Φτάνοντας η γριά στο σπίτι (пришедшая старуха в дом = когда старуха пришла домой) ξαφνιάστηκε που δεν είδε τον Τσερίση (удивилась, что не увидела Церисиса; ξαφνιάζομαι – поражаться, удивляться; пугаться). Φωνάζει (зовёт):
– Τσερίση, Τσερισάκο μου… Τίποτα (ничего)!
Όταν σκόλασε η εκκλησία, η γριά κι ο γέρος κινήσανε για το σπίτι τους. Ο γέρος βρήκε κι ένα φίλο του και τον πήρανε κι αυτόν μαζί τους για μουσαφίρη, να του κάνουνε το τραπέζι.
Φτάνοντας η γριά στο σπίτι ξαφνιάστηκε που δεν είδε τον Τσερίση. Φωνάζει:
– Τσερίση, Τσερισάκο μου… Τίποτα!
Βγαίνει στην αυλή, φωνάζει, τίποτα (выходит во двор, зовёт, ничего). Ρωτάει τα γειτονοπούλα μην τον είδανε (спрашивает соседушек, не видели ли его; ο γείτονας – сосед).
– Τώρα, πριν λίγη ώρα (сейчас, назад маленькое время = совсем недавно) μπήκε μες στο σπίτι, της λένε (вошёл в дом, – ей говорят).
Ψάχνει σ' όλο το σπίτι, φωνάζει, τίποτα (ищет во всём доме, зовёт – ничего). Πλησιάζει να δεί το φαγητό (приближается посмотреть еду), βλέπει την παδέλα ξέσκεπη (видит кастрюлю без крышки; ξέσκεπος = ξεσκέπαστος – не покрытый, не имеющий крыши), κοιτάει μέσα και τον βλέπει ζεματισμένον (смотрит внутрь и его видит ослеплённого). Αρχίζει να τραβάει τα μαλλιά της (начинает тянуть волосы свои = рвать на себе волосы):
– Αχ, Τσερίση μου, τι κακό που έπαθα (ах, Церисис мой, какое зло /я/ перенесла = какая беда со мной случилась)!
Βγαίνει στην αυλή, φωνάζει, τίποτα. Ρωτάει τα γειτονοπούλα μην τον είδανε.
– Τώρα, πριν λίγη ώρα μπήκε μες στο σπίτι, της λένε.
Ψάχνει σ' όλο το σπίτι, φωνάζει, τίποτα. Πλησιάζει να δεί το φαγητό, βλέπει την παδέλα ξέσκεπη, κοιτάει μέσα και τον βλέπει ζεματισμένον. Αρχίζει να τραβάει τα μαλλιά της:
– Αχ, Τσερίση μου, τι κακό που έπαθα!
Ο γέρος, μόλις τ' άκουσε (старик, едва её услышал), άρχισε από τη λύπη του να τραβάει τα γένια του (стал от горя рвать бороду свою).
Ο μουσαφίρης, που τα είδε όλα αυτά (гость, когда увидел всё это), άρχισε να πετάει τη σκούφια του (стал бросать шапку свою).
Τα παραθυρόφυλλα, που είδανε τι γινότανε μέσα (ставни, когда увидели, что происходило внутри; τα παραθυρόφυλλα: το παράθυρο – окно + το φύλλο – лист), άρχισαν να χτυποβροντάνε (начали барабанить; χτυποβροντώ: χτυπώ – бить, стучать + βροντώ – греметь, грохотать).
Ο γέρος, μόλις τ' άκουσε, άρχισε από τη λύπη του να τραβάει τα γένια του.
Ο μουσαφίρης, που τα είδε όλα αυτά, άρχισε να πετάει τη σκούφια του.
Τα παραθυρόφυλλα, που είδανε τι γινότανε μέσα, άρχισαν να χτυποβροντάνε.
Κείνη την ώρα περνάει ένας αϊτός (в то время идёт орёл = летит мимо орёл). Ρωτάει (спрашивает):
Παραθυρόφυλλα, γιατί χτυποβροντάτε; (ставни, почему барабаните?)
Αχ, δεν το 'μαθες; του λένε (ах, /ты/ этого не знаешь? – ему говорят; μαθαίνω – учить, выучить; слышать, узнавать). Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (Церисис упал в кастрюлю). Η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду), ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του κι εμείς χτυποβροντάμε (гость бросает шапку свою, и мы барабаним).
Κείνη την ώρα περνάει ένας αϊτός. Ρωτάει:
– Παραθυρόφυλλα, γιατί χτυποβροντάτε;
– Αχ, δεν το 'μαθες; του λένε. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα. Η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του κι εμείς χτυποβροντάμε.
– Αχ! λέει ο αϊτός (ах! – говорит орёл). Κι εγώ θα πετάξω το χρυσοφτέρουγό μου (и я сброшу золотое крыло моё)! Και, λέγοντας αυτά (и, говоря это), ανεβαίνει στη σκεπή του σπιτιού (поднимается на крышу дома) και με τη μύτη του δίνει μια τραβηξιά (и клювом своим даёт дёрганье = щиплет себя; η μύτη – нос; η τραβηξιά – таскание, дёргание) και ξεκολλάει το χρυσοφτέρουγό του και το πετάει (и отдирает золотое крыло своё и его сбрасывет; ξεκολλώ – отклеивать; отрывать).
Σε λίγο φτερακάει (через немногое /время/ устаёт) κι ανεβαίνει στην κορφή μιας μηλιάς για να ξεκουραστεί (и поднимается на вершину яблони, чтобы отдохнуть). Τόνε ρωτάει η μηλιά (тогда спрашивает яблоня):
Αϊτέ μου, πού 'ναι το χρυσοφτέρουγό σου; (орёл мой, где золотое крыло твоё?)
Αχ! λέει ο αϊτός. Κι εγώ θα πετάξω το χρυσοφτέρουγό μου! Και, λέγοντας αυτά, ανεβαίνει στη σκεπή του σπιτιού και με τη μύτη του δίνει μια τραβηξιά και ξεκολλάει το χρυσοφτέρουγό του και το πετάει.
Σε λίγο φτερακάει κι ανεβαίνει στην κορφή μιας μηλιάς για να ξεκουραστεί. Τόνε ρωτάει η μηλιά:
– Αϊτέ μου, πού 'ναι το χρυσοφτέρουγό σου;
Αχ, της λέει, δεν το ξέρεις; (ах, – ей говорит, – этого не знаешь?) Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του (Церисис упал в кастрюлю, старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его), τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε κι εγώ πέταξα το χρυσοφτέρουγό μου (ставни барабанят и я сбросил золотое крыло моё).
Κι εγώ, λέει τότε η μηλιά (и я, – говорит тогда яблоня), θα πετάξω όλα μου τα μήλα (сброшу все мои яблоки)!
Και δίνει μια τιναξιά (и даёт встряхивание = и встряхивается) και τα τινάζει όλα κάτω (и стряхивает всё вниз), και τα γερά και τα σάπια (и здоровые и гнилые).
Αχ, της λέει, δεν το ξέρεις; Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε κι εγώ πέταξα το χρυσοφτέρουγό μου.
Κι εγώ, λέει τότε η μηλιά, θα πετάξω όλα μου τα μήλα!
Και δίνει μια τιναξιά και τα τινάζει όλα κάτω, και τα γερά και τα σάπια.
Πάει ένα γουρούνι κάτω απ' τη μηλιά (идёт свинья под яблоню) να φάει σάπια μήλα (чтобы поесть гнилых яблок) και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα (и их видит все на земле слоем).
Μηλιά, της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα; (яблоня, – ей говорит, – почему /ты/ сбросила все свои яблоки?)
Δεν το 'μαθες; του λέει (этого не знаешь? – ему говорит). Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του (Церисис упал в кастрюлю, старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё), κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα (и я сбросила все мои яблоки).
– Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια (и я, – говорит свинья, – выброшу все мои зубы)! Και τα πέταξε (и их выбросила).
Πάει ένα γουρούνι κάτω απ' τη μηλιά να φάει σάπια μήλα και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα.
– Μηλιά,της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα;
– Δεν το 'μαθες; του λέει. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα.
– Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια! Και τα πέταξε.
Πηγαίνει σε λίγο (идёт через немного /времени/) στη βρύση να πίνει νερό (к источнику попить воды). Η βρύση του λέει παραξενεμένη (источник ей говорит, недоумевающий; παραξενεύω – вызывать удивление; παράξενος – странный, удивительный):