Выбрать главу

Αλλά ήτανε θέλημα Θεού και τα παιδάκια δεν πεθάνανε, εζήσανε. Ένας τσοπάνης είχε το μαντρί του κάπου εκεί κοντά. Μια γίδα ήτανε από το Θεό και πήγαινε κάθε μέρα στη σπηλιά και τα βύζαινε τα παιδιά. Δεν κρύωναν το ένα με τ' άλλο και βύζαιναν και μεγαλώνανε.

Πάει ο τσοπάνης το βράδυ να την αρμέξει (идёт пастух вечером её доить), στάλα γάλα η γίδα (чуточку молока /даёт/ коза; στάλα – капля; капелька, чуточка; чуть-чуть). Την άλλη μέρα στάλα (на другой день чуть-чуть), την άλλη στάλα (на другой чуть-чуть), τη βύζαιναν τα παιδιά (его /молоко/ высасывали дети). Την παρακολουθεί κι ο τσοπάνης τη γίδα (за ней следует и пастух, за козой), πάει στο σπήλαιο (идёт в пещеру), έλαμπε το σπήλαιο μέσα (светится пещера внутри)! Στην αρχή φοβήθηκε (сначала боялся /пастух/), μετά προχώρησε (потом прошёл), τα βρήκε τα παιδιά (нашёл детей), τα πήρε, τα πήγε στην καλύβα (их взял, из принёс в хижину), τα 'λουσε, τ' άλλαξε (их помыл, их переодел), τα τοίμασε και τα συντηρούσε με τη γυναίκα του (их вырастил: "приготовил" и их содержал с женой его). Είχε και δικά του (имел и своих /детей/), τα μεγάλωσε (их вырастил). Άιντε, χάιντε (потихоньку-полегоньку / время шло; присказка), μεγάλωναν τα παιδιά (вырастали дети).

Πάει ο τσοπάνης το βράδυ να την αρμέξει, στάλα γάλα η γίδα. Την άλλη μέρα στάλα, την άλλη στάλα, τη βύζαιναν τα παιδιά. Την παρακολουθεί κι ο τσοπάνης τη γίδα, πάει στο σπήλαιο, έλαμπε το σπήλαιο μέσα! Στην αρχή φοβήθηκε, μετά προχώρησε, τα βρήκε τα παιδιά, τα πήρε, τα πήγε στην καλύβα, τα 'λουσε, τ' άλλαξε, τα τοίμασε και τα συντηρούσε με τη γυναίκα του. Είχε και δικά του, τα μεγάλωσε. Άιντε, χάιντε, μεγάλωναν τα παιδιά.

«Ένας τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά, ένας τσοπάνης…» (один пастух нашёл трёх золотых детей, один пастух…), ακούστηκε στη Σπάρτη, στην Τρίπολη

(слышалось в Спарте, в Триполи). Όλοι, λοιπόν, περάσανε από τον τσοπάνη να τα δούνε (все, итак, приходили к пастуху, чтобы их увидеть). Έκανε την προκοπή του ο τσοπάνης (делал успех свой пастух = пастух весьма преуспевал; η προκοπή – преуспеяние, благоденствие; κάνω προκοπή – преуспевать, благоденствовать), άλλοι τον πλήρωναν (одни ему платили), άλλοι του κάναν το τραπέζι, και τα λοιπά (другие его угощали обедом: "ему делали стол", и так далее).

Η γριά, μόλις τ' άκουσε (старуха, едва услышала) ότι ο τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά (что пастух нашёл трёх золотых детей), τη θέρισε μέσα κι έξω ο φόβος (её стал терзать внутри и снаружи страх).

«Ένας τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά, ένας τσοπάνης…», ακούστηκε στη Σπάρτη, στην Τρίπολη. Όλοι, λοιπόν, περάσανε από τον τσοπάνη να τα δούνε. Έκανε την προκοπή του ο τσοπάνης, άλλοι τον πλήρωναν, άλλοι του κάναν το τραπέζι, και τα λοιπά.

Η γριά, μόλις τ' άκουσε ότι ο τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά, τη θέρισε μέσα κι έξω ο φόβος.

Τότε το βασιλόπουλο της λέει (тогда царевич ей говорит):

Μάνα, ξέρεις τι; (мама, знаешь, что?)

Τι, παιδάκι μου; (что, деточка моя?)

Εδώ ένας τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά (тут один пастух нашёл трёх золотых детей) κι όλοι τους κάνουν το τραπέζι (и все их угощают). Θα τους κάνω κι εγώ (их угощу и я), γιατί είμαι βασιλιάς και πρέπει (потому что я царь и должно).

Τι είπες, παιδάκι μου; (что /ты/ сказал, деточка моя?) Ξέρεις τι δαιμονικά είν' εκεί (знаешь, что /за/ сатанинское там), ξέρεις τι διαόλια είναι; (знаешь, что /за/ дьявольское?)

– Όχι, όχι, μάνα, λέει (нет, нет, мама, – говорит).

Τότε το βασιλόπουλο της λέει:

Μάνα, ξέρεις τι;

Τι, παιδάκι μου;

– Εδώ ένας τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά κι όλοι τους κάνουν το τραπέζι. Θα τους κάνω κι εγώ,γιατί είμαι βασιλιάς και πρέπει.

Τι είπες, παιδάκι μου; Ξέρεις τι δαιμονικά είν' εκεί, ξέρεις τι διαόλια είναι;

Όχι, όχι, μάνα, λέει.

Εν τω μεταξύ, όμως (между тем, однако), τη μάνα των παιδιώνε (мать детей), τότε που γέννησε τα παιδιά (тогда, когда родила детей) και της τα πετάξανε (и от неё их прогнали), ο βασιλιάς, που του το γράψανε ότι αυτό κι αυτό (царь, которому это написали, что так и так), «διώχτε τη από το σπίτι (изгоните её из дома)», είπε, «και βάλτε τη κάτω στους κήπους (сказал, и бросьте = отправьте её вниз, в сады), να φυλάει τους αραπόκοτους, τους γάλους (чтобы стерегла индюков; ο αραπόκοτος /αράπης – чёрный + η κότα – курица / = ο γάλ(λ)ος – индюк)».

Εν τω μεταξύ, όμως, τη μάνα των παιδιώνε, τότε που γέννησε τα παιδιά και της τα πετάξανε, ο βασιλιάς, που του το γράψανε ότι αυτό κι αυτό, «διώχτε τη από το σπίτι», είπε, «και βάλτε τη κάτω στους κήπους, να φυλάει τους αραπόκοτους, τους γάλους».

Ε, αφού επίμενε ο βασιλιάς (и, поскольку настаивал царь) να τους κάνει το τραπέζι (чтобы /он/ их угостил), η γριά δεν μπορούσε να τ' αποφύγει (старуха не могла этого избежать).

– Θα 'ρθουμε (/мы/ придём), τους λέει ο βοσκός (им говорит пастух), αφέντη βασιλέα (хозяин царь), αλλά όσους είναι σπίτι σου (но сколько есть в доме твоём /людей/) να τους έχεις όλους στο τραπέζι (пусть /ты/ их имеешь всех за столом = пусть все они будут за столом). Ακούς, λέει, όλους (слышишь, говорит, всех)!

Ε, αφού επίμενε ο βασιλιάς να τους κάνει το τραπέζι, η γριά δεν μπορούσε να τ' αποφύγει.

– Θα 'ρθουμε, τους λέει ο βοσκός, αφέντη βασιλέα, αλλά όσους είναι σπίτι σου να τους έχεις όλους στο τραπέζι. Ακούς, λέει, όλους!

Ετοιμάζονται, λοιπόν (готовятся, итак), ο τσοπάνης με τα παιδάκια να πάνε (пастух с детишками, чтобы идти). Τοιμάστηκαν τα φαγητά (приготовили еду), τη μάνα τους όμως δεν τη φέρανε στο τραπέζι (мать их, однако, не привели за стол).

– Φάτε, παιδιά (ешьте, дети)! Λέει ο βοσκός (говорит пастух):

– Δεν τους έχεις όλους στο τραπέζι (не имеешь их всех за столом = не все за столом).

Ετοιμάζονται, λοιπόν, ο τσοπάνης με τα παιδάκια να πάνε. Τοιμάστηκαν τα φαγητά, τη μάνα τους όμως δεν τη φέρανε στο τραπέζι.

Φάτε, παιδιά! Λέει ο βοσκός:

Δεν τους έχεις όλους στο τραπέζι.

– Όλους τους έχουμε (всех имеем = все здесь), εδώ είναι και οι υπερέτες (здесь и слуги).

– Δεν τους έχεις όλους (здесь не все).

– Έχουμε, λέει (имеем, говорит = у нас есть, говорит), μια γυναίκα που φυλάει τους αραπόκοτους κάτω (женщина, которая стережёт индюков внизу) κι είναι στα χάλια της (и /она/ себя плохо чувствует; το χάλι – тяжёлое состояние).

Κι αυτή, λέει, πρέπει να 'ρθει (и она, – говорит, – должна прийти).

Όλους τους έχουμε, εδώ είναι και οι υπερέτες.

Δεν τους έχεις όλους.

– Έχουμε, λέει, μια γυναίκα που φυλάει τους αραπόκοτους κάτω κι είναι στα χάλια της.

– Κι αυτή, λέει, πρέπει να 'ρθει.

Στέλνει λοιπόν ο βασιλιάς τους δούλους (посылает, итак, царь слуг), τη λούσανε, την άλλαξαν (её моют, её одевают), την πήγαν, την κουρούνα (её приводят, злополучную; η κουρούνα – ворона). Έκατσε στο τραπέζι (села за стол). Κάναν το σταυρό τους τα παιδιά, άρχισαν (сделали крест свой дети = перекрестились, начали).

Μόλις κάρφωσαν την πρώτη μπουκιά (едва сделали = отрезали первый кусок), την παίρνει το 'να, της τη δίνει (ей берёт /кусок/ один = первый ребёнок, ей его даёт). Κείνη, όπως ήταν απ' τους αραπόκοτους κάτω (та, как была от индюков снизу), κλουπ, έφαε τη μερίδα (раз, и съела порцию). Καρφώνει τη ο δεύτερος (отрезает ей и второй /ребёнок/), της τη δίνει (ей её /т.е. порцию/ даёт). Την τρώει κι εκείνη (ест и ту /порцию/ она). Και το κοριτσάκι της έδωσε κι εκείνο (и девушка /служанка/ ей дала и та = дала ей порцию и девушка; το κοριτσάκι – девчонка, девушка). Της βάζουν και κρασί (ей наливают и вина), το πρώτο το ποτήρι της στάλα (в первый кубок её чуть-чуть; η στάλα – капля), το δεύτερο στάλα, το τρίτο στάλα (/во/ второй чуть-чуть, /в/ третий чуть-чуть).