Выбрать главу

Πάει από κει ο Κυριαζής. Λέει:

– Τα δίνω με στάρι και με τίποτ' άλλο για λεφτά.

Βγάζουν οι υπερέτριες (выходят служанки) να πά' να του δώκουνε στάρι (чтобы пойти ему дать пшеницу). Εκεί που κράταε τη σακούλα (когда держал мешочек) να του ρίξουνε το στάρι (чтобы ему насыпали пшеницы), την κούναγε και χυνότανε το στάρι χάμω (им /мешочком/ взмахнул, и высыпался хлеб на землю; κουνώ – качать; размахивать). Κι αρχίναε κείνος και μάζωνε ένα σπυράκι (и начал он /собирать/ и подобрал зёрнышко), το έριχνε μες στη σακούλα (его бросил в мешочек). Έπαιρνε και τ' άλλο (взял = поднял и другое /зёрнышко/)… Ώσπου να πάρει το 'να (пока возьмёт одно), του πέφταν δέκα (у него падают десять). Το 'κανε επίτηδες (это делал нарочно), μέχρι που σουρούπωσε (пока не стало смеркаться; το σούρουπο – сумерки)…

Βγάζουν οι υπερέτριες να πά' να του δώκουνε στάρι. Εκεί που κράταε τη σακούλα να του ρίξουνε το στάρι, την κούναγε και χυνότανε το στάρι χάμω. Κι αρχίναε κείνος και μάζωνε ένα σπυράκι, το το έριχνε μες στη σακούλα. Έπαιρνε και τ' άλλο… Ώσπου να πάρει το 'να, του πέφταν δέκα. Το 'κανε επίτηδες, μέχρι που σουρούπωσε…

– Βρε χριστιανέ μου (эй, мил человек: "эй, христианин мой"), του λεν (ему говорят), άσ' το να το φαν οι κότες (оставь его /зерно/ чтобы его съели куры), να σου ρίξουμ' άλλο (тебе насыплем другое)!

– Όχι, λέει (нет, – говорит), θέλω την πρώτη μου δικονίτσα (хочу первую мою нищенскую).

Ε, αφού τον είδαν κι έτσι (и, поскольку его увидели и так = поскольку увидели, что он в таком состоянии), τον άφησαν, ώσπου σουρούπωσε (его оставили, когда стемнело).

Βρε χριστιανέ μου, του λεν, άσ' το να το φαν οι κότες, να σου ρίξουμ' άλλο!

Όχι, λέει, θέλω την πρώτη μου δικονίτσα.

Ε, αφού τον είδαν κι έτσι, τον άφησαν, ώσπου σουρούπωσε.

Σας παρακαλώ, λέει, να μείνω κι εγώ εδώ χάμου (вас прошу, – говорит, – пусть останусь и я тут на земле).

Βάλτε τον, λέει, να κοιμηθεί (оставьте его, говорит, спать).

Εκείνου το μάτι του δούλευε (его глаз работал = следил) πού θα κοιμηθούν οι υπηρέτριες (когда заснут служанки), πού και πού (когда и когда)…

Σας παρακαλώ, λέει, να μείνω κι εγώ εδώ χάμου.

Βάλτε τον, λέει, να κοιμηθεί.

Εκείνου το μάτι του δούλευε πού θα κοιμηθούν οι υπηρέτριες, πού και πού…

Το 'χε η μάνα του δώσει όμως φάρμακα (его мама ему дала, однако, снадобья /лекарства/), ένα βουλοκέρι (сургуч), που να τους αποκοιμίσει (которым чтобы их усыпить) και να μην ξυπνάνε (и чтобы не проснулись). Κι εκεί που αποκοιμήθηκαν (и там, где заснули), όλοι κόκαλο, κι εκείνη μαζί (все замершие / онемевшие, и она с /ними/), σηκώθηκε αυτός (поднялся он). Απόξω τον περίμεναν άνθρωποι με άλογα (снаружи его ждали люди с лошадьми), καβάληκε, την πήρε στην ποδιά του (сел верхом, её положил: "взял" перед собой; η ποδιά – склон /горы/).

Το 'χε η μάνα του δώσει όμως φάρμακα, ένα βουλοκέρι, που να τους αποκοιμίσει και να μην ξυπνάνε. Κι εκεί που αποκοιμήθηκαν, όλοι κόκαλο, κι εκείνη μαζί, σηκώθηκε αυτός. Απόξω τον περίμεναν άνθρωποι με άλογα, καβάληκε, την πήρε στην ποδιά του.

Τόπο τον τόπο (место за местом /проезжая/), πήγε στη μάνα του (приехал к маме своей), χαρά πλια (радость уже), την έβαλε στο κρεβάτι (её /царевну/ положил на кровать). Τρεις μέρες δεν είχε ανασηκωθεί η κοπέλα (три дня не поднималась девушка). Απέ την τρίτη μέρα άρχισε να ζωντανεύει (с третьего дня начала оживать).

Στον τόπο της Θοδώρας δεν είχανε κοκόρια (в месте Тодоры не имели петухов = там, где жила Тодора, не было петухов), στου Κυριαζή είχανε και λαλάγανε (в /месте/ Кирьязиса имели, и /петухи/ пели). Άκουσε κείνη έναν κόκορα που λάλησε και λέει (услышала она петуха, который пел, и говорит):

Τόπο τον τόπο, πήγε στη μάνα του, χαρά πλια, την έβαλε στο κρεβάτι. Τρεις μέρες δεν είχε ανασηκωθεί η κοπέλα. Απέ την τρίτη μέρα άρχισε να ζωντανεύει.

Στον τόπο της Θοδώρας δεν είχανε κοκόρια, στου Κυριαζή είχανε και λαλάγανε. Άκουσε κείνη έναν κόκορα που λάλησε και λέει:

– Σαν του κερατά του Κυριαζή (как негодяя Кирьязиса; ο κερατάς – мошенник; подлец) τα κοκορόπουλα λαλάνε (петушки поют).

Αυτός πλια δε βάσταξε απ' τη χαρά του (он уже не выдерживал от радости его) και της λέει (и ей говорит):

– Να το 'ξερες, κυρά μου (знай, госпожа моя), πως σ' έχω στην αγκαλιά μου (что тебя имею в объятиях моих)!

Κάνει έτσι (делает так), ανοίγει τα μάτια της (открывает глаза её), μόλις είδε τον Κυριαζή (едва увидела Кирьязиса), μουγκάθηκε απ' την ντροπή (онемела от стыда; ο μουγγός – немой; глухой) κι απ' τη σκασίλα της γιατί την έκλεψε (и от огорчения своего, потому что её украл = и от огорчения из-за того, что он её украл; η σκάση / σκασίλα – большое горе, сильная неприятность).

Σαν του κερατά του Κυριαζή τα κοκορόπουλα λαλάνε. Αυτός πλια δε βάσταξε απ' τη χαρά του και της λέει:

Να το 'ξερες, κυρά μου, πως σ' έχω στην αγκαλιά μου!

Κάνει έτσι, ανοίγει τα μάτια της, μόλις είδε τον Κυριαζή, μουγκάθηκε απ' την ντροπή κι απ' τη σκασίλα της γιατί την έκλεψε.

Αρχινάει εκείνος (начинает тот):

– Χρυσή μου! Καλή μου! (золотая моя! милая моя!)

Την έκανε γυναίκα του (её сделал женой его = своей), ένας χρόνος πέρασε (год прошёл), εκείνη μουγκή (та = она немая).

Βρε, αμάν, βρε (эй, сжалься: "пощада", эй), 'γώ θα σε λατρεύω (я буду тебя обожать)! η πεθερά της, τίποτα (/говорит/ тёща её, /она же/ ничего)…

Λοιπόν, του λέει η μάνα του (итак, – ему говорит мать его), παιδάκι μου (деточка моя), τι να την κάνουμε τώρα τη μουγκή; (что с ней будем делать теперь, с немой?) Να παντρευτείς, να πάρεις άλλη (женись, возьми /в жёны/ другую). Σα βασιλόπουλο που είσαι (как царевичу, который /ты/ есть = тебе, как царевичу), δε σου πρέπει η μουγκή (тебе не подобает немая).

Αρχινάει εκείνος:

– Χρυσή μου! Καλή μου!

Την έκανε γυναίκα του, ένας χρόνος πέρασε, εκείνη μουγκή.

– Βρε, αμάν, βρε, 'γώ θα σε λατρεύω! η πεθερά της, τίποτα…

– Λοιπόν, του λέει η μάνα του, παιδάκι μου, τι να την κάνουμε τώρα τη μουγκή; Να παντρευτείς, να πάρεις άλλη. Σα βασιλόπουλο που είσαι, δε σου πρέπει η μουγκή.

Αποφασίζει πλια να παντρευτεί (решает уже жениться). Της το είπε της

Θοδώρας πως θα παντρευτεί (сказал Тодоре, что женится), μα εκείνη δε μίλαγε καθόλου (но она не говорила вовсе). Φτιάνει φόρεμα νυφικό της δεύτερης (шьёт: " изготовляет" платье свадебное второй /другой невесте/), φτιάνει κι εκείνης το ίδιο (шьёт и той /царевне/ такое же), λαμπάδες, λούσα (свечи, наряды), ό, τι έφτιασε στην άλλη βασίλισσα κι εκείνης (то, что сделал для другой царицы, /сделал/ и ей).

Αποφασίζει πλια να παντρευτεί. Της το είπε της Θοδώρας πως θα παντρευτεί, μα εκείνη δε μίλαγε καθόλου. Φτιάνει φόρεμα νυφικό της δεύτερης, φτιάνει κι εκείνης το ίδιο, λαμπάδες, λούσα, ό,τι έφτιασε στην άλλη βασίλισσα κι εκείνης.

Πήγαν στην εκκλησία (пошли в церковь). Την πήρανε κι εκείνη (взяли /с собой/ и её). Στεκόντουσαν η μια πλάι απ' την άλλη (стояли одна рядом с другой), οι δαντέλες κρεμόντουσαν ίσαμε δω κάτω (кружева висели до сих пор /досюда/ внизу = кружева свисали донизу), της δώκαν και τη λαμπάδα (ей дали и свечу), κείνη αμίλητη, όπως πάντα (она безмолвная, как всегда). Όπως ήταν αναμμένη η λαμπάδα (поскольку была зажжённая свеча), έκαιγε τις δαντέλες απ' τα μανίκια της (подожгла кружева с рукавов её).

Η άλλη, η καινούρια νύφη (другая, новая невеста), την κούναε (ей машет):

– Εκάη, βουβή, το χέρι σου! της λέει (обожгла, немая, руку твою = свою! – ей говорит).