– Τι έχεις, πατέρα μου, που κλαις; (что случилось, отец мой, что плачешь?)
– Φεύγα, της λέει, κι άσε με ήσυχο (уходи, – ей говорит, – и оставь меня спокойного = оставь меня в покое), μη σε καταραστώ και σένα (/чтобы/ не проклял и тебя).
– Πες μου, πατεράκη, πες μου (скажи мне, папочка, скажи мне).
Της το λέει κι εκείνης, πάλι το ίδιο (это говорит и ей, опять то же = и ей он повторяет то же самое).
Τι έχεις, πατέρα μου, που κλαις;
Φεύγα, της λέει, κι άσε με ήσυχο, μη σε καταραστώ και σένα.
– Πες μου, πατεράκη, πες μου. Της το λέει κι εκείνης, πάλι το ίδιο.
– Άντε, ρε γερο-στρίγκλε, λέει (ну-ка, эй, старый ворчун, – говорит; ρε = βρε – эй! эй ты! /возглас неодобрения/), κι εγώ είπα ότι θες να με παντρέψεις (и = а я сказала, что хочешь меня выдать замуж)!
Πάλι της δίνει την κατάρα του (снова ей даёт проклятие своё), πάλι εμαύρισε το σπίτι της (снова почернел дом её).
Τη μικρότερη αδερφή τη λέγαν Θεοδώρα (младшую сестру звали Теодора).
Πάει κι εκείνη (идёт и она).
– Πατέρα, τι έχεις και κλαις; (отец, что имеешь и плачешь? = что случилось и /почему/ плачешь?)
Πάλι κλάματα (снова слёзы), δάκρυσε ο γέρος (заплакал старик).
– Φύγε, της λέει, να μην την καταραστεί κι εκείνη (уходи, – ей говорит, чтобы не проклясть и её), όπως και τις άλλες (как и остальных).
– Άντε, ρε γερο-στρίγκλε, λέει, κι εγώ είπα ότι θες να με παντρέψεις! Πάλι της δίνει την κατάρα του, πάλι εμαύρισε το σπίτι της.
Τη μικρότερη αδερφή τη λέγαν Θεοδώρα. Πάει κι εκείνη.
Πατέρα,τι έχεις και κλαις; Πάλι κλάματα, δάκρυσε ο γέρος.
Φύγε,της λέει, να μην την καταραστεί κι εκείνη, όπως και τις άλλες.
Πες μου, πατεράκη μου, πες μου, τον κατάφερε το γέρο (скажи мне, папочка мой, скажи мне, – уговорила /она/ старика). Της το λέει (ей это говорит): «Αυτό κι αυτό μου συμβαίνει (то-то и то-то: "это и это" со мной случилось)».
Γι' αυτό κλαις, πατέρα; (поэтому плачешь, отец?) Εγώ θα πάω, του λέει (я пойду /на войну/ – ему говорит), μη στενοχωριέσαι καθόλου (не тревожься нисколько; στενοχωριέμαι – расстраиваться; тревожиться; грустить)! Εγώ (я)!
Τι λες, παιδάκι μου, εσύ 'σαι κορίτσι πράμα (что /ты/ говоришь, деточка моя, ты ведь девушка)!
Εγώ, του λέει, θα πάω να πολεμήσω με τους εχθρούς (я – ему говорит – пойду сражаться с врагами).
Πες μου, πατεράκη μου, πες μου, τον κατάφερε το γέρο. Της το λέει: «Αυτό κι αυτό μου συμβαίνει».
– Γι' αυτό κλαις, πατέρα; Εγώ θα πάω, του λέει, μη στενοχωριέσαι καθόλου!
Εγώ!
Τι λες, παιδάκι μου, εσύ 'σαι κορίτσι πράμα!
Εγώ,του λέει, θα πάω να πολεμήσω με τους εχθρούς.
Τρέχει λοιπόν (бежит, итак), βάνει συνθήματα (надевает знаки /отличия/), κόβει τα μαλλιά της (обрезает волосы), φοράει αντρικά (надевает мужские /одежды/), φτιάχτηκε παλικάρι (становится парнем). Βάνει λόγο (произносит речь; βάζω λόγο – выступать, произносить речь) εκεί πέρα να μάσει στρατό (там чтобы собрать войско).
Συνεταιρίστηκε μ' έναν άλλο βασιλιά (вступила в союз с другим царём; εταίρος – партнёр, компаньон) που τον λέγαν Κυριαζή (которого звали Кирьязис). Μαζώνουν στρατό και οι δύο, πάνε (объединяют войско оба, отправляются; μαζώνω = μαζεύω – собирать), πολέμησαν, τόνε νίκησαν τον εχθρό (сражались, победили врага).
Τρέχει λοιπόν, βάνει συνθήματα, κόβει τα μαλλιά της, φοράει αντρικά, φτιάχτηκε παλικάρι. Βάνει λόγο εκεί πέρα να μάσει στρατό.
Συνεταιρίστηκε μ' έναν άλλο βασιλιά που τον λέγαν Κυριαζή. Μαζώνουν στρατό και οι δύο, πάνε, πολέμησαν, τόνε νίκησαν τον εχθρό.
Αλλά αυτοί πια γινήκανε φίλοι (но они уже стали друзьями). Ο Κυριαζής κι ο Θοδωρής. Πηδάγανε, παίζανε, όταν ευκαιρούσαν (прыгали, играли, когда были незаняты; ευκαιρώ – быть свободным, незанятым; иметь свободное время, досуг), σαν άντρας με άντρα (как мужчина с мужчиной).
Ο Κυριαζής τώρα κάτι μυρίστηκε (Кирьязис тогда что-то заподозрил; μυρίζω – нюхать; пахнуть; μυρίζομαι – обонять, чуять; предчувствовать). Κι είχε μια μάνα (и имел маму = и у него была мама). Την πάει την κοπέλα στο σπίτι του (приводит девушку в дом свой). Λέει:
– Μάνα, ξέρεις τίποτα; (мама, знаешь что-нибудь? = знаешь, что я тебе сейчас скажу?)
– Όχι, παιδάκι μου (нет, деточка моя).
Αλλά αυτοί πια γινήκανε φίλοι. Ο Κυριαζής κι ο Θοδωρής. Πηδάγανε, παίζανε, όταν ευκαιρούσαν, σαν άντρας με άντρα.
Ο Κυριαζής τώρα κάτι μυρίστηκε. Κι είχε μια μάνα. Την πάει την κοπέλα στο σπίτι του. Λέει:
Μάνα, ξέρεις τίποτα;
Όχι, παιδάκι μου.
Θόδωρος, Θοδώρα (Тодорос, Тодора /первое имя мужское, а второе – женское, вариант Θεοδώρα/), γυναικεία νούμερα έχει (женские размеры имеет; το νούμερο – номер; размер /одежды/)…
Τι λες, παιδάκι μου (что /ты/ говоришь, деточка моя), δε βλέπεις θερίο παλικάρι (не видишь /разве, что/ богатырь парень; το θερίο = το θηρίο – зверь; богатырь, великан)!
Εκείνος πάλι το βράδυ, το πρωί (тот опять, вечером, утром):
Θόδωρος, Θοδώρα, γυναικεία νούμερα έχει (Тодорос, Тодора, женские размеры имеет)…
Θόδωρος, Θοδώρα, γυναικεία νούμερα έχει…
Τι λες, παιδάκι μου, δε βλέπεις θερίο παλικάρι! Εκείνος πάλι το βράδυ,το πρωί:
Θόδωρος, Θοδώρα, γυναικεία νούμερα έχει…
Αφού δεν του 'βγαινε η ιδέα του παιδιού (поскольку не приходит идея сыну = поскольку сын ничего придумать не может), του λέει η μάνα του (ему говорит мама его):
– Θα τον πάρεις τον Θοδωρή να πάτε να πηδηχτέ (возьмёшь Тодороса пойти попрыгать; πηδώ) κι εκεί θα καταλάβεις αν είναι γυναίκα (и там поймёшь, если /это/ женщина).
Πάνε, λοιπόν, να πηδήξουνε (идут, итак, попрыгать).
«Έλα (сюда / ко мне), ευχή του πατέρα μου (благословение отца моего), έλα, ευχή του πατέρα μου», η κοπέλα πήγε δύο μέτρα μπροστά από κείνον (девушка ушла на два метра вперёд от него = девушка прыгнула на два метра дальше него). Εκαλούσε πάντοτε την ευχή του πατέρα της (призывала всё время благословение отца её).
Αφού δεν του 'βγαινε η ιδέα του παιδιού,του λέει η μάνα του:
– Θα τον πάρεις τον Θοδωρή να πάτε να πηδηχτέ κι εκεί θα καταλάβεις αν είναι γυναίκα.
Πάνε, λοιπόν, να πηδήξουνε.
«Έλα, ευχή του πατέρα μου, έλα, ευχή του πατέρα μου», η κοπέλα πήγε δύο μέτρα μπροστά από κείνον. Εκαλούσε πάντοτε την ευκή του πατέρα της.
Γυρίσανε πίσω (вернулись назад).
Τι είδες, παιδάκι μου; (что /ты/ увидел, деточка моя?)
Τι να δω, λέει, επήγε μπροστά από μένα (что мне увидеть – ей говорит – ушёл вперёд меня = прыгнул дальше меня).
Δε σου λέω 'γώ, παιδάκι μου (/разве я/ тебе не говорю, деточка моя), ότι αυτό είναι παλικάρι που δεν υπάρχει όμοιο του; (что это парень, которому нет равных? υπάρχω – быть, существовать)
Θόδωρος, Θοδώρα, μάνα, γυναικεία νούμερα έχει…
Γυρίσανε πίσω.
Τι είδες, παιδάκι μου;
Τι να δω, λέει, επήγε μπροστά από μένα.
Δε σου λέω 'γώ, παιδάκι μου, ότι αυτό είναι παλικάρι που δεν υπάρχει όμοιο του;
Θόδωρος, Θοδώρα, μάνα, γυναικεία νούμερα έχει…
– Μετά, του λέει (потому, – ему говорит /мать/), να πάτε να πεταχτέ το λιθάρι (пойдите побросать камни), κι άμα είναι γυναίκα (и если /это/ женщина), δε θα μπορεί να σε φτάσει (не сможет тебя догнать = не сможет бросить так же далеко, как ты).
Πάνε, πετάνε το λιθάρι (идут, бросают камни), «έλα, ευχή του πατέρα μου (приди, благословение отца моего)», μπροστά εκείνης (впереди её /камень/)!
Γυρνάνε πίσω στη μάνα του (возвращаются назад к маме его). Του λέει τότε (ему говорит тогда):