– Και για πού με το καλό; τη ρώτησε ξανά ο μυλωνάς, που τον έτρωγε η περιέργεια.
Η άμοιρη η βασίλισσα άρχισε να κλαίει.
Δεν έχω πού να πάω. Μ' έδιωξε ο άντρας μου απ' το σπίτι κι έχω κι ένα παιδί στην κοιλιά μου. Καλύτερα να πέσω στο ποτάμι να πνιγώ.
Άκου να πνιγείς! Κι αν σ' έδιωξε ο άντρας σου ο άμυαλος, εγώ σε θέλω για γυναίκα μου και κυρά μου στο μύλο. Άρχοντας δεν είμαι, μα δε θα δυστυχήσεις μαζί μου, της είπε ο μυλωνάς.
Η άμοιρη δέχτηκε να γίνει γυναίκα του (несчастная согласилась стать женой его; δέχομαι) κι έτσι από βασίλισσα έγινε μυλωνού (и так из царицы стала мельничихой: "/женой/ мельника"). Τα χρόνια πέρασαν (годы шли) κι η βασίλισσα, εκτός απ' το βασιλόπουλο που γέννησε (и царица, кроме царевича, который родился), έκανε κι άλλα δυο παιδιά με το μυλωνά (родила: "сделала" и других двух детей с мельником). Ήταν όμως άτυχη (была, однако, несчастна; ср. η τύχη – судьба) γιατί ο μυλωνάς πέθανε (потому что мельник умер) και την άφησε να τα μεγαλώσει μοναχή της (и её оставил их растить одной). Τα 'βαλε τα παιδιά στη δουλειά (бросила детей в работу = дети тоже стали работать). Κουβαλούσαν τα σακιά με το αλεύρι (таскали мешки с мукой), φόρτωναν, ξεφόρτωναν τ' αλέσματα (погружали, разгружали помолотое) και το βράδυ έπαιζαν (и вечером = по вечерам играли), όπως κάνουν όλα τα παιδιά (как делают все дети).
Η άμοιρη δέχτηκε να γίνει γυναίκα του κι έτσι από βασίλισσα έγινε μυλωνού.
Τα χρόνια πέρασαν κι η βασίλισσα, εκτός απ' το βασιλόπουλο που γέννησε, έκανε κι άλλα δυο παιδιά με το μυλωνά. Ήταν όμως άτυχη γιατί ο μυλωνάς πέθανε και την άφησε να τα μεγαλώσει μοναχή της. Τα 'βαλε τα παιδιά στη δουλειά. Κουβαλούσαν τα σακιά με το αλεύρι, φόρτωναν, ξεφόρτωναν τ' αλέσματα και το βράδυ έπαιζαν, όπως κάνουν όλα τα παιδιά.
Τα δύο, τα μικρότερα (два, младшие), τα 'βρισκαν μια χαρά (это находили прекрасно = прекрасно проводили время) στο παιχνίδι (в игре). Τσαλαβουτούσαν στα λασπόνερα (шлёпали по грязной воде; τσαλαβουτώ – шлёпать, ходить по грязи; το λασπονέρι – мутная, грязная вода; η λάσπη – грязь, месиво), έπαιζαν στο χώμα (играли на земле), αλευρώνονταν με το αλεύρι (пачкались мукой). Το μεγάλο όμως ήταν αλλιώτικο (старший, однако, был другой). Ήταν αρχηγός (/он/ был главный /лидер/; ο αρχηγός – вождь, лидер, глава). Του άρεσε να κάνει το βασιλιά (ему нравилось изображать царя: "делать царя"), να πηγαίνει με τ' άλογο του να πολεμάει (ехать на коне своём воевать), να φοράει στο κεφάλι του τη σκούφια του μυλωνά (носить на голове своей шапку мельника) και να λέει τάχα πως είναι κορώνα (и говорить якобы, что /это/ корона = и говорить, что это якобы корона). Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ όμορφο (правда, что он был очень красивый = он, на самом деле, был очень красивый). Σωστό πριγκιπόπουλο (настоящий молодой принц; ο πρίγκιπας – принц).
Τα δύο, τα μικρότερα, τα 'βρισκαν μια χαρά στο παιχνίδι. Τσαλαβουτούσαν στα λασπόνερα, έπαιζαν στο χώμα, αλευρώνονταν με το αλεύρι. Το μεγάλο όμως ήταν αλλιώτικο. Ήταν αρχηγός. Του άρεσε να κάνει το βασιλιά, να πηγαίνει με τ' άλογο του να πολεμάει, να φοράει στο κεφάλι του τη σκούφια του μυλωνά και να λέει τάχα πως είναι κορώνα. Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ όμορφο. Σωστό πριγκιπόπουλο.
Η δόλια η μάνα το 'βλεπε (бедная мать это видела) και σπάραζε η ψυχή της
(и разрывалась душа её). Όμως ποτέ δεν του είπε κουβέντα για τον πατέρα του (однако никогда ему не сказала ни слова об отце его; η κουβέντα – разговор, беседа). Δεν ήθελε να το βάλει να μαλώσει (не хотела его бросать ссориться = не хотела его подталкивать к ссорам) με τ' αδέρφια του (с братьями его).
Έτσι περνούσε ο καιρός (так проходило время), ώσπου μια μέρα (до тех пор, пока однажды) πέρασε απ' το μύλο ο βασιλιάς του γειτονικού βασιλείου (проходил мимо мельницы царь соседнего царства), εκείνος που 'χε πάει επίσκεψη (тот, который приходил в гости) κι έπεσε μια σταγόνα απ' τον ιδρώτα της βασίλισσας στο κρασί του (и упала капля пота царицы в вино его). Είχε βγει για κυνήγι (/он/ пошёл на охоту) και τον έπιασε η νύχτα (и его застигла ночь; πιάνω – брать, поймать).
Η δόλια η μάνα το 'βλεπε και σπάραζε η ψυχή της. Όμως ποτέ δεν του 'πε κουβέντα για τον πατέρα του. Δεν ήθελε να το βάλει να μαλώσει με τ' αδέρφια του.
Έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου μια μέρα πέρασε απ' το μύλο ο βασιλιάς του γειτονικού βασιλείου, εκείνος που 'χε πάει επίσκεψη κι έπεσε μια σταγόνα απ' τον ιδρώτα της βασίλισσας στο κρασί του. Είχε βγει για κυνήγι και τον έπιασε η νύχτα.
Άκουσε τις φωνές των παιδιών και πλησίασε (/он/ услышал голоса детей и приблизился). Είδε τότε τα τρία παιδιά (увидел тогда трёх детей) και το μάτι του καρφώθηκε στο μεγάλο (и глаз его = взгляд его впился в большого = старшего; καρφώνω – вонзать; пристально смотреть, впиваться взглядом). Τι ήταν αυτό που έβλεπε (что же он увидел: "что было то, что увидел")! Ίδιος ο βασιλιάς, ο πατέρας του (вылитый царь, отец его)! Ίδιος κι απαράλλαχτος (вылитый и точно такой же). Και πάνω στη σαστιμάρα του (и во время его смятения; πάνω – сверху; во время чего-л.), να σου κι η μυλωνού (вот тебе и мельничиха). Πού να τη γνωρίσει (если бы /он/ её узнал)!
– Κυρά μου, της λέει (госпожа моя, – ей говорит), είναι δικά σου τούτα τα παλικάρια; (твои эти ребята?)
– Δικά μου είναι, άρχοντα μου (мои, господин мой), αποκρίθηκε η μυλωνού, δίχως να τον γνωρίσει κι αυτή (ответила мельничиха, без /того/, чтобы его узнать и она = тоже не узнав его).
Άκουσε τις φωνές των παιδιών και πλησίασε. Είδε τότε τα τρία παιδιά και το μάτι του καρφώθηκε στο μεγάλο. Τι ήταν αυτό που έβλεπε! Ίδιος ο βασιλιάς, ο πατέρας του! Ίδιος κι απαράλλαχτος. Και πάνω στη σαστιμάρα του, να σου κι η μυλωνού. Πού να τη γνωρίσει!
– Κυρά μου, της λέει, είναι δικά σου τούτα τα παλικάρια;
– Δικά μου είναι, άρχοντα μου, αποκρίθηκε η μυλωνού, δίχως να τον γνωρίσει κι αυτή.
– Και ποιος είν' ο πατέρας τους, ο άντρας σου; (А кто отец их, муж твой?) Η μυλωνού κοκκίνισε (мельничиха покраснела).
Ο άντρας μου πέθανε, άρχοντα μου, μόνη μου (муж мой умер, господин мой, одна /я/).
Τούτο όμως, το μεγάλο (этот, однако, старший), κυρά μου, μοιάζει από άλλη γενιά (госпожа моя, похож /на ребёнка/ из другого рода). Μοιάζει από γενιά βασιλική (похож /на ребёнка/ из рода царского).
Τότε η μυλωνού δάκρυσε (тогда мельничиха заплакала).
– Θα σου πω, άρχοντα μου (я тебе расскажу, господин мой), τη μοίρα μου την κακιά (судьбу свою злую), μα θα μου δώσεις όρκο (но /ты/ мне дашь клятву) πως δε θα πεις ποτέ και πουθενά (что не расскажешь никогда и нигде) όσα θ' ακούσεις (что бы ты ни услышал: «сколько услышишь»).
Και ποιος είν' ο πατέρας τους, ο άντρας σου; Η μυλωνού κοκκίνισε.
Ο άντρας μου πέθανε, άρχοντα μου, μόνη μου.
– Τούτο όμως, το μεγάλο, κυρά μου, μοιάζει από άλλη γενιά. Μοιάζει από γενιά βασιλική.
Τότε η μυλωνού δάκρυσε.
– Θα σου πω, άρχοντα μου, τη μοίρα μου την κακιά, μα θα μου δώσεις όρκο πως δε θα πεις ποτέ και πουθενά όσα θ' ακούσεις.
Κι ο βασιλιάς της έδωσε όρκο (и царь ей дал клятву) κι η βασίλισσα του είπε για την κακή της μοίρα (и царица ему рассказала о злой своей судьбе). Κι έτσι (и вот) όπως μιλούσε (пока говорила) δεν κατάλαβε πως το παιδί της το μεγάλο (не поняла, что сын её старший; το παιδί – ребёнок; мальчик; подросток; юноша; сын, дочь) είχε κρυφτεί και, αφού τ' άκουσε όλα (спрятался и, когда услышал всё), έμαθε ποιος είναι ο πατέρας του (узнал, кто отец его). Μόλις τέλειωσε την ιστορία της (как только /она/ закончила историю её), ο βασιλιάς της είπε ποιος ήταν (царь ей сказал, кто /он/ был) και βάλθηκε να τη βοηθήσει (и бросился / устремился ей помочь).