.
Εδώ ζουν οι σαράντα κλέφτες (здесь живут сорок воров). Φύγε (уходи), το καλό που σου θέλω (я хочу тебе только добра: "добро, что тебе хочу"), του λέει η γριά (ему говорит старуха).
– Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα (я ничего не боюсь: "не имею, чтобы бояться, ничего"). Φτωχός είμαι (бедный /я/), λεφτά δεν έχω (денег не имею). Μόνο ένα γράμμα κουβαλάω (только письмо несу). Άσε με να κοιμηθώ μέσα (пусти меня поспать внутри), να χαρείς (прошу тебя; χαίρω – радоваться; να σε χάρω – очень прошу тебя).
Τον λυπήθηκε η γριά (его пожалела старуха), τον έκρυψε στην καταπακτή (его спрятала в люк; κρύβω) και σε λίγο (и через некоторое /время/) ήρθαν οι σαράντα κλέφτες (пришли сорок воров; έρχομαι).
– Λέγε, γριά (говори, старуха), ποιον κρύβεις μέσα (кого прячешь внутри), της είπαν (ей сказали). Είδαμε τα χνάρια (/мы/ видели следы) ως την πόρτα μας (около двери нашей).
– Εδώ ζουν οι σαράντα κλέφτες. Φύγε, το καλό που σου θέλω, του λέει η γριά.
– Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Φτωχός είμαι, λεφτά δεν έχω. Μόνο ένα γράμμα κουβαλάω. Άσε με να κοιμηθώ μέσα, να χαρείς.
Τον λυπήθηκε η γριά, τον έκρυψε στην καταπακτή και σε λίγο ήρθαν οι σαράντα κλέφτες.
– Λέγε, γριά, ποιον κρύβεις μέσα, της είπαν. Είδαμε τα χνάρια ως την πόρτα μας.
Τους είπε, λοιπόν (им /рас/сказала, итак), η γριά την ιστορία (старуха историю) με το νι και με το σίγμα (с "ни" и с "сигмой" [буквы греческого алфавита] = целиком, без утайки).
– Το γράμμα, γρήγορα το γράμμα (письмо, быстро письмо), είπαν με μια φωνή οι κλέφτες (сказали в один голос воры). Η γριά έψαξε (старуха поискала; ψάχνω), βρήκε το γράμμα (нашла письмо; βρίσκω) και τους το έδωσε (и им его дала; δίνω). «Βασίλισσα (царица), το παιδί που θα σου φέρει το γράμμα (юношу, который тебе принесёт письмо), να διατάξεις (прикажи) να το σκοτώσουν αμέσως (чтобы его убили тотчас)!» έλεγε το γράμμα (говорило письмо = говорилось в письме).
Τους είπε, λοιπόν, η γριά την ιστορία με το νι και με το σίγμα.
– Το γράμμα, γρήγορα το γράμμα, είπαν με μια φωνή οι κλέφτες. Η γριά έψαξε, βρήκε το γράμμα και τους το έδωσε. «Βασίλισσα, το παιδί που θα σου φέρει το γράμμα, να διατάξεις να το σκοτώσουν αμέσως!» έλεγε το γράμμα.
Οι σαράντα κλέφτες (сорок воров), που δε χώνευαν το βασιλιά (которые не переваривали царя; χώνευω – переваривать пищу; перен. переваривать, терпеть, переносить) γιατί τους κυνηγούσε (потому что /он/ на них охотился), πήραν κι έγραψαν (взяли и написали; παίρνω, γράφω): «Βασίλισσα (царица), το παιδί που θα σου φέρει το γράμμα (юношу, который тебе принесёт письмо) να το παντρέψεις αμέσως (его пожени немедленно) με την κόρη μας (с нашей дочерью).»
Σαν ξημέρωσε (когда рассвело) και ξύπνησε το παλικάρι (и проснулся парень), πήρε την ευχή της γριάς (получил благословение старухи) και ξεκίνησε (и отправился /в путь/).
Οι σαράντα κλέφτες, που δε χώνευαν το βασιλιά γιατί τους κυνηγούσε, πήραν κι έγραψαν: «Βασίλισσα, το παιδί που θα σου φέρει το γράμμα να το παντρέψεις αμέσως με την κόρη μας.»
Σαν ξημέρωσε και ξύπνησε το παλικάρι, πήρε την ευχή της γριάς και ξεκίνησε.
Το σούρουπο (в сумерках) έφτασε στο παλάτι (прибыл во дворец) κι έδωσε το γράμμα στη βασίλισσα (и дал письмо царице). Εκείνη (та /царица/) το διάβασε (его прочла) κι αμέσως πήρε το παλικάρι (и тотчас взяла молодца) και το πάντρεψε με την κόρη τους (и его поженила с дочерью их). Πάνω στις τρεις μέρες (через три дня) να σου κι ο βασιλιάς (вот тебе и царь) από μακριά (издалека), με τους καβαλλάρηδες (с всадниками) να γυρνούν από το κυνήγι (возвращаются с охоты). Βγαίνει κι η βασίλισσα (приходит и царица) με τα νιόπαντρα (с новобрачными) να τους καλωσορίσει (чтобы их поприветствовать; ср.: καλωσόρισες – добро пожаловать). Σαν τους είδε ο βασιλιάς (когда их увидел царь), τα έχασε (растерялся; досл.: "это потерял", имеется в виду "τα μυαλά έχασε" – разум потерял). Την παίρνει παράμερα (отвёл её в сторонку: "её берёт в сторонку") και της λέει (и ей говорит):
– Μα τι έκανες; (Но что /ты/ сделала?) Τι σου είπα εγώ να κάνεις; (Что тебе сказал я сделать?: "чтобы сделала?")
Το σούρουπο έφτασε στο παλάτι κι έδωσε το γράμμα στη βασίλισσα. Εκείνη το διάβασε κι αμέσως πήρε το παλικάρι και το πάντρεψε με την κόρη τους. Πάνω στις τρεις μέρες να σου κι ο βασιλιάς από μακριά, με τους καβαλάρηδες να γυρνούν από το κυνήγι. Βγαίνει κι η βασίλισσα με τα νιόπαντρα να τους καλωσορίσει. Σαν τους είδε ο βασιλιάς, τα έχασε. Την παίρνει παράμερα και της λέει:
Μα τι έκανες; Τι σου είπα εγώ να κάνεις;
Εγώ, βασιλιά μου (я, царь мой), τα έκανα όλα (то сделала всё) κατά τα γραφόμενά σου (согласно написанному тобой). Πήρα το παιδί (взяла юношу) και το πάντρεψα (и его поженила) με την κόρη μας (с дочерью нашей). Είδα τη λεβεντιά του (увидела статность его) κι είπα (и сказала) πως είναι ό (что он то),п πρέπει για τη βασιλοπούλα (что нужно для царевны).
Έτσι είπε η βασίλισσα (так сказала царица) και του έδειξε το γράμμα (и ему показала письмо). Έκανε πως χάρηκε (сделал /вид/, что обрадован) κι ο βασιλιάς (и царь) για να μην τον καταλάβουν (чтобы его не поняли). Πάνω στη χαρά του (в радости своей) λέει στο παλικάρι (говорит молодцу):
– Εγώ, βασιλιά μου, τα έκανα όλα κατά τα γραφόμενά σου. Πήρα το παιδί και το πάντρεψα με την κόρη μας. Είδα τη λεβεντιά του κι είπα πως είναι ό, τι πρέπει για τη βασιλοπούλα.
Έτσι είπε η βασίλισσα και του έδειξε το γράμμα. Έκανε πως χάρηκε κι ο βασιλιάς για να μην τον καταλάβουν. Πάνω στη χαρά του λέει στο παλικάρι:
Για να σ' αγαπήσει ο κόσμος (чтобы тебя все любили: "чтобы тебя любил мир"; ο κόσμος – мир, вселенная; мир, люди) δε φτάνει η λεβεντιά σου (недостаточно твоей статности: "не достаточна твоя статность"). Πρέπει να κάνεις (нужно, чтобы /ты/ сделал) κι ένα τρανό κατόρθωμα (и большой подвиг).
Ό, τι πεις (то, что скажешь), βασιλιά μου (царь мой). Μετά χαράς (с удовольствием)!
Θα πας και θα φέρεις (пойдёшь и принесёшь) τις τρεις χρυσές τρίχες (три золотых волоса) του Δράκου της Ανατολής (Дракона Востока). Και, σαν τις φέρεις (и, когда их принесёшь), θα σου δώσω (тебе дам) το στέμμα μου (корону мою).