– Εμένα αγαπάει κι εμένα θα πάρει (меня любит и меня возьмёт /в жёны/)! Την ώρα που τα 'λεγε πλια αυτά η κοπέλα (в /то/ время, когда уже это
говорила девушка), ότι «μ' αγαπάει» (что "меня любит"), είδε μακριά έναν καπνό (увидела вдалеке дым). Τότε μπήκε στο νόημα (тогда пришло на ум) ότι έπαθε ζημιά μεγάλη (что перенесла потерю большую), θυμήθηκε τα λόγια του κι έβαλε τα κλάματα (вспомнила слова его и зарыдала; βάλλω – бросать; пускать; το κλάμα – плач).
Οι βασιλοπούλες συνεχίζανε να μαλώνουνε, «εμένα θα πάρει» κι «εμένα θα πάρει». Στενοχωρήθηκε η μικρή κι απ' το πολύ καπρίτσιο τους λέει:
– Εμένα αγαπάει κι εμένα θα πάρει!
Την ώρα που τα 'λεγε πλια αυτά η κοπέλα, ότι «μ' αγαπάει», είδε μακριά έναν καπνό. Τότε μπήκε στο νόημα ότι έπαθε ζημιά μεγάλη, θυμήθηκε τα λόγια του κι έβαλε τα κλάματα.
Πολεμάγανε να την παρηγορήσουνε (старался чтобы её утешить; πολεμώ – сражаться, воевать; стараться), ο πατέρας της, που την αγαπούσε (отец её, который её любил) που 'τανε η μικρότερη (которая была младшая), τίποτα (ничего)! Αυτή στενοχωρήθηκε πολύ (она огорчалась очень), ούτε έτρωγε, ούτε έπινε (и не ела, и не пила), ούτε μίλαγε (и не говорила).
Έβαλε τότε ο βασιλιάς ντελάλη (послал тогда царь глашатая) και είπε (и сказал): «Όποιος δει όνειρο (кто видел сон) να πάει στο βασιλιά (пусть придёт к царю) να του το εξηγήσει (чтобы ему его /сон/ рассказал) και θα τον πληρώσει (и
/царь/ ему заплатит)».
Όποιος, το λοιπόν, έβλεπε ένα όνειρο (кто, итак, видел сон), ό, τι όνειρο να 'τανε (какой бы сон ни был), έτρεχε αμέσως στο βασιλιά για να πάρει το παραδάκι (бежал тотчас к царю, чтобы получить деньги).
Πολεμάγανε να την παρηγορήσουνε, ο πατέρας της, που την αγαπούσε που 'τανε η μικρότερη, τίποτα! Αυτή στενοχωρήθηκε πολύ, ούτε έτρωγε, ούτε έπινε, ούτε μίλαγε.
Έβαλε τότε ο βασιλιάς ντελάλη και είπε: «Όποιος δει όνειρο να πάει στο βασιλιά να του το εξηγήσει και θα τον πληρώσει».
Όποιος, το λοιπόν, έβλεπε ένα όνειρο, ό, τι όνειρο να 'τανε, έτρεχε αμέσως στο βασιλιά για να πάρει το παραδάκι.
Κάποιο τσοπανάκι που φύλαγε τα πρόβατα (какой-то пастушок, который сторожил овец) πήγε και ξάπλωσε πάνω σε μια πλάκα (пошёл и улёгся сверху на /каменной/ плите; ξαπλώνομαι – ложиться; растягиваться, разваливаться), κοντά στον ποτισώνα (рядом с водопоем) που πότιζε τα ζώα του (где поил животных своих). Εκεί, μέσα στον ύπνο του (там, внутри сна своего = во сне) άκουσε να βαράει δυνατά τρεις φορές (услышал, /как/ бьёт сильно три раза) ένα σίδερο, σαν να 'ταν σήμαντρο (железо, как если бы /это/ было било; το σήμαντρο – било /для подачи сигналов/; ср. το σήμα – знак, сигнал), νταν, νταν, νταν (звукоподражательное), και μια φωνή να λέει (и /услышал, как/ голос говорит):
Κάποιο τσοπανάκι που φύλαγε τα πρόβατα πήγε και ξάπλωσε πάνω σε μια πλάκα, κοντά στον ποτισώνα που πότιζε τα ζώα του. Εκεί, μέσα στον ύπνο του άκουσε να βαράει δυνατά τρεις φορές ένα σίδερο, σαν να 'ταν σήμαντρο, νταν, νταν, νταν, και μια φωνή να λέει:
«Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια (оплакивайте, двери, окна), τον καημό της
Μαριετούλας (горе Мариетулы = Машеньки)» – έτσι λέγαν τη μικρή βασιλοπούλα (так звали маленькую царевну).
Την άλλη μέρα το ίδιο όνειρο (на следующий день тот же самый сон)!
Έρχεται η μάνα του (приходит мама его) να του φέρει φαγητό (чтобы ему принести еду).
«Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας» – έτσι λέγαν τη μικρή βασιλοπούλα.
Την άλλη μέρα το ίδιο όνειρο!
Έρχεται η μάνα του να του φέρει φαγητό.
Μάνα, της λέει (мама, – ей говорит), εδώ που πέφτω να κοιμηθώ (здесь, где ложусь спать), ακούω αυτά κι αυτά τα λόγια (слышу эти и эти слова = слышу такие-то и такие-то слова)…
Τι λες, παιδάκι μου! του λέει (что /ты/ говоришь, деточка моя! – ему говорит /мать/). Τρέχα στο βασιλιά (беги к царю) να του πεις τ' όνειρο σου (чтобы ему сказал сон свой), να σου δώσει λεφτά (чтобы /царь/ тебе дал денег) να πάρεις τσαρούχια (чтобы /ты/ купил лапти)! Τράβα και κάθομαι εγώ με τα πρόβατα (отправляйся, и посижу я с овцами).
Μάνα, της λέει, εδώ που πέφτω να κοιμηθώ, ακούω αυτά κι αυτά τα λόγια…
Τι λες, παιδάκι μου! του λέει. Τρέχα στο βασιλιά να του πεις τ' όνειρο σου, να σου δώσει λεφτά να πάρεις τσαρούχια! Τράβα και κάθομαι εγώ με τα πρόβατα.
Πάει το παιδί (идёт юноша). Μόλις επλησίασε στο παλάτι του βασιλιά (едва приблизился ко дворцу царя) και του είπε να του εξηγήσει ένα όνειρο (и ему сказал, что ему рассказал бы сон), του πέφτουν κοντά οι άλλες οι κόρες (с ним очутились рядом другие сёстры; πέφτω – падать; очутиться, попасть):
– Άντε από δω (иди отсюда), που 'ρθες κι εσύ, τσοπάνε (что /зачем/ пришёл и ты, пастух), να μας πεις τ' όνειρο σου (нам /рас/сказать сон твой).
Πάει το παιδί. Μόλις επλησίασε στο παλάτι του βασιλιά και του είπε να του εξηγήσει ένα όνειρο, του πέφτουν κοντά οι άλλες οι κόρες:
– Άντε από δω, που 'ρθες κι εσύ, τσοπάνε, να μας πεις τ' όνειρο σου.
Το παιδί φοβήθηκε (юноша испугался) μην το χτυπήσουνε (/как бы/ его не побили) κι έκανε να φύγει (и попытался удрать; φεύγω – бежать, убегать; уходить). Οι παλατιανοί όμως το γυρίζουνε πίσω (придворные, однако, его вернули назад; το παλάτι – дворец):
– Έλα δω να μας πεις τι είδες (давай сюда = иди сюда, скажи нам, что /ты/ видел).
– Αφέντη βασιλιά (господин царь), κει που κοιμόμουνα κοντά στον ποτισώνα (там, где я спал рядом с водопоем; ср. ποτίζω – поить), άκουσα να βαρεί ένα σίδερο (услышал, /как/ бьёт железо) – νταν, νταν, νταν – και μια φωνή να λέει (и голос говорит): «Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας (оплакивайте, двери, окна, горе Мариетулы)».
Το παιδί φοβήθηκε μην το χτυπήσουνε κι έκανε να φύγει. Οι παλατιανοί όμως το γυρίζουνε πίσω:
– Έλα δω να μας πεις τι είδες.
Αφέντη βασιλιά, κει που κοιμόμουνα κοντά στον ποτισώνα, άκουσα να βαρεί ένα σίδερο – νταν, νταν, νταν – και μια φωνή να λέει: «Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια,τον καημό της Μαριετούλας».
Ζύγωσε κοντά, παιδί μου, του λέει ο βασιλιάς (подойди поближе, дитя моё, – ему говорит царь), γιατί άκουσε τη λέξη «Μαριετούλα» (потому что услышал слово "Мариетула").
Άφησε με, κυρ βασιλιά, να φύγω (пусти меня, господин царь, чтобы /я/ ушёл), είπε το τσοπανάκι φοβισμένο (сказал пастушок напуганный), γιατί νόμισε πως θα του κάνει κακό (потому что считал, что /царь/ ему сделает плохое).
Θέλω το καλό σου (хочу добра тебе), του είπε ο βασιλιάς (ему сказал царь) και του γέμισε λεφτά το σακουλάκι (и ему наполнил деньгами мешочек) που 'βανε το ψωμί (в который /пастушок/ клал хлеб).
Ζύγωσε κοντά, παιδί μου, του λέει ο βασιλιάς, γιατί άκουσε τη λέξη «Μαριετούλα».
Άφησε με, κυρ βασιλιά, να φύγω, είπε το τσοπανάκι φοβισμένο, γιατί νόμισε πως θα του κάνει κακό.
Θέλω το καλό σου, του είπε ο βασιλιάς και του γέμισε λεφτά το σακουλάκι που 'βανε το ψωμί.
Η βασιλοπούλα πήγε τότε κοντά στο τσοπανάκι (царевна подошла тогда близко к пастушку).
– Θα μου ειπείς, του λέει (скажи мне, – ему говорит), πού το 'δες τ' όνειρο και πού (где видел сон и где = скажи мне, где ты видел сон).
Κινήσανε λοιπόν μαζί (отправились, итак, вместе), κι όταν έφτασαν (и когда прибыли), έψαξαν δώθε-κείθε ολοτρόγυρα (искали там и сям вокруг), ώσπου πάνω σε μια πλάκα βρήκαν μια χαλκάδα (пока сверху на плите /не/ нашли кольцо) που κράταε στη γης χάμω (которое было на земле на полу; κρατώ – держать). Μόλις την πιάσανε τη χαλκάδα (только /они/ взялись за кольцо), τραβάνε την πλάκα (потянули плиту) κι από κάτου κατέβαινε μια σκάλα (и снизу спустилась лестница) στα βάθη της γης (в глубину земли)!