Выбрать главу

Στέλνει λοιπόν ο βασιλιάς τους δούλους, τη λούσανε,την άλλαξαν, την πήγαν, την κουρούνα. Έκατσε στο τραπέζι. Κάμαν το σταυρό τους τα παιδιά, άρχισαν.

Μόλις κάρφωσαν την πρώτη μπουκιά, την παίρνει το 'να, της τη δίνει. Κείνη, όπως ήταν απ' τους αραπόκοτους κάτω, κλουπ, έφαε τη μερίδα. Καρφώνει τη ο δεύτερος, της τη δίνει. Την τρώει κι εκείνη. Και το κοριτσάκι της έδωσε κι εκείνο. Της βάζουν και κρασί, το πρώτο το ποτήρι της στάλα, το δεύτερο στάλα, το τρίτο στάλα.

Η γριά πλια από την κακία της (старуха уже от злобы своей) δεν μπόρεσε να κρατήσει και λέει (не могла сдержаться и говорит):

– Κόρακας, ντε (вороны, эх; κόρακας – ругательство, наподобие "чтоб вас", подразумевается: "идите к воронам")! Πώς τα χώρεσε η κοιλιά σου όλα (как вместило чрево твоё всё), και τις μερίδες και το κρασί; (и порции /еды/ и вино?)

Λένε (говорят /дети/):

– Άκου να σου πούμε, γιαγιά (слушай, /что мы/ тебе скажем, бабушка), τις μερίδες και τα ποτήρια πώς τα χώρεσε η κοιλιά της; (порции /еды/ и кубки, как их вместило чрево её?) Εμάς πώς μας χώρεσε η κοιλιά της μάνας μας; (нас, как нас вместило чрево матери нашей?)

Η γριά πλια από την κακία της δεν μπόρεσε να κρατήσει και λέει:

– Κόρακας, ντε! Πώς τα χώρεσε η κοιλιά σου όλα, και τις μερίδες και το κρασί;

Λένε:

– Άκου να σου πούμε, γιαγιά, τις μερίδες και τα ποτήρια πώς τα χώρεσε η κοιλιά της; Εμάς πώς μας χώρεσε η κοιλιά της μάνας μας;

Τότε εμίλησαν πλια και λένε (тогда заговорили уже и сказали):

– Αυτή είναι η μάνα μας (это мама наша), που μας εγέννησε (которая нас родила), και η γιαγιά μας μας επήγε στο σπήλαιο (и бабушка наша нас отнесла в пещеру).

Την έπιασε ο βασιλιάς (её схватил царь) και την έκανε κομματάκια (и из неё сделал кусочки)!

Κι έζησαν κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα… (и жили они хорошо, и мы /ещё/ лучше)

Τότε εμίλησαν πλια και λένε:

– Αυτή είναι η μάνα μας, που μας εγέννησε, και η γιαγιά μας μας επήγε στο σπήλαιο.

Την έπιασε ο βασιλιάς και την έκανε κομματάκια! Κι έζησαν κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα…

Ο Τσερίσης που έπεσε στην παδέλα. (Церисис, который упал в кастрюлю; η παδέλα – большая глиняная кастрюля)

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσανε (однажды жили) σ' ένα χωριό ένας γέρος και μια γριά (в одной деревне старик и старуха). Ζούσανε καλά κι ήτανε πολύ αγαπημένοι (жили /они/ хорошо и были очень любящие /друг друга/; αγαπημένος – любимый; дружный, согласный), αλλά είχανε μεγάλο καημό (но имели большое горе) που δεν είχανε παιδιά (что не имели детей). Παρακαλούσανε λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό (молили, итак, днём /и/ ночью Бога) να τους χαρίσει ένα παιδάκι (чтобы подарил им ребёночка), κι ας ήτανε και μικρουλάκι, μια στάλα (и пусть = пусть даже /он/ был бы малюсенький, крошечка; μικρός – маленький; η στάλα – капля; капелька, чуточка).

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσανε σ' ένα χωριό ένας γέρος και μια γριά. Ζούσανε καλά κι ήτανε πολύ αγαπημένοι, αλλά είχανε μεγάλο καημό που δεν είχανε παιδιά. Παρακαλούσανε λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδάκι, κι ας ήτανε και μικρουλάκι, μια στάλα.

Ο Θεός άκουσε τα παρακάλια τους (Бог услышал мольбы их) και η γριά γέννησε ένα παιδάκι πολύ μικρό (и старуха родила ребёнка очень маленького), που το βγάλανε Τσερίση (которого назвали Церисис). Ο Τσερίσης, ας ήτανε μικρός (Церисис, пусть /и/ был маленький), ήτανε πολύ καλό παιδάκι (был очень хорошим ребёночком). Άκουγε τον πατέρα και τη μάνα του (слушал отца своего и маму свою), κι όσο μεγάλωνε (и сколько вырастал = и когда подрос), έκανε δουλειές και θελήματα (выполнял: "делал" работы и поручения). Έσπαγε βέργες (ломал ветки), έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια (мыл чашки и стаканы) κι εσύμπαγε τη φωτιά (и раздувал огонь) για να βράζει το φαί (чтобы варить еду). Όλοι τον αγαπάγανε (все его любили), οι γειτόνοι κι όσοι τον γνωρίζανε (соседи и /те/, кто его знали).

Ο Θεός άκουσε τα παρακάλια τους και η γριά γέννησε ένα παιδάκι πολύ μικρό, που το βγάλανε Τσερίση. Ο Τσερίσης, ας ήτανε μικρός, ήτανε πολύ καλό παιδάκι. Άκουγε τον πατέρα και τη μάνα του, κι όσο μεγάλωνε, έκανε δουλειές και θελήματα. Έσπαγε βέργες, έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια κι εσύμπαγε τη φωτιά για να βράζει το φαί. Όλοι τον αγαπάγανε, οι γειτόνοι κι όσοι τον γνωρίζανε.

Μια Κυριακή ο γέρος και η γριά (в одно воскресенье старик и старуха) θέλανε να πάνε στην εκκλησία (хотели пойти в церковь; η εκκλησία – церковь; /церковная/ служба). Τόνε φωνάζει η μάνα του από την αυλή (тогда позвала мама его из двора), που έπαιζε, και του λέει (где /он/ играл, и ему говорит):

Τσερίση, Τσερισάκο μου, εμείς θα πάμε στην εκκλησία (мы пойдём в церковь). Εσύ να προσέχεις το φαΐ (ты последи за едой; προσέχω – следить, наблюдать; быть внимательным) που έχω απάνω στη φωτιά (которая у меня: "которую имею" на огне). Να βάνεις ξύλο μη σβήσει (положи дрова, /чтобы/ не потухло) και να ρίχνεις και λίγο νερό (и брось = прысни и немного воды). Πρόσεχε όμως (смотри однако), μη σκύβεις πολύ στην παδέλα (не наклоняйся сильно в кастрюлю) και πέσεις μέσα και τσουρουφλιστείς (и /не/ упади внутрь = в неё и /не/ обожгись; τσουρουφλίζω – опалить /на огне/)!

Έγνοια σου, μάνα, της λέει (будь спокойна, мама, – ей говорит; έγνοια – забота; беспокойство; έγνοια σου – будь спокоен, успокойся).

Μια Κυριακή ο γέρος και η γριά θέλανε να πάνε στην εκκλησία. Τόνε φωνάζει η μάνα του από την αυλή, που έπαιζε, και του λέει:

Τσερίση, Τσερισάκο μου, εμείς θα πάμε στην εκκλησία. Εσύ να προσέχεις το φαΐ που έχω απάνω στη φωτιά. Να βάνεις ξύλο μη σβήσει και να ρίχνεις και λίγο νερό. Πρόσεχε όμως, μη σκύβεις πολύ στην παδέλα και πέσεις μέσα και τσουρουφλιστείς!

Έγνοια σου, μάνα, της λέει.

Η γριά κι ο γέρος ήσυχοι κινήσανε για την εκκλησία (старуха и старик, спокойные, отправились в церковь).

Ο Τσερίσης μπαινόβγαινε από την αυλή στο σπίτι (Церисис сновал туда-сюда из двора в дом; μπαινοβγαίνω – сновать взад и вперёд; ср. μπαίνω – входить; βγαίνω – выходить) και πρόσεχε το φαΐ (и следил за едой). Εσύμπαγε τη φωτιά (раздул огонь) κι έριχνε κι από λίγο νερό (и бросил = прыснул немного воды). Μια στιγμή όμως (в один момент однако), που άργησε λίγο στο παιχνίδι (когда замешкался чуть-чуть в игре), του φάνηκε πως μύριζε το φαγητό (ему показалось, что запахла еда), κι έσκυψε να δεί καλά (и наклонился, чтобы увидеть хорошо = как следует), πέφτει μέσα στην παδέλα και ζεματίστηκε (падает внутрь кастрюли и ослеп)!

Κανείς δεν τον είδε ούτε τον άκουσε (никто его не видел и его не слышал)…

Η γριά κι ο γέρος ήσυχοι κινήσανε για την εκκλησία.

Ο Τσερίσης μπαινόβγαινε από την αυλή στο σπίτι και πρόσεχε το φαΐ. Εσύμπαγε τη φωτιά κι έριχνε κι από λίγο νερό. Μια στιγμή όμως, που άργησε λίγο στο παιχνίδι, του φάνηκε πως μύριζε το φαγητό, κι έσκυψε να δεί καλά, πέφτει μέσα στην παδέλα και ζεματίστηκε!

Κανείς δεν τον είδε ούτε τον άκουσε…

Όταν σκόλασε η εκκλησία (когда закончилась служба), η γριά κι ο γέρος κινήσανε για το σπίτι τους (старуха и старик отправились домой). Ο γέρος βρήκε κι ένα φίλο του (старик нашёл = встретил и друга его) και τον πήρανε κι αυτόν μαζί τους για μουσαφίρη (и взяли и его с собой в гости), να του κάνουνε το τραπέζι (чтобы ему сделали стол = чтобы его угостить).