Выбрать главу

Γουρούνι μου (свинья моя), πού 'ναι τα δόντια σου, τι γίνανε; (где зубы твои, что случилось?)

Αχ, της λέει, βρύση μου (ах, – ему говорит /свинья/, – источник мой), δεν το έμαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (этого не знаешь, что Церисис упал в кастрюлю), η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё), η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου; (яблоня сбросила яблоки свои и я выбросила зубы мои?)

Δεν το 'ξερα, λέει η βρύση (я этого не знал, – сказал источник). Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου (тогда и я испорчу воду мою; βρομάω = βρωμάω – скверно пахнуть, тухнуть)! Και το βρόμεψε (и её испортил).

Πηγαίνει σε λίγο στη βρύση να πίνει νερό. Η βρύση του λέει παραξενεμένη:

– Γουρούνι μου, πού 'ναι τα δόντια σου, τι γίνανε;

– Αχ, της λέει, βρύση μου, δεν το έμαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου;

– Δεν το 'ξερα, λέει η βρύση. Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου! Και το βρόμεψε.

Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες (в то время шли какие-то девушки) με κόφες γεμάτες ρούχα (с корзинами, полными одежды), να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης (чтобы их прополоскать в чистой воде источника). Το βλέπουν βρόμικο (её видят грязную = видят, что вода грязная) και τη ρωτάνε γιατί το 'κανε αυτό (и его /источник/ спрашивают, почему /он/ сделал это).

– Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (этого не знаете, – им говорит, – что Церисис упал в кастрюлю), η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё, яблоня сбрасывает яблоки свои, свинья выбрасывает зубы свои) κι εγώ βρόμεψα το νερό μου; (и я испачкал воду мою?)

Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες με κόφες γεμάτες ρούχα, να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης. Το βλέπουν βρόμικο και τη ρωτάνε γιατί το 'κανε αυτό.

– Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του κι εγώ βρόμεψα το νερό μου;

Τότε λένε κι αυτές (тогда говорят и они):

– Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό (и мы бросим одежды наши в обрыв)!

Και τα πετάνε (и их бросили).

Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές (вернулись тогда в дом их порожние), χωρίς ρούχα (без одежд).

Τότε λένε κι αυτές:

– Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό! Και τα πετάνε.

Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές, χωρίς ρούχα.

Ο Καπινούλης. (дымок; ο καπνός – дым).

Μία φορά κι έναν καιρό (однажды) ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρία κορίτσια (/жил-/был один царь и было у него три дочери). Απέξω απ' το παλάτι τους ήτανε μια πλατέα (снаружи дворца их была площадь) και πηγαίνανε κάθε ημέρα (и приходили каждый день) σαράντα παλικάρια άγνωστα (сорок молодцев неизвестных), από άλλο μέρος (из другой местности), κρεμάγανε τις κάπες τους σ' ένα δέντρο (вешали шубы свои на дерево; η κάπα – бурка; тулуп) και μετά αρχίναγαν το παιχνίδι (и потом начинали игру), ρίχναν το λιθάρι και πηδάγανε (бросали камень и прыгали), ποιος να πρωτοβγεί (кто будет первым). Ολωνών οι κάπες ήτανε ίδιες (всех шубы были одинаковые), αλλά του αρχηγού, του μεγαλύτερου, ήτανε χρυσή (но /шуба/ предводителя, главного, была золотая)!

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρία κορίτσια. Απέξω απ' το παλάτι τους ήτανε μια πλατέα και πηγαίνανε κάθε ημέρα σαράντα παλικάρια άγνωστα, από άλλο μέρος, κρεμάγανε τις κάπες τους σ' ένα δέντρο και μετά αρχίναγαν το παιχνίδι, ρίχναν το λιθάρι και πηδάγανε, ποιος να πρωτοβγεί. Ολωνών οι κάπες ήτανε ίδιες, αλλά του αρχηγού, του μεγαλύτερου, ήτανε χρυσή!

Τα κορίτσια 'πό μέσα απ' τα παράθυρα (девушки изнутри, из окон) τα 'βλεπαν όλα (смотрели на всё) και καμάρωναν τα παλικάρια (и любовались парнями). Απ' όλους όμως πιο πολύ και οι τρεις ζηλέψανε τον αρχηγό (из всех, однако, больше всего все три восхищались предводителем; ζηλεύω – ревновать; завидовать; восхищаться, удивляться).

Όταν έφευγαν τα παλικάρια (когда уходили молодцы) κι έπαιρναν τις κάπες τους (и брали шубы свои), αυτές εδιαφωνούσαν συναμεταξύ τους για τον αρχηγό (они /девушки/ спорили между собой о предводителе).

Τα κορίτσια 'πό μέσα απ' τα παράθυρα τα 'βλεπαν όλα και καμάρωναν τα παλικάρια. Απ' όλους όμως πιο πολύ και οι τρεις ζηλέψανε τον αρχηγό.

Όταν έφευγαν τα παλικάρια κι έπαιρναν τις κάπες τους, αυτές εδιαφωνούσαν συναμεταξύ τους για τον αρχηγό.

– Εγώ τον αγαπάω, έλεγε η μία (я его люблю, – говорила одна /из сестёр/).

Όχι, εγώ, έλεγε η άλλη (нет, я, – говорила другая). Αρχινάγανε πάλι (начинали снова):

Εμένα θα πάρει, η μία (меня возьмёт /в жёны, – говорила/ одна).

– Όχι, εμένα θα πάρει, έλεγε η άλλη (нет, меня возьмёт, – говорила другая).

– Εγώ τον αγαπάω, έλεγε η μία.

Όχι, εγώ, έλεγε η άλλη. Αρχινάγανε πάλι:

Εμένα θα πάρει, η μία.

Όχι, εμένα θα πάρει, έλεγε η άλλη.

Ο αρχηγός κατάλαβε (предводитель понял) ότι μαλώνανε για χάρη του (что ссорятся из-за него; για χάρη του – ради него, для него) και, αφού πέρασε καιρός (и, когда прошло время), μια μέρα φωνάζει τη μικρότερη (однажды зовёт младшую) να κατέβει κάτω να της ειπεί (чтобы /она/ спустилась вниз, чтобы /он/ ей сказал /кое-что/). Πήγε κάτω η κοπέλα και της λέει (пришла вниз девушка, и /он/ ей говорит):

Ο αρχηγός κατάλαβε ότι μαλώνανε για χάρη του και, αφού πέρασε καιρός, μια μέρα φωνάζει τη μικρότερη να κατέβει κάτω να της ειπεί. Πήγε κάτω η κοπέλα και της λέει:

– Το καταλαβαίνω ότι μαλώνετε με τις αδερφάδες σου (понимаю, что ссоритесь с сёстрами твоими), αλλά εγώ εσένα αγαπάω και εσένα θα πάρω (но я тебя люблю и тебя возьму /в жёны/)! Μόνο μην το μαρτυρήσεις κανενού (только не рассказывай этого никому), γιατί άμα το μαρτυρήσεις (потому что когда это расскажешь), θα δεις τον καπινούλη μου (увидишь дымок мой), κι άμα το μάθεις (и когда это узнаешь), θα το μάθεις από όνειρο κι από τσοπανόπουλο (это узнаешь из сна и от пастушка)!

Κι έτσι κι έγινε (и так и вышло).

– Το καταλαβαίνω ότι μαλώνετε με τις αδερφάδες σου, αλλά εγώ εσένα αγαπάω και εσένα θα πάρω! Μόνο μην το μαρτυρήσεις κανενού, γιατί άμα το μαρτυρήσεις, θα δεις τον καπινούλη μου, κι άμα το μάθεις, θα το μάθεις από όνειρο κι από τσοπανόπουλο!

Κι έτσι κι έγινε.

Οι βασιλοπούλες συνεχίζανε να μαλώνουνε (царевны продолжали ссориться), «εμένα θα πάρει» κι «εμένα θα πάρει» ("меня возьмёт /в жёны/" и "меня возьмёт"). Στενοχωρήθηκε η μικρή (огорчалась маленькая = младшая) κι απ' το πολύ καπρίτσιο τους λέει (и из большого каприза им говорит):