Выбрать главу

Η βασιλοπούλα πήγε τότε κοντά στο τσοπανάκι.

– Θα μου ειπείς, του λέει, πού το 'δες τ' όνειρο και πού.

Κινήσανε λοιπόν μαζί, κι όταν έφτασαν, έψαξαν δώθε-κείθε ολοτρόγυρα, ώσπου πάνω σε μια πλάκα βρήκαν μια χαλκάδα που κράταε στη γης χάμω. Μόλις την πιάσανε τη χαλκάδα, τραβάνε την πλάκα κι από κάτου κατέβαινε μια σκάλα στα βάθη της γης!

Η κοπέλα δεν εδείλιασε (девушка не струсила; δειλός – трусливый; нерешительный, робкий), γιατί αγαπούσε, και κατεβαίνει πρώτη κάτω (потому что любила, и спускается первая вниз). Φτάνει κάτω και τι να δει (достигает низа = спускается донизу и что /же/ видит)! Βρίσκει και τις σαράντα κάπες των παλικαριών (находит и сорок шуб молодцев) κρεμασμένες μαζί με τη χρυσή του αρχηγού (повешенных вместе с золотой /шубой/ предводителя). Τότε κατάλαβε ότι ήταν εκείνοι (тогда поняла, что были они) και ευχαριστήθηκε (и обрадовалась). Πιάνει σκουπίζει (берёт убирает = начинает убираться), ετοιμάζει το σπίτι (готовит дом = прибирает дом), βρήκε λαγούς, βρήκε πέρδικες (нашла зайцев, нашла куропаток), έβαλε μαγέρεψε (приготовила = взяла и приготовила: «бросила приготовила»). Τα παλικάρια κάπου λείπαν μακριά (мόлодцы где-то отсутствовали далеко = были где-то далеко). Όταν τέλειωσε (когда закончила), πήγε και χώθηκε στη σιδερένια σεντούκα (пошла и спряталась в железный сундук) που 'χαν κάτω στη σπηλιά (который имели = который у них был внизу в пещере).

Η κοπέλα δεν εδείλιασε, γιατί αγαπούσε, και κατεβαίνει πρώτη κάτω. Φτάνει κάτω και τι να δεί! Βρίσκει και τις σαράντα κάπες των παλικαριών κρεμασμένες μαζί με τη χρυσή του αρχηγού. Τότε κατάλαβε ότι ήταν εκείνοι και ευχαριστήθηκε. Πιάνει σκουπίζει, ετοιμάζει το σπίτι, βρήκε λαγούς, βρήκε πέρδικες, έβαλε μαγέρεψε. Τα παλικάρια κάπου λείπαν μακριά. Όταν τέλειωσε, πήγε και χώθηκε στη σιδερένια σεντούκα που 'χαν κάτω στη σπηλιά.

Πέρασε η μισή μέρα (прошла половина дня), το τσοπανόπουλο έκλεισε κι έφυγε (пастушок закрыл /вход в пещеру/ и ушёл). Καμιά βολά γυρίσανε τα παλικάρια (в какой-то момент вернулись мόлодцы; καμιά βολά /μιά βολά – однажды). Ανοίξανε, κατεβήκανε κάτω (открыли, спустились вниз), τηράνε, συγυρισμένα, μαγερεμένα (посмотрели – /всё/ убрано, приготовлено), άνθρωπο δε βλέπαν, τίποτα (человека не видели, ничего = но не увидели никого)! Πήρε ο αρχηγός το σίδερο (взял предводитель железку; το σίδερο – железо) και βάραγε – νταν, νταν, νταν – πάνω στη σεντούκα (и /стал/ стучать – бум, бум, бум – по сундуку) κι έλεγε με παράπονο (и говорил с болью; το παράπονο – жалоба, сетование; огорчение, досада):

Πέρασε η μισή μέρα, το τσοπανόπουλο έκλεισε κι έφυγε. Καμιά βολά γυρίσανε τα παλικάρια. Ανοίξανε, κατεβήκανε κάτω, τηράνε, συγυρισμένα, μαγερεμένα, άνθρωπο δε βλέπαν, τίποτα! Πήρε ο αρχηγός το σίδερο και βάραγε – νταν, νταν, νταν – πάνω στη σεντούκα κι έλεγε με παράπονο:

– Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας (оплакивайте, двери, окна, горе Мариетулы). Γιατί το 'χε καημό κι αυτός (потому что имеет горе и тот = потому что горе и у того) που την έχασε (кто её потерял).

Ίσαμε τότε (до тогда = до сих пор), κάθε φορά που έλεγε φωναχτά τον καημό του το παλικάρι (каждый раз, как говорил громко горе своё мόлодец = когда кричал о своём горе мόлодец), κλαίγαν οι πόρτες και τα παραθύρια (плакали двери и окна), ακόμα και τα σίδερα (вдобавок и засовы).

Κείνη την ώρα (в тот момент), που η κοπέλα ήταν κρυμμένη στη σιδερένια σεντούκα (когда девушка была спрятана в железном сундуке; κρύβω), γίνηκε κάτι παράξενο (случилось нечто странное). «Κα, κα, κα!» τα γέλια ("ха-ха-ха" хохот), γέλαγαν οι πόρτες και τα παραθύρια (смеялись двери и окна), ακόμη και τα σίδερα (вдобавок и засовы), κι εκείνη μέσα (и она внутри).

– Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας. Γιατί το 'χε καημό κι αυτός που την έχασε.

Ίσαμε τότε, κάθε φορά που έλεγε φωναχτά τον καημό του το παλικάρι, κλαίγαν οι πόρτες και τα παραθύρια, ακόμα και τα σίδερα.

Κείνη την ώρα, που η κοπέλα ήταν κρυμμένη στη σιδερένια σεντούκα, γίνηκε κάτι παράξενο. «Κα, κα, κα!» τα γέλια, γέλαγαν οι πόρτες και τα παραθύρια, ακόμη και τα σίδερα, κι εκείνη μέσα.

Εκείνος παραξενεύτηκε (он удивился).

– Φέρτε μου δω, λέει (принесите мне сюда, – говорит), το τσεκούρι να τη σπάσω τη σεντούκα (топор, чтобы /я/ разломал сундук; σπάζω) με τούτα που μου κάνει σήμερα (за всё, что /он/ мне делает сегодня)!

Βουτάει το τσεκούρι να βαρέσει τη σεντούκα (хватает топор, чтобы ударить сундук; βουτώ – погружать; хватать), πετάχτηκε από μέσα η κοπέλα (выскакивает изнутри девушка) και μείναν όλοι άφωνοι (и остались все онемевшие = и все онемели)!

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (и жили они хорошо и мы /ещё/ лучше)…

Εκείνος παραξενεύτηκε.

– Φέρτε μου δω, λέει, το τσεκούρι να τη σπάσω τη σεντούκα με τούτα που μου κάνει σήμερα!

Βουτάει το τσεκούρι να βαρέσει τη σεντούκα, πετάχτηκε από μέσα η κοπέλα και μείναν όλοι άφωνοι!

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Ο Θοδωρής κι ο Κυριαζής. (Тодорис и Кирьязис)

Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς (однажды был один царь) που είχε τρία κορίτσια (который имел трёх дочерей = у которого было три дочери), αλλά ήταν γέρος (но был /он/ старый). Μια μέρα του 'ρθε γράμμα (однажды: "в один день" ему пришло письмо) να πάει στον πόλεμο (чтобы /он/ отправился на войну). Μόλις έλαβε το γράμμα (как только получил письмо), την είδηση για να πάει στο σεφέρι (известие, чтобы отправился в войско; το σεφέρι – войска), έβαλε τα κλάματα (залился слезами).

Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς που είχε τρία κορίτσια, αλλά ήταν γέρος. Μια μέρα του 'ρθε γράμμα να πάει στον πόλεμο. Μόλις έλαβε το γράμμα, την είδηση για να πάει στο σεφέρι, έβαλε τα κλάματα.

Πάει η μεγάλη κόρη, λέει (приходит старшая дочь, говорит):

Πατέρα, τι έχεις που κλαις; (отец, что имеешь, что плачешь? = что случилось, из-за чего ты плачешь?)

Τι να 'χω, παιδάκι μου; (что случилось, деточка моя?) Μο 'ρθε γράμμα να πάω στο σεφέρι, λέει (мне пришло письмо, чтобы /я/ отправился к войску, – говорит), κι εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ (и я старый и не могу)!

Άντε να κοιμηθείς (ну-ка поспи), γερο-στρίγκλε, λέει (старый ворчун, – говорит; ο γέρος – старик, отец; ο στρίγγλος – сварливый, ворчливый человек), κι εγώ έλεγα ότι κλαις γιατί θες να με παντρέψεις (и я говорила, что плачешь, потому что хочешь меня выдать замуж)!

Πάει η μεγάλη κόρη, λέει:

Πατέρα, τι έχεις που κλαις;

Τι να 'χω, παιδάκι μου; Μο 'ρθε γράμμα να πάω στο σεφέρι, λέει, κι εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ!

Άντε να κοιμηθείς, γερο-στρίγκλε, λέει, κι εγώ έλεγα ότι κλαις γιατί θες να με παντρέψεις!

Εν τω μεταξύ (между тем) είχε φτιάξει ο γέρος (построил старик) από 'ναν πύργο κατάλευκο της καθεμιανής (по башне белоснежной каждой /из дочерей/).

– Να! της λέει ο γέρος (вот! – ей говорит старик). Να 'χεις την κατάρα μου (пусть имеешь проклятие моё = проклинаю тебя)!

Αμέσως το σπίτι της μεγάλης εμαύρισε (тотчас дом старшей почернел; μαύρος – чёрный) από την κατάρα που έδωσε ο γέρος (от проклятия, которое дал старик).

Πάει και η άλλη, η δεύτερη (идёт и другая /дочь/, вторая). Λέει:

Εν τω μεταξύ είχε φτιάξει ο γέρος από 'ναν πύργο κατάλευκο της καθεμιανής.

– Να! της λέει ο γέρος. Να 'χεις την κατάρα μου!

Αμέσως το σπίτι της μεγάλης εμαύρισε από την κατάρα που έδωσε ο γέρος. Πάει και η άλλη, η δεύτερη. Λέει: