Για να σ' αγαπήσει ο κόσμος δε φτάνει η λεβεντιά σου. Πρέπει να κάμεις κι ένα τρανό κατόρθωμα.
Ό, τι πεις, βασιλιά μου. Μετά χαράς!
– Θα πας και θα φέρεις τις τρεις χρυσές τρίχες του Δράκου της Ανατολής. Και, σαν τις φέρεις, θα σου δώσω το στέμμα μου.
Το βράδυ η βασιλοπούλα (вечером царевна) έψαξε βαθιά στο σεντούκι (поискала глубоко в сундуке), βρήκε ένα βοτάνι (нашла растение) που το φύλαγε
(которое хранила) για την ανάγκη (на случай нужды: "для нужды") και το έδωσε στο παλικάρι (и его дала мόлодцу).
Την άλλη μέρα (на следующий день) σέλωσαν το πιο δυνατό άλογο (оседлали самого сильного коня) και το παλικάρι (и мόлодец), αφού φίλησε τη βασιλοπούλα (когда поцеловал царевну), πήρε το δρόμο (пустился в путь: "взял дорогу") για το μακρύ ταξίδι (в долгое путешествие: "для долгого путешествия").
Το βράδυ η βασιλοπούλα έψαξε βαθιά στο σεντούκι, βρήκε ένα βοτάνι που το φύλαγε για την ανάγκη και το έδωσε στο παλικάρι.
Την άλλη μέρα σέλωσαν το πιο δυνατό άλογο και το παλικάρι, αφού φίλησε τη βασιλοπούλα, πήρε το δρόμο για το μακρύ ταξίδι.
Σαν βράδιασε για τα καλά, βρέθηκε (когда совсем потемнело, оказался: "нашёлся"; βρίσκομαι) σε μια πολιτεία (в одном городе). Βρήκε (застал: "нашёл") μαζεμένους τους ανθρώπους (собравшихся людей) γύρω απ' τη βρύση της πλατείας (вокруг родника площади).
Τι γυρεύεις (зачем ты пришёл: "что ищешь"), ξένε (чужестранец), στα μέρη μας; (в нашей местности?) τον ρώτησαν (его спросили).
Πάω να πάρω (еду, чтобы взять) τις τρεις χρυσές τρίχες (три золотых волоса) του Δράκου της Ανατολής (Дракона Востока).
Σαν πας και βρεις το Δράκο (когда пойдёшь и найдёшь Дракона), ρώτα τον (спроси его) γιατί στερεύει το νερό (почему иссякает вода) της βρύσης μας (родника нашего) κάθε βράδυ (каждый вечер), του είπαν (ему сказали).
Σα βράδιασε για τα καλά, βρέθηκε σε μια πολιτεία. Βρήκε μαζεμένους τους ανθρώπους γύρω απ' τη βρύση της πλατείας.
Τι γυρεύεις, ξένε, στα μέρη μας; τον ρώτησαν.
Πάω να πάρω τις τρεις χρυσές τρίχες του Δράκου της Ανατολής.
Σαν πας και βρεις το Δράκο, ρώτα τον γιατί στερεύει το νερό της βρύσης μας κάθε βράδυ, του είπαν.
Την άλλη μέρα (на следующий день) συνέχισε το δρόμο του (продолжил дорогу свою = свой путь) και με το σούρουπο (и с сумерками) βρέθηκε (оказался: "нашёлся") σε μια άλλη πολιτεία (в другом городе). Εκεί (там) οι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι (люди были собравшиеся) γύρω από μια μηλιά (вокруг одной яблони) που τα μήλα της (яблоки которой: "которой яблоки её") σάπιζαν (гнили).
Για πού το έβαλες (куда ты идёшь), ξένε; (чужестранец?) τον ρώτησαν (его спросили).
Πάω να πάρω (еду, чтобы взять) τις τρεις χρυσές τρίχες του Δράκου της Ανατολής (три золотых волоса Дракона Востока).
Σαν πας και βρεις το Δράκο (когда пойдёшь и найдёшь Дракона), ρώτα τον (спроси его) γιατί σαπίζουν τα μήλα (почему гниют яблоки) της μηλιάς μας (яблони нашей).
Την άλλη μέρα συνέχισε το δρόμο του και με το σούρουπο βρέθηκε σε μια άλλη πολιτεία. Εκεί οι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι γύρω από μια μηλιά που τα μήλα της σάπιζαν.
Για πού το έβαλες, ξένε; τον ρώτησαν.
Πάω να πάρω τις τρεις χρυσές τρίχες του Δράκου της Ανατολής.
Σαν πας και βρεις το Δράκο, ρώτα τον γιατί σαπίζουν τα μήλα της μηλιάς μας.
Μόλις χάραξε η μέρα (как только рассвёл день), συνέχισε το δρόμο του (продолжил дорогу свою = свой путь) κι έφτασε σ' ένα ποτάμι (и пришёл к одной реке). Εκεί ήταν ένας βαρκάρης (там был один лодочник; η βάρκα – лодка). Την ώρα (в /то/ время) που τον περνούσε απέναντι (когда его переправлял напротив), τον ρώτησε (/лодочник/ его спросил) πού πάει (куда идёт).
– Πάω να πάρω τις τρεις χρυσές τρίχες του Δράκου της Ανατολής (еду, чтобы взять три золотых волоса Дракона Востока), του είπε (ему сказал).
– Σαν πας να βρεις το Δράκο (когда пойдёшь и найдёшь Дракона), ρώτα τον (спроси его) γιατί δεν μπορώ να φύγω από δω (почему не могу уйти отсюда) κι είμαι σαν να μ' έχουν δεμένο (и как будто бы меня связали: "и я есть как если бы меня имели связанным").
Μόλις χάραξε η μέρα, συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε σ' ένα ποτάμι. Εκεί ήταν ένας βαρκάρης. Την ώρα που τον περνούσε απέναντι, τον ρώτησε πού πάει.
– Πάω να πάρω τις τρεις χρυσές τρίχες του Δράκου της Ανατολής, του είπε.
– Σαν πας να βρεις το Δράκο, ρώτα τον γιατί δεν μπορώ να φύγω από δω κι είμαι σαν να μ' έχουν δεμένο.
Σαν έφτασαν (когда прибыли) στην αντίπερα όχθη (на противоположный берег), το παλικάρι συνέχισε το δρόμο του (мόлодец продолжил свой путь). Το δειλινό τον βρήκε (вечер его застал: "нашёл"; το δειλινό – вечернее время, полдник) στη σπηλιά του Δράκου της Ανατολής (в пещере Дракона Востока). Βγάζει τότε το βοτάνι (вынул тогда растение) που του είχε δώσει η βασιλοπούλα (которое ему дала царевна) και το ρίχνει στην κούπα του Δράκου (и его бросил в чашу Дракона; η κούπα – чаша, кубок). Εκείνη τη στιγμή (в тот /же/ миг) ακούγονται βαριά βήματα (послышались тяжёлые шаги) και το παλικάρι μόλις που προφταίνει (и молодец едва успевает; προφταίνω – успевать) και κρύβεται στον αχυρώνα (и прячется в сарай; ο αχυρώνας / ο αχερώνας – сарай для соломы). Ο δράκος της Ανατολής (дракон Востока) βάζει αμέσως (наливает тотчас: "кладёт тотчас") κρασί στην κούπα του (вино в кубок свой) και το κατεβάζει μονορούφι (и его выпивает одним глотком; μονορούφι – одним глотком, залпом, одним духом). Ύστερα (потом) από λίγο (через немного /времени/) άρχισε να ροχαλίζει (начинает храпеть). Βγαίνει τότε το παλικάρι (приходит тогда мόлодец) και χρατς! (и – хрясь!), του τραβάει τη μια τρίχα (у него вытаскивает один волос).
Σαν έφτασαν στην αντίπερα όχθη, το παλικάρι συνέχισε το δρόμο του. Το δειλινό τον βρήκε στη σπηλιά του Δράκου της Ανατολής. Βγάζει τότε το βοτάνι που του είχε δώσει η βασιλοπούλα και το ρίχνει στην κούπα του Δράκου. Εκείνη τη στιγμή ακούγονται βαριά βήματα και το παλικάρι μόλις που προφταίνει και κρύβεται στον αχυρώνα. Ο δράκος της Ανατολής βάζει αμέσως κρασί στην κούπα του και το κατεβάζει μονορούφι. Ύστερα από λίγο άρχισε να ροχαλίζει. Βγαίνει τότε το παλικάρι και χρατς!, του τραβάει τη μια τρίχα.
– Μ… μ… μ…! μούγκρισε ο Δράκος (прорычал дракон).
– Γιατί στην πολιτεία στερεύει η βρύση; (почему в городе иссякает источник?) ρωτάει το παλικάρι (спрашивает мόлодец).
– Γιατί είναι ένας βάτραχος (потому что есть лягушка) που πίνει το νερό … (которая пьёт воду)
Χρατς, του τραβάει και τη δεύτερη χρυσή τρίχα (у него вытащил и второй золотой волос).
– Μ… μ… μ…!
– Γιατί στην πολιτεία (почему в городе) ξεραίνεται η μηλιά; (высыхает яблоня?)
– Γιατί (потому что) στη ρίζα της (в корне её) είναι ένας ποντικός (есть мышь) και την τρώει … (и её ест)
Χριτς, πάει και η τρίτη τρίχα (пошёл и третий волос).
Μ… μ… μ…!
Γιατί ο βαρκάρης δεν μπορεί να φύγει; (почему лодочник не может уйти?)
– Γιατί πρέπει (потому что нужно), μόλις βάλει άνθρωπο στη βάρκα του (как только посадит: "положит" человека в лодку свою), να πηδήσει πρώτος (чтобы спрыгнул первый) στη στεριά (на сушу) και μετά να πει (и потом чтобы сказал; λέγω ):«Τώρα εσύ θα είσαι ο βαρκάρης… (теперь ты будешь лодочником)»
Κι ο Δράκος συνέχισε (и Дракон продолжил) το βαθύ του ύπνο (глубокий его сон).
– Μ… μ… μ… ! μούγκρισε ο Δράκος.
– Γιατί στην πολιτεία στερεύει η βρύση; ρωτάει το παλικάρι.
– Γιατί είναι ένας βάτραχος που πίνει το νερό … Χρατς, του τραβάει και τη δεύτερη χρυσή τρίχα.