Δε βάσταξε ο βασιλιάς (не выдержал царь) τρεις βραδιές συνέχεια να λεν την ίδια κουβέντα (три вечера подряд чтобы /они/ вели: "говорили" ту же беседу), χτυπάει την πόρτα (стучит в дверь). Μόλις τον είδαν (едва его увидели), μαζεύτηκαν εκείνες από την τρομάρα τους (сжались они от страха их; μαζεύω – собираться; ёжиться, сжиматься). Δεν ήθελαν ν' ανοίξουν (не хотели открывать).
Τ' άλλο βράδυ πάει πίσω. Περνώντας, αυτές πίσω, οι κουρούνες, από την πείνα τους, την ίδια κουβέντα: «Αν έπαιρνα το χασάπη», «αν έπαιρνα τον ψωμά», κι «αν έπαιρνα το βασιλιά»…
Δε βάσταξε ο βασιλιάς τρεις βραδιές συνέχεια να λεν την ίδια κουβέντα, χτυπάει την πόρτα. Μόλις τον είδαν, μαζεύτηκαν εκείνες από την τρομάρα τους. Δεν ήθελαν ν' ανοίξουν.
– Ανοιχτέ, σας παρακαλώ (откройте, вас прошу), ανοιχτέ, τους λέει (откройте, им говорит /царь/), δεν είναι τίποτε (всё в порядке: "/это/ ничего").
Άνοιξαν (открыли). Κείνη που είπε για τα χρυσά παιδιά (та, которая сказала о трёх золотых детях), μόλις είδε το βασιλιά (как только увидела царя), ντροπιάστηκε και πήγε και κρύφτηκε (засмущалась и ушла и спряталась).
– Ανοιχτέ, σας παρακαλώ, ανοιχτέ, τους λέει, δεν είναι τίποτε.
Άνοιξαν. Κείνη που είπε για τα χρυσά παιδιά, μόλις είδε το βασιλιά, ντροπιάστηκε και πήγε και κρύφτηκε.
– Ελάτε δω (идите сюда), τους λέει (им говорит /царь/), μη φοβόσαστε (не бойтесь)! Άνθρωπος είμαι κι εγώ (человек и я). Ποια είπε ότι (которая сказала, что), αν πάρει τον ψωμά το Γιώργο (если выйдет замуж за пекаря Йоргоса), θα χορτάσει ψωμί; (будет наедаться хлебом?)
Εγώ, του λέει η μεγάλη (я, – ему говорит старшая).
Ποια είπε για το χασάπη; (которая сказала о мяснике?)
Εγώ, λέει και η άλλη (я, – говорит и другая).
Ποια είπε ότι θα πάρει το βασιλιά (которая сказала, что выйдет замуж за царя), να του κάνει τα τρία χρυσά παιδιά; (чтобы родить: "сделать" ему три золотых ребёнка?)
Ελάτε δω, τους λέει, μη φοβόσαστε! Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Ποια είπε ότι, αν πάρει τον ψωμά το Γιώργο, θα χορτάσει ψωμί;
Εγώ, του λέει η μεγάλη.
Ποια είπε για το χασάπη;
Εγώ, λέει και η άλλη.
Ποια είπε ότι θα πάρει το βασιλιά, να του κάνει τα τρία χρυσά παιδιά;
Λένε (говорят):
– Μη μας παρεξηγείς (не пойми нас неправильно; παρεξηγώ – неправильно понимать, обижаться; παρεξήγηση – недоразумение, обида), είμαστε φτωχές, πεινάμε (/мы/ бедные, голодаем), κι από τη στενοχώρια μας τα λέμε όλα αυτά (и от тяжёлого нашего положения говорим всё это; η στενοχώρια – расстройство, огорчение; тяжёлое положение; грусть, тоска). Συχώρα μας (прости нас)! κι ευτού κλάματα… (и тут слёзы)
Λένε:
– Μη μας παρεξηγείς, είμαστε φτωχές, πεινάμε, κι από τη στενοχώρια μας τα λέμε όλα αυτά. Συχώρα μας! κι ευτού κλάματα…
Πετάγεται η μικρότερη από κει που ήτανε (выскакивает младшая оттуда, где была):
– – Εγώ τα είπα, του λέει, τι τρέχει; (я это сказала, – ему говорит, – в чём дело? τι τρέχει – что здесь происходит? в чём дело?)
Είπες τέτοια κουβέντα; (/ты/ сказала эти слова?)
Ναι (да)!
– Θα τα κάνεις τα τρία χρυσά παιδιά; (родишь: "сделаешь" трёх золотых детей?)
– Θα τα κάνω (их сделаю = рожу)!
– Τοιμάσου, της λέει (готовься, – ей говорит), θα σε πάρω (/я/ тебя возьму /в жёны/).
Πετάγεται η μικρότερη από κει που ήτανε:
Εγώ τα είπα, του λέει, τι τρέχει;
Είπες τέτοια κουβέντα;
Ναι!
Θα τα κάνεις τα τρία χρυσά παιδιά;
Θα τα κάνω!
Τοιμάσου, της λέει, θα σε πάρω.
Ξημερώνει ο Θεός την ημέρα (снова начинает Бог день; ξημερώνω – рассветать), πάει, πιάνει το Γιώργο τον ψωμά (идёт, берёт Йоргоса пекаря), του δίνει λεφτά με το τσουβάλι (ему даёт деньги мешками; το τσουβάλι – мешок; με το τσουβάλι – мешками), την παίρνει τη μεγάλη (/Йоргос/ берёт /в жёны/ старшую). Πιάνει το χασάπη (берёт мясника), του δίνει κι εκείνου (даёт /денег/ и ему), τη δίνει και την άλλη (даёт /ему в жёны/ и другую). Κινάει και της λέει της μάνας του (отправляется и говорит матери своей):
– Εγώ θα σου φέρω (я тебе приведу) μια γυναίκα φτωχιά εδώ στο παλάτι (жену бедную сюда во дворец). Θα μου κάνει τρία χρυσά παιδιά (/она/ мне родит трёх золотых детей)!
Ξημερώνει ο Θεός την ημέρα, πάει, πιάνει το Γιώργο τον ψωμά, του δίνει λεφτά με το τσουβάλι, την παίρνει τη μεγάλη. Πιάνει το χασάπη, του δίνει κι εκείνου, τη δίνει και την άλλη. Κινάει και της λέει της μάνας του:
Εγώ θα σου φέρω μια γυναίκα φτωχιά εδώ στο παλάτι. Θα μου κάνει τρία χρυσά παιδιά!
Τι είπες, παιδάκι μου; (что /ты/ говоришь, деточка моя?) Ποια σε κορόιδεψε; (которая тебя разыграла?; κοροϊδεύω – насмехаться; подшучивать; обманывать)
Αυτό που σου λέω εγώ (слушайся меня: "то, что тебе говорю я")! της λέει (ей говорит).
Πολέμησε η γριά ν' αποφύγει (боролась старуха, чтобы избежать /этого/). Τίποτα (ничего). Την πήρε την κοπέλα (её взял /в жёны/ девушку). Κίνησε έγκυος (стала беременная; κινώ – двигать, приводить в движение; затевать).
Τι είπες, παιδάκι μου; Ποια σε κορόιδεψε;
Αυτό που σου λέω εγώ! της λέει.
Πολέμησε η γριά ν' αποφύγει. Τίποτα. Την πήρε την κοπέλα. Κίνησε έγκυος.
Του 'ρθε χαρτί να πάει στον πόλεμο (ему пришла бумага, чтобы ехал на войну). Πήγε στον πόλεμο (поехал на войну). Προτού να φύγει (прежде чем уехать), της λέει της μάνας του (говорит /царь/ матери своей):
Η γυναίκα μου θα κάνει τρία χρυσά παιδιά (жена моя родит трёх золотых детей). Τα μάτια σου τέσσερα (смотри в оба: "глаз твоих четыре"), τα παιδιά (дети = за детьми)!
Ναι, παιδάκι μου (да, деточка моя). Τι να ειπεί η γριά; (что бы сказала старуха? = что ещё было сказать старухе?)
Του 'ρθε χαρτί να πάει στον πόλεμο. Πήγε στον πόλεμο. Προτού να φύγει, της
λέει της μάνας του:
Η γυναίκα μου θα κάνει τρία χρυσά παιδιά. Τα μάτια σου τέσσερα, τα παιδιά!
Ναι, παιδάκι μου. Τι να ειπεί η γριά;
Μόλις ήρθε ο καιρός (как только пришло время) και γέννησε η γυναίκα του (и родила жена его), τα φτιάνει με τη μαμή (/старуха/ их оставляет на повивальную бабку; φτιάνω – приводить в порядок; делать; заниматься) και πιάνει και του γράφει (и берёт и пишет ему; πιάνω – брать; браться, приниматься). «Η γυναίκα σου», λέει («жена твоя», говорит), «έκανε ένα γατάκι, ένα κουταβάκι κι έναν πετεινό» («родила котёнка, щеночка и петуха»), ενώ αυτή είχε γεννήσει τρία χρυσά παιδιά (тогда как она родила трёх золотых детей). Τα συμφωνάει με τη μαμή (об этом договаривается с повивальной бабкой), τα παίρνει η γριά (их /младенцев/ берёт старуха) και τα πάει (и их несёт) και τα ρίνει σε μια σπηλιά μέσα τα παιδάκια (и бросает в одной пещере внутри деток).
Μόλις ήρθε ο καιρός και γέννησε η γυναίκα του, τα φτιάνει με τη μαμή και πιάνει και του γράφει. «Η γυναίκα σου», λέει, «έκαμε ένα γατάκι, ένα κουταβάκι κι έναν πετεινό», ενώ αυτή είχε γεννήσει τρία χρυσά παιδιά. Τα συμφωνάει με τη μαμή, τα παίρνει η γριά και τα πάει και τα ρίνει σε μια σπηλιά μέσα τα παιδάκια.
Αλλά ήτανε θέλημα Θεού (но была воля Божья) και τα παιδάκια δεν πεθάνανε (и детишки не умерли), εζήσανε (выжили). Ένας τσοπάνης είχε το μαντρί του (один пастух имел загон свой) κάπου εκεί κοντά (где-то там рядом). Μια γίδα ήτανε από το Θεό (одна коза была от Бога) και πήγαινε κάθε μέρα στη σπηλιά (и ходила каждый день в пещеру) και τα βύζαινε τα παιδιά (и кормила детей; βυζαίνω – кормить грудью; сосать грудь; το βυζί – женская грудь; вымя). Δεν κρύωναν το ένα με τ' άλλο (не замерзали один с другим = прижавшись друг к другу) και βύζαιναν και μεγαλώνανε (и ели и росли).